στεκια

Περίοδος γιορτών και οι αφορμές για έξοδο πολλαπλασιάζονται. Στο πλαίσιο του χριστουγεννιάτικου και πρωτοχρονιάτικου κλίματος, οργανώνουμε βόλτες και βραδιές με φίλους, συντρόφους, με αγαπημένα πρόσωπα στα αγαπημένα μας μαγαζιά. Κι ενώ πάντα βρίσκουμε μέσα στην πολύβουη νυχτερινή Αθήνα έναν χώρο που να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μας, καμιά φορά, ειδικά τις ημέρες αυτές, που ίσως βρισκόμαστε και με ανθρώπους που έχουμε περάσει μαζί τους τη μισή μας ζωή, ανατρέχουμε και σε στέκια που αγαπήσαμε αλλά πλέον έχουν κλείσει.

Το άρθρο αυτό δεν έχει σκοπό να απαριθμήσει τα σπουδαιότερα βραδινά μαγαζιά του αθηναϊκού παρελθόντος ούτε να φτιάξει μια λίστα με όσα σημάδεψαν μια εποχή. Αυτό που μοιράστηκαν οι φίλοι μας μαζί μας ήταν το μείγμα χαράς και οικειότητας που τους δημιουργούσαν τα αγαπημένα τους στέκια, τα στέκια που δεν υπάρχουν πια. Υπάρχει όμως ακόμη μέσα τους το αποτύπωμά του, και ίσως η επιθυμία να το ξαναζήσουν. Όπως νιώθω κι εγώ για τα στέκια που αγάπησα πολύ και μου λείπουν.

(Όλα μέσα μου σαν όνειρο). Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, σε μια Αθήνα ζαλισμένη —που δεν ήξερε ακόμη πόσο μεγαλύτερη ζαλάδα την περιμένει τα επόμενα χρόνια— στον πεζόδρομο της Μιχαλακοπούλου και Σεβαστείας, ξεφύτρωσε το Z-OO. Όνομα και πράγμα. Συγκεντρώθηκαν εκεί διάφοροι τύποι που όρισαν κατά κάποιο τρόπο τη νύχτα της Αθήνας την επόμενη δεκαετία. Ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, άεργοι, άνεργοι, όμορφοι, άσχημοι, πλούσιοι και φτωχοί, σχεδόν όλοι με ύφος που τώρα θα ήταν παρεξηγημένο, μα τότε ήταν απαραίτητο αξεσουάρ. Η μουσική ανέβηκε στον θρόνο της. Κάθε μέρα έσκαγαν στα αυτιά σου ήχοι πρωτόγνωροι, καινούριοι, μπορεί να άκουγες κάτι και να έμενες με ανοικτό το στόμα. Όχι μπορεί, έμενες.

Στο κέντρο του μικρού μαγαζιού, μία υπέροχη κολώνα που άλλαζε φορεσιές, είχε ντυθεί μέχρι και με δέρμα, θυμάμαι. Εγώ στα 20 τότε, καταλάβαινα πρώτη φορά την έννοια της λέξης «στέκι». Καταλάβαινα ότι μπορείς να έχεις κι ένα δημόσιο σπίτι, όπου ζείτε μαζί πολλοί άνθρωποι, ολοκληρωτικά διαφορετικοί, ίσως και εντελώς άγνωστοι, με κανόνες άγραφους και ροή βελούδινη. Αποκόμισα έτσι ένα ποιοτικό πρότυπο περί στεκιού. Κι ένα διογκωμένο συκώτι. Και την ανάμνηση ενός κοινού βλέμματος. Σαν κι αυτό που έχουμε όλοι στις παλιές φωτογραφίες.

(Ευχαριστώ τον Χρήστο Πότσιο, εμπνευστή και ιδιοκτήτη του Z-OO για το -σχεδόν- λαογραφικό φωτογραφικό υλικό που μου έδωσε)

Ο γιώργος δομιανός γράφει βιβλία ποίησης και ζει πάντα στην Αθήνα.

Ο Ρινόκερως ήταν οι μουσικές του και οι θαμώνες του. Ήταν οι αντικατοπτρισμοί των «φατσοειδώλων» μας στα αληθινά ροκ μας είδωλα: Jeffrey Lee Pierce, Bowie με Debbie Harry, Thurston Moore και Patti Smith, Lou Reed και Nico, Cat Power, Nick Cave, Blixa, Jarmusch με Strummer. Ήταν ο Χρήστος Δασκαλόπουλος, ο Θανάσης Μήνας, ο Παντελής Ροδοστόγλου, η Ηρώ Κουμεντάκου (aka Penny Thunder), o Πάνος Μπόμπολας, ο Θωμάς Μαχαίρας, η Dana & o Sam, o Pipi Dee, ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του πιο γοητευτικά φιλόξενου μπαρ του κόσμου (σαν να βλέπω τον Βασίλη Δουβίτσα να μειδιά με τη λέξη φιλόξενο, αλλά εγώ ξέρω ακριβώς τι λέω), to name a few από τους αγαπημένους μου djs. Θα ήταν με σιγουριά το στέκι του Λιντς και του Ταραντίνο, αν ποτέ το είχαν ανακαλύψει. Όπως το ξετρύπωσε ο γάλλος συγγραφέας αστυνομικού Καρίλ Φερέ και το αποτύπωσε στις νουάρ σελίδες του «Ποτέ πια μόνος» (εκδ. Άγρα).

Το μπαρ Ρινόκερως ή αγγλιστί Rhino’s, ήταν τα ηχοχρώματα της Jane Weaver και τα ακόρντα του Neil Young. Τα μυθιστορήματα του Μάλκολμ Λόουρυ και οι ιστορίες του Ρέι Μπράντμπερι. Oι χαρακτήρες του Trainspotting, του Big Lebowski και του Mystery Train. Ήταν τα ουίσκια και τα ρούμια – και κατ’ εξαίρεση, κι οι μαργαρίτες. Ήταν οι θερμές πολιτικές συζητήσεις, τα αμερικάνικα μπασκετικά νέα, το τίμιο αλκοόλ και τα φλογερά κραγιόν, τα ξέφρενα πάρτι, τα φλερτ, τα κεράκια των 40, οι μαζώξεις της Μέρας των Δισκοπωλείων τον Απρίλη, τα μικρά live των Stanley Brinks & Freschard, των Appalachian Cobra Worshipers και του Scott Mc Cloud. Ο Ρινόκερως ήταν εκεί, στο νούμερο 22 της Ασκληπιού, λίγο πριν βουτηχτεί ολόκληρη η περιοχή σ΄ένα θολό gentrification. 9 γεμάτα χρόνια ήταν εκεί. Μου λείπουν και τα εννιά.

Η Τζίνα Σωτηροπούλου είναι ιδρυτικό μέλος του αρχιτεκτονικού γραφείου architectones02 & αρθρογραφεί συχνά για θέματα αρχιτεκτονικής, πόλης και πολιτισμού.

Ευτυχώς δεν θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία συναυλία που είδα στο Ρόδον (πιθανόν οι Primal Scream ή οι And Also The Trees το 2004) και προσποιούμαι ότι δεν έχει κλείσει οριστικά. Όμως περνάω καθημερινά από μπροστά λόγω δουλειάς και ξέρω. Κάπου κερδίζεις κάπου χάνεις με αυτά. Τουλάχιστον στο Ρόδον κερδίσαμε πολλά. Από τότε που έκλεισε (μη οριστικά είπαμε), ένα φάντασμα πλανάται πάνω από τη Μάρνη – κάτω από το Πολυτεχνείο. Το φάντασμα της δεύτερης φοράς Tindersticks (και η πρώτη τους εκεί ήταν, απλώς έλειπα εγώ), της υπερυψωμένης μαύρης σκηνής, της αναμονής για ταξί μετά (συνήθως πηγαίναμε Εξάρχεια, μάλλον Decadence, αργότερα και στο Pop στην Ευαγγελιστρίας), του Tricky μέσα στον καπνό, της Debbie Harry με το μαύρο δερμάτινο και των Blondie να διαλύουν κάθε μου επιφύλαξη.

Το Ρόδον ήταν το λαϊβάδικο που έκανε τη συναυλία «εντός» κανονικότητα στην Αθήνα. Στα 90s, φοιτητές στη Θεσσαλονίκη ακόμα, κατεβαίναμε κι εμείς για κάποια που έλειψαν από πάνω (όχι και πάρα πολλά, ευτυχώς), μέχρι να μαζευτούμε όλοι εδώ. Πριν δυο μήνες οι Annihilator («Ανιχιλέιτορ» για τους μυημένους) θυμήθηκαν το λάιβ του 1991. “Athens! We LOVED this club, back in the early 90’s!”. Έγραψαν και “RIP”, αλλά αφού έκλεισε μη οριστικά, περιττεύει. Και αύριο το πρωί πριν το γραφείο, πάλι εκεί δεν θα είναι.

H Ελένη Φουντή είναι Πολιτικός Μηχανικός. Στον ελεύθερο (και μη) χρόνο της ακούει μουσική, όποτε μπορεί γράφει κιόλας.

«Κέντρο Παπουτσιών». Τα μεγαλύτερα μεθύσια, το πιο καμένα βράδια, τις πιο ατέλειωτες κραιπάλες της ζωής μου τις έχω κάνει κοιτώντας επίμονα και αρκετά ζαλισμένα μια άχρωμη μπεζ επιγραφή που έγραφε “Shoes Center”. Ήταν η επιγραφή που έβλεπε κάποιος μέσα από το Pop και κοιτώντας έξω από την τζαμαρία του: ένα παπουτσάδικο ακριβώς τρία μέτρα απέναντι από την είσοδο του (αναμφισβήτητα) σπουδαιότερου μικρού, μεσαίου ή μεγάλου μπαρ που κόσμησε τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας κατά την δεκαετία των ’00s.

Δεν ήμουν παρών στα εγκαίνια του Pop, τον Ιούνιο του 2001. Έκανα το μεταπτυχιακό μου στην Αγγλία -αλλά πάω στοίχημα ότι, ακόμη και αν βρισκόμουν στην Ελλάδα, ενδεχομένως να μην το είχα μάθει ποτέ. Ετσι πήγαιναν αυτά τότε. Είτε το μάθαινες πρώτος μέσω του word of mouth, είτε θα το μάθαινες τελευταίος, σαν κερατωμένος σύζυγος. Ημουν, ωστόσο, παρών στο κλείσιμο του Pop, καθώς έτυχε να είμαι ένας εκ των τελευταίων του dj, εκείνο τον Ιούνιο του 2012.

Ιούνιο άνοιξε, Ιούνιο έκλεισε. Σε αυτούς τους 12 Ιούνηδες που έμεινε ανοιχτό, μέσα στο Pop, στην Κλειτίου, πέρασα μερικές από τις καλύτερες φιλίες μου, τους χειρότερους έρωτές μου, τα πιο νόστιμα Zombie του και τα πιο άνοστα πρωινά (όταν ο Χριστόφορος έκλεινε την πόρτα του και έπρεπε να πάμε σπίτια μας). Μια ντουζίνα χρόνια, τα καλύτερα της ζωής μας.

O Κωνσταντίνος Τσάβαλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του «Mixtape. Ένα μουσικό κόμικ. 24 ροκ ιστορίες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Περνάγαμε τις προάλλες απ’ την Πινδάρου με την αγαπημένη φίλη Κλαίρη, της δείχνω μια λαμαρίνα σ’ έναν τοίχο, τη ρωτάω: «Ξέρεις τι ήταν εδώ από πίσω;» Με κοιτάει η Κλαίρη με απορία. «Ο Γεροφοίνικας ήταν», της λέω, «ένα απ’ τα καλύτερα εστιατόρια της Αθήνας όλης».

Και ξεκινάω να της διηγούμαι ότι εκεί μας πήγαιναν εμένα και τον αδερφό μου ο θείος Νικ και η θεία Έλεν όταν έρχονταν από Νέα Υόρκη, επίσκεψη στο κλεινόν άστυ. Για ελληνικές, πολίτικες και διεθνείς σπεσιαλιτέ με πλούτο γεύσεων και συγκινήσεων του ουρανίσκου, όχι τίποτα απ’ αυτά τα ελαφρά και υγιεινά τα καινούρια, τύπου ρυζογκοφρέτα με σος. Βαριά κουζίνα ναι, αλλά όχι ασήκωτη και οπωσδήποτε στρέτη και ντρέτη δίχως παραμύθες. Πάρτυ κάναμε τα φοιτητάκια εννοείται, φαγάκι ρε ζόρικο, χιλιάδες έτη φωτός μακριά από το «Βυζάντιο» του Ζωγράφου με τα κουπόνια. Τόσο απολαυστική, που το καθιέρωσα κάποια στιγμή να πηγαίνω και μόνος μου μια φορά τον μήνα για το καταπληκτικό φρικασέ με μανιτάρια. Που εγώ τα μανιτάρια τα έχω λίγο πιο πάνω απ’ τις μπάμιες. Και πάλι παίζεται.

Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι και άλλη συνοικία οπωσδήποτε. Δημοκρατία ήτανε τότε το Κολωνάκι, με στοιχεία λαϊκής δημοκρατίας παρακαλώ, σε δεχόταν όπως ήσουν, χωρίς φιόγκους και κουδούνια. Δεχόταν κι εμένα που πήγαινα λετσαρία, πλάι στους λεφτάδες και τους εφοπλιστές. Με χαμόγελο και νεύμα, με καλή διάθεση, λινό τραπεζομάντηλο και ποτήρι κρύσταλλο. Στην υγειά σας παιδιά, στην υγειά των φαντασμάτων μας…

Ο Χρήστος Ξανθάκης είναι δημοσιογράφος στο newpost.gr

Δεν επιλέγω το Rosebud επειδή το συνδέω με ένα κομμάτι της ζωής μου, το οποίο διέθετε μεγάλη ένταση σε πολλά επίπεδα, ούτε επειδή μου ξυπνάει μια τρυφερή νοσταλγία για τα χρόνια που έζησα εκεί κοντά του, στο Κολωνάκι του 2009. Το επιλέγω επειδή ακόμα παραμένει στο μυαλό μου ως ένα «γεωμετρικά» τέλειο μπαρ.

Μου άρεσε πολύ αυτός ο χώρος και για έναν απροσδιόριστο λόγο, με έκανε να αισθάνομαι μια μεγάλη οικειότητα μαζί του. Τα σχήμα και ύψος των τραπεζιών, η διακόσμηση, το ζεστό, μα όχι κραυγαλέο χρώμα του, η σωστά υπολογισμένη απόσταση μεταξύ των καθισμάτων, ακόμα και το διακριτικό μαύρο στην εξωτερική του όψη, με το καλόγουστο λογότυπο, όλα αυτά συν την ψυχοσύνθεση που διέθετα εκείνη την εποχή, καθιστούσαν το Rosebud στη Σκουφά το αγαπημένο μου σημείο για συνάντηση, με τους άλλους ή με τον εαυτό μου. Το θέλω πίσω.

Ο Δημήτρης Σωτάκης είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Μισή Καρδιά» κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Κέδρος.

Το Μικρό Μπαρ ήταν από αυτά που ήταν εκεί όταν το χρειαζόσουν. Στην πολύβουη Μαβίλη, μα χωμένο σε ένα ήσυχο στενό και αυτό, ήθελε να υπάρχει όταν το χρειαζόταν. Ποτάδικο ορίτζιναλ, χωρίς να περηφανεύεται για την αυθεντικότητά του. Έπαιζα πάντα κορώνα-γράμματα κάθε φορά αν θα το βρω ανοιχτό, αν θα ανοίξει «σε λίγο» ή θα με περίμενε τελικά αύριο. Στη μικροσκοπική του μπάρα καθόσουν εσύ και κάνα δυο έμπειροι, σχεδόν κουρασμένοι (γενικώς). Μα θα μπορούσε να κάθεται και κάποιος ήρωας του Όλτμαν ή του Μελβίλ, να βρει τη φλόγα που έχει χάσει στην κάψα από το ουίσκι στον λαιμό.

Σε ανύποπτο χρόνο, όπως ανύποπτα κινούνταν, έκλεισε. Ακόμα και αν δεν θυμάμαι κάποια συγκεκριμένη βραδιά σε αυτό, κρατώ την αίσθησή του και ίσως αυτό αρκεί. Λένε πως κάποτε έφτιαχνε και μακαρονάδες. Τι γεύση να είχαν για αυτούς που τις πρόλαβαν;

Η Ελένη Τζαννάτου εργάζεται ως δημοσιογράφος στην Καθημερινή.

Από καλή της τύχη, μεσουράνησε στην αθηναϊκή νύχτα (αν μεσουράνησε πράγματι) την εποχή που το ελληνικό θέατρο άρχιζε να ρουφάει στιλ και σκέρτσο από το σύγχρονο γερμανικό. Επίσης, ήξερε να σερβίρει λουκάνικα και τις μεγάλες ώρες. Αυτό υπήρξε καίριο για να εξελιχθεί γρήγορα σε στέκι «για μετά την παράσταση». Το «για μετά την παράσταση» στις μέρες μας γνωρίζει ανήκουστη παρακμή, αιτία που από μόνη της αρκεί για να νοσταλγείς την «Αλεξάνδρα».

Ωστόσο, ο κύριος λόγος που σήμερα λείπει σ’ αυτούς που την αγάπησαν, είναι ότι στην «Αλεξάνδρα» υπήρχε ένας αμείλικτος, αλλά και άλλο τόσο χαριτωμένος σουρεαλισμός στον αυτοπροσδιορισμό της: από τη μια ντεκόρ σαλούν στον Μισσισσιπή κι από την άλλη πανγερμανική πανδαισία λουκάνικων, πολύ πιο εντυπωσιακή απ’ όσο έδειχνε ότι θα είναι η μεσαίας ζώνης τιμολόγησή τους. Γενικότερα, εξασφάλιζε δυνατό πλαγιοεμβολισμό με λουκάνικα του μεταισθήματος μιας θεατρικής παράστασης. Καθότι τα λουκάνικα, όπως αποδεικνυόταν κάθε φορά, έχουν την απίστευτη δύναμη να σε τραβήξουν σε λογική απόσταση από το έργο που μόλις είδες. Κι έτσι, σαν ηρεμιστικά, που προσδίδουν ψυχραιμία κι αμερόληπτη κρίση, προάγουν τη δίκαιη κριτική και μειώνουν την όρεξη για μανιασμένους λιβέλους.

Μακάρι στο μέλλον οι θεατρολόγοι να αναγνωρίσουν τη συνεισφορά της «Αλεξάνδρας» στη θετική επιρροή του σύγχρονου γερμανικού θεάτρου στο ελληνικό. Και μακάρι οι νέοι ιδιοκτήτες που προ μηνών άνοιξαν ξανά τον χώρο, μετά από μία δεκαετία τουλάχιστον, να του δώσουν μία κλίση προς το λουκάνικο για μετά το θέατρο.

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι ανεξάρτητος δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας.

Το στέκι που μπαίνω μέσα και συναντώ γνωστούς και φίλους, που χαμογελώ στον barman κι αυτός ξεκινά να φτιάχνει το ποτό μου, το δεύτερο σπίτι μου – αυτό το μέρος παρέμεινε ένας ανεκπλήρωτος, φαντασιακός πόθος. Όπως ανεκπλήρωτος παρέμεινε κι ο πόθος του τέλειου γάμου, της τέλειας δουλειάς, της τέλειας φιλίας.

Ωστόσο, επειδή ζωή είναι αυτό που συμβαίνει κι όχι τα άπιαστα όνειρα της φαντασίας μας, το στέκι που έζησα κι αγάπησα ήταν το Key bar στην Πραξιτέλους – το πρώτο, το μικρό, το στενόμακρο. Από το 2007 και για τους επόμενους χειμώνες και καλοκαίρια. Δεν ήταν μόνο η μεγάλη παρέα, τα καθιερωμένα Σαββατόβραδα, η αίσθηση του γνώριμου και οικείου. Ήταν η ψυχή που είχε αποκτήσει το μαγαζί, που τη χρωστούσε στον Quentin. Πάντοτε με άψογο drag μακιγιάρισμα, ήταν ο dj που ήξερε να βάζει το κατάλληλο τραγούδι την κατάλληλη στιγμή, δημιουργώντας αυτές τις μαγικές στιγμές που η διασκέδαση μετουσιώνεται σε μέθεξη  – το απόγειο της ζωής στη νύχτα. Καθόμασταν στην μπάρα μπροστά του, σαν έτοιμοι από καιρό, σαν θαρραλέοι, για να γίνουμε όλοι μαζί ένα σε αυτό το μουσικό, αλκοολικό, αγαλλιαστικό πανηγύρι. Κάθε Σάββατο βράδυ, κάθε φορά λίγο πριν το ξημέρωμα, τότε που το μπαρ και τα μπουκάλια άρχιζαν να αδειάζουν, δίνοντας χώρο για να ανάψουν τα διονυσιακά, δοξαστικά πυροτεχνήματα.

«Έχεις την πιο ωραία γυναίκα μέσα στο μαγαζί» έλεγε ο Quentin γενναιόδωρα στον μελλοντικό μου σύζυγο – κι αυτό ήταν ένα υπέροχο κομπλιμέντο για κάποια που το κοντέρ της είχε γράψει πολλά χιλιόμετρα στη μεγαλοπρεπή αθηναϊκή νύχτα. Αυτό που πάντα ήταν, είναι και θα είναι η νύχτα στην πόλη μας, είτε σε υπέρλαμπρες αίθουσες της παραλιακής είτε σε στενόμακρα, παρεΐστικα μπαρ του κέντρου: μεγαλοπρεπής και γενναιόδωρη.

Η Ροζίτα Σπινάσα είναι νομικός και συγγραφέας.

Θυμάμαι το Αμφιθέατρο σαν όνειρο. To Αμφιθέατρο ήταν τότε ο ναός του κλάμπινγκ. Πήγαινα μαθήτρια, σκέψου, μεταξύ 1996-98. Πολλές φορές ξεκινούσαμε τη βραδιά σε πιο μικρά μαγαζιά και κατά τις 4 το πρωί παίρναμε ταξί προς παραλιακή και καταλήγαμε εκεί. Εννοείται πως είχε πολύ αυστηρή πόρτα αλλά δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα γιατί ήμασταν μόνο κορίτσια· άντε να μαζεύαμε καμιά αγοροπαρέα στην είσοδο μπας και μπουν μαζί μας. Ήταν ο παράδεισός μου, ήμουν πορωμένη, μ’ αυτό το κλαμπ. Η μουσική για εμάς, που λατρεύαμε τη house, ήταν φανταστική και ο Τσιλιχρήστος έδινε πόνο τότε.

Γινόταν χαμός, χορεύαμε εκστασιασμένοι, φλερτάραμε ασύστολα, διασκεδάζαμε με την ψυχή μας. Θυμάμαι ότι είχα φάει κόλλημα με έναν πανέμορφο dj και χόρευα από κάτω όλο το βράδυ (ήταν ψηλά ο dj) κοιτώντας τον επίμονα, ελπίζοντας να με κοιτάξει, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Μετά γυρνούσαμε ξημερώματα από Γλυφάδα στη Νέα Ιωνία με τις συγκοινωνίες. Φαντάσου μετά από 15 χρόνια σε συνέντευξη για δουλειά, έπεσα πάνω σε συμμαθήτριά μου απ’ το φροντιστήριο που μου είπε «Σε θυμάμαι που ερχόσουν στα κυριακάτικα διαγωνίσματα της Δέσμης κατευθείαν απ’ το κλαμπ με το μολύβι να τρέχει απ’ το μουτζουρωμένο μάτι».

Η Τάνια Στυλιανίδου είναι μέλος της ομάδας performance «Soultanes».

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
4
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
1
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα