Η Σουλτάνα, ο Μελέτης, ο Σπύρος και η Φρόσω διηγούνται το παρελθόν τους και μοιράζονται αναμνήσεις που τους σημάδεψαν
Ποια είναι η καθημερινότητα πίσω από το γκισέ ενός αιωνόβιου σινεμά στην Ακαδημίας; Τι σκέφτεται την ώρα που βλέπει τον κόσμο να μπαίνει στο μαγαζί του από το νοσοκομείο «Λαϊκό», ο άνθρωπος που προσφέρει παρηγοριά με την πιο ξακουστή πίτσα στην περιοχή; Πώς θυμάται τον Δεκέμβρη του 2008 μέσα από την αρχαιότερη κρεπερί των Εξαρχείων η πιο σταθερή της εργαζόμενη μέσα στον χρόνο; Πόσο μακριά φτάνουν οι αναμνήσεις που έχει να ανασύρει ένας από τους τελευταίους τεχνίτες αμπαζούρ στην Ιπποκράτους, από τον θείο του οποίου είχε πάρει φωτιστικά ο τελευταίος βασιλιάς της χώρας;
Οι άνθρωποι που κάνουν την ίδια δουλειά όλη τους τη ζωή, έχουμε την αίσθηση ότι πάντα είναι εκεί και για εμάς. Μία πολύτιμη σταθερά στην οποία μπορούμε να στηριχθούμε για να υπομείνουμε τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της καθημερινότητας. Να θυμηθούμε ότι υπήρξαν και καλύτερες μέρες ή ότι κάποιοι κάποτε μας στάθηκαν. Ενώ όμως μας είναι τόσο οικείοι, συχνά γνωρίζουμε ελάχιστα για εκείνους. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχουμε καν συστηθεί, δεν ξέρουμε να τους πούμε με το όνομά τους.
Εκείνοι πάλι έχουν να μοιραστούν κάτι από την ιστορία όλων μας. Από αυτό που κάποτε συζητήσαμε μαζί τους και ποτέ δεν το άφησαν να ξεχαστεί. Μας διηγούνται γιατί έμειναν πιστοί σε ένα καθήκον. Στην τέχνη τους. Στο μεροκάματό τους. Σε όλη αυτή την πόλη που περνά και χάνεται από μπροστά με τον βηματισμό ενός βιαστικού περαστικού.
Η Σουλτάνα του σινεμά «Έλλη»
«Θα ανοίξω την αίθουσα ακόμη και για έναν μόνο θεατή»
«Στον κινηματογράφο μετράω πια 37 χρόνια. Πρώτα δούλεψα ως ταμίας στο σινεμά “Μαργαρίτα” στην Καλλιθέα, το οποίο έχει κλείσει. Ο άντρας μου δεν με άφηνε, αλλά εγώ επέμεινα. Είπα “δεν με νοιάζει, εγώ θα φύγω από το σπίτι”. Δεν εννοούσα να τον αφήσω. Αλλά ότι δεν ήμουν πια διατεθειμένη να περνάω όλη μου τη ζωή, κάθε μέρα – όλη μέρα, μέσα. Είχα κουραστεί με τα παιδιά, πήγαιναν στο δημοτικό τότε, γιατί ήμουν μόνη μου. Κι ήθελα επιτέλους να βρω μια διέξοδο.
Στην Έλλη ήρθα το 1991. Την πρώτη χρονιά κόβαμε 130.000 εισιτήρια. Τώρα φτάνουμε περίπου στα μισά. Ο κόσμος παίρνει μια ταινία στο σπίτι του και βλέπει όλη η οικογένεια, είναι πιο φτηνό. Θυμάμαι στο Αμελί (2001) η ουρά έφτανε μέχρι την Ιπποκράτους. Και πολύ παλιά παίζαμε κάτι ασπρόμαυρες κινέζικες, δεν μπορείς να φανταστείς τι γινόταν. Διώχναμε κόσμο.

photo credits: Δημήτρης Καπάνταης
Μια φορά θυμάμαι, στεκόταν ο Μπονάτσος στη σειρά. “Άντε”, έλεγε “πότε θα μπούμε εμείς;”. Περιμέναμε να βγουν πρώτα οι προηγούμενοι θεατές. Γιατί έχουμε κι έξοδο κινδύνου και δεν μπορούμε να τους αφήσουμε όλους να περάσουν από την ίδια πόρτα. Ερχόταν κι ο Γεράσιμος Αρσένης με τη γυναίκα του. Κι ο Κύρκος. Πριν λίγο καιρό είχαμε τον πρόεδρο της Βουλής, τον κ. Κακλαμάνη. Παρακολούθησε την ταινία για τη Μαρία Κάλλας.
Έχω ανοίξει βέβαια την αίθουσα και για έναν-δύο ανθρώπους μόνο. Ξέρετε τι μας λέει ο άνθρωπος που έχει το σινεμά; “Ο πελάτης μπορεί να ξεκίνησε από την Κηφισιά. Μπορεί να ξεκίνησε από το Πέραμα. Δεν μπορείτε εσείς να τον στείλετε πίσω”. Ποτέ δεν διώξαμε θεατή. Τον σεβόμαστε. Εγώ τους πειράζω κιόλας. “Σας έχουμε πριβέ αίθουσα. Καθίστε κι απολαύστε την ταινία”. Αν δεν μπει κανείς στην τελευταία παράσταση, θα φύγουμε. Αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει και τόσο να φύγω. Μου αρέσει εδώ. Κάθε ημέρα έρχομαι μια ώρα νωρίτερα. Ο μηχανικός μπορεί και να αργήσει ένα τέταρτο, εγώ όμως πρέπει να ανοίξω το ταμείο μισή ώρα νωρίτερα από την ώρα της προβολής. Δεν μπορεί να ξεκινά πέντε η ώρα η ταινία και να ανοίξει και το ταμείο στις πέντε.
Υπάρχουν βέβαια και δυσκολίες. Δουλεύουμε Χριστούγεννα. Δουλεύουμε Πάσχα. Δουλεύουμε Πρωτοχρονιά, Τσικνοπέμπτη. Όλος ο κόσμος γλεντάει, εμείς… Στρώνω τραπέζι τα Χριστούγεννα, κάθομαι μαζί με τα παιδιά, τα εγγόνια μου και φεύγω στα μισά. Αλλά μάθανε. Δεν μπορείς να δεις φίλους, δεν μπορείς να πας σε γιορτές. Μόνο στο ρεπό και το καλοκαίρι. Όλα τα βράδια μας είμαστε δεσμευμένοι. Τα παιδιά μου λένε “σταμάτα βρε μαμά”, έχω φτάσει τα 70 πια. Νομίζω όμως ότι θα πάθω μελαγχολία άμα μείνω σπίτι.
Στεναχωριέμαι πολύ να βλέπω σινεμά να κλείνουν. Η μεγάλη μου πίκρα ήταν το IDEAL. Δεν έπρεπε να κλείσει παιδιά, δεν έπρεπε. Σαν να κλείνεις σχολείο είναι όταν κλείνει ο κινηματογράφος. Μόλις μπαίνω εδώ, ιδίως όταν είναι γεμάτος ο κινηματογράφος, μπαίνω και καμαρώνω. Λες κι είναι δικός μου. Ανοίγω τις πόρτες, βοηθάω τον κόσμο. Που δεν είναι η δουλειά μου αυτή. Μ’ αρέσει όμως, γιατί το αγαπώ. Η μισή μου ζωή είναι ο κινηματογράφος.
Και ποτέ κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε ότι του κράτησα τα ρέστα. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση για μένα. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι η ταμίας της Έλλης έδωσε λάθος ρέστα. Είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό. Πρέπει να είσαι έντιμος, γιατί αλλιώς ακούγονται όλα. Εκείνο που με πειράζει είναι όταν έρχονται και λένε “δώσε μου ένα εισιτήριο”. Το θεωρώ αγένεια. Κάτσε ρε φίλε. Όχι ότι είμαι ένα σπουδαίο πρόσωπο, αλλά είναι θέμα συμπεριφοράς. Σε έναν μεγαλύτερο άνθρωπο δεν μιλάμε στον ενικό.
Ήταν μια κοπελίτσα πάντως που με συγκίνησε πάρα πολύ. Φοιτήτρια, ήρθε να δει μια ταινία πριν από χρόνια. Και μόλις μου έδωσε τα λεφτά και της έδωσα το εισιτήριο, μου λέει “αυτά είχα, δεν έχω άλλα”. Μου πήρε λίγο μέχρι να το συνειδητοποιήσω. Βγαίνω από το ταμείο μου και προλαβαίνω να τη σταματήσω εκεί που είναι να το κόψει. Λέω “δώστε μου δεσποινίς το εισιτήριό σας, θα περάσετε έτσι και θα το πληρώσω εγώ”. Και με ευχαρίστησε τόσο πολύ η κοπέλα. Μετά από μια εβδομάδα μού έφερε ένα ζευγάρι χειροποίητα σκουλαρίκια που τα είχε κάνει η ίδια. Ήταν δυνατόν να αφήσω το παιδί χωρίς λεφτά;».
Μελέτης Μανωλάς, μάστορας αμπαζούρ
«Η μαρκίζα μου είναι ίδια με μισό αιώνα πριν»
«Το μαγαζί είναι από το 1969 κι οι πρώτοι που το άνοιξαν είχαν σχέση με το επάγγελμα από τη δεκαετία του 1940. Ήταν τέσσερις συνέταιροι και τέσσερις υπάλληλοι σε αυτή την “τρύπα”. Ιπποκράτους 144. Κράτησα τη μαρκίζα ακριβώς όπως ήταν τότε. Γι’ αυτό και μερικοί μπερδεύονται. Νομίζουν ότι το μαγαζί δεν είναι πια ανοικτό.
Έμαθα τη δουλειά μεγάλος, στα 35 μου. Οι δύο τελευταίοι που είχαν μείνει να το δουλεύουν ήταν να πάρουν σύνταξη κι ένας από τους συνεταίρους ήταν ο θείος μου. Είχε φτιάξει αμπαζούρ για τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Για να μην κλείσουν το μαγαζί, ήρθα εδώ για να το δουλέψω, κάθισαν δύο χρόνια μαζί μου κι έμαθα. Πιο πριν έκανα δουλειές του μεροκάματου και μετά πήραμε οικογενειακώς ένα ουζερί στην πλατεία Κοτζιά. Μόλις όμως το αγοράσαμε, άρχισαν να σκάβουν στην πλατεία και ανακάλυψαν τα αρχαία, με αποτέλεσμα να κλείσουμε κάποιο καιρό μετά γιατί χάσαμε το πεζοδρόμιο.

photo credits: Δημήτρης Καπάνταης
Τα πράγματα έχουν αλλάξει, ο κόσμος δεν έχει λεφτά. Αυτό το παλιό αμπαζούρ που βλέπεις, το έφτιαχνες κι έπαιρνες μια χρυσή λίρα. Τώρα δεν μπορώ να πω στον πελάτη ότι κάνει τόσα. Βλέπει ένα αμπαζούρ στο πολυκατάστημα και θεωρεί ότι είναι ωραίο. Δεν είναι όμως ωραίο στην πραγματικότητα, γιατί δεν είναι γερό. Θα σπάσει και θα το έχεις για έναν χρόνο. Το δικό μου θα το έχεις για σαράντα-πενήντα γιατί τα υλικά είναι καλύτερα.
Εδώ θα δεις αμπαζούρ του προηγούμενου αιώνα. Ραμμένα καπέλα ολόκληρα στο χέρι. Χρειαζόταν μια εβδομάδα για να το φτιάξουν. Κάποτε υπήρχε η μάνα του Βασίλη Βασιλείου, πολιτικού και δημοσιογράφου, γνωστού στην εποχή του ως Βας – Βας, η οποία ζωγράφιζε δικά της σχέδια στην οδό Βουλής. Έκλεινε την πόρτα, δεν έμαθε κανείς πώς το έκανε. Το έκανε σε δέκα λεπτά. Είχε κάποιες πατούρες και πέρναγε με λάδι το χαρτί για να μπορεί να πάρει τα χρώματα σωστά. Σήμερα θα κόστιζε 350 ευρώ.
Το 2000 που ξεκίνησα εγώ είχε πιο πολλή δουλειά. Ερχόμουν στις 8 το πρωί κι έφευγα 8 το βράδυ. Αυτό κράτησε μέχρι το 2010. Πλέον έρχομαι στις 9 και φεύγω το μεσημέρι. Στο μαγαζί έρχονται αυτοί κυρίως που το ξέρουν και θέλουν κάτι πιο ιδιαίτερο. Οι νέοι τώρα δεν ασχολούνται. Κι όσοι το κάνουν είναι από παλιές “καλές” οικογένειες που είχαν μια άλλη νοοτροπία για το στήσιμο του σπιτιού. Από την άλλη, φαίνεται να έχει ξανάρθει λίγο η μόδα του αμπαζούρ. Μας προτιμούν πιο συχνά οι διακοσμητές, φτιάξαμε αμπαζούρ ακόμη και για καφετέρια στη Μύκονο. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο φωτισμός από το ταβάνι δεν έχει καμία σχέση με τον περιμετρικό. Έχει άλλη ατμόσφαιρα και ύφος, κάνει τον χώρο ζεστό.
Η δουλειά πρέπει να σου αρέσει και να πιάνουν τα χέρια σου. Φέρνει για παράδειγμα κάποιος ένα βάζο κι εγώ μπορώ να το μετατρέψω σε φωτιστικό. Θα του φτιάξω την ηλεκτρική (σ.σ το καλώδιο που οδηγεί στη λάμπα), θα του φτιάξω και το καπέλο. Είναι ιδιαίτερη τέχνη. Δεν υπάρχει πια η μαζική παραγωγή όπως την ξέραμε. Αυτό που φτιάχνεις, το φτιάχνεις μόνο εσύ. Πρέπει όμως να σου αρέσει. Στον γιο μου δεν αρέσει και δεν τη μαθαίνει. Ο θείος μου πάλι, που μ’ έμαθε να τα φτιάχνω δούλευε πρώτα σε έναν κινηματογράφο όπου έβαζε τα φιλμ στη μηχανή προβολής κι ενώ έκανε αυτή τη δουλειά ταυτόχρονα είχε στην άκρη τα αμπαζούρ και τα μαστόρευε».
Ο Σπύρος δεν πατά στην ανάγκη σου για να πουλήσει «μια παλιοτυρόπιτα»
«Το μαγαζί λειτουργεί εδώ και 22 χρόνια. Λέγεται «Λαϊκόν» γιατί είμαστε λαϊκοί άνθρωποι. Δεν πήραμε το όνομά μας από το νοσοκομείο που είναι δίπλα (σ.σ βρίσκεται επί της Αγίου Θωμά στο Γουδή). Και για να είσαι λαϊκός άνθρωπος πρέπει να το πασχίσεις. Πρέπει να σου αρέσει να εξυπηρετείς τον κόσμο. Οι προμηθευτές μας είναι μικρές βιοτεχνίες, με τις οποίες μιλάμε έχοντας άνεση. “Ρε φίλε, κάνε μια ωραία τυρόπιτα. Κάνε μια ωραία μπουγάτσα”. Γιατί και μια απλή παλιοτυρόπιτα να φάει ο άλλος, να μπορεί να τη φάει. Να του αρέσει. Ένα σνακ ωραίο. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Κι ένα χαμόγελο, γιατί εδώ δεν είναι μπιτσόμπαρο. Εδώ έχεις ακούσει πράγματα που σου έχει πέσει το σαγόνι. Έχω πάψει να ρωτάω πια. Έχω ακούσει απαντήσεις πολύ δύσκολες.

photo credits: Δημήτρης Καπάνταης
Ένα μαγαζί ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο σημαίνει πόνο. Δεν ρωτάω πια “γιατί είστε εδώ;”. Γενικώς έχουμε γνωρίσει πολύ κόσμο από πολλά μέρη της Ελλάδας. Προσπαθούμε να κάνουμε λίγο τον καραγκιόζη, να κατέβει κάποιος και να χαμογελάσει λίγο. Άμα το νιώσεις όλο αυτό, θα καταλάβεις ότι θέλει κι ο άλλος να χαμογελάσει. Οι επισκέπτες που είναι από άλλο τόπο, δεν έχουν πού να μείνουν, έχουν τον άνθρωπό τους εδώ πέρα, δεν έχουν να κάνουν ένα μπάνιο, περνάνε δύσκολα. Αυτά δεν τα σκέφτεσαι βέβαια, μέχρι να τα ζήσεις. Εγώ τα έχω ζήσει ευτυχώς μόνο μέσα από τις περιγραφές.
Θα σου πω πότε έκοψα τις ερωτήσεις. Θυμάμαι πολύ καλά. Καθόταν μια γυναίκα εδώ πέρα και είχε τον άντρα της επάνω με χημειοθεραπείες. Κάθε μέρα ερχόταν 3-4 φορές τη μέρα να πάρει το καφεδάκι της, έναν ελληνικό. Κάποια στιγμή τη χάνω. Τη βλέπω μετά από 15-20 μέρες. Κι εγώ με χαμόγελο της λέω “έλα ρε αφεντικό, πού είσαι και σε χάσαμε;”. Ξέρεις τι μου απάντησε; “Πήγα έθαψα την κόρη μου και γύρισα να κοιτάω τον άντρά μου”. Εκεί ορκίστηκα να μην ξαναμιλήσω και να μην ξαναρωτήσω ούτε καν για πλάκα.
Ο κόσμος βέβαια θέλει να μιλάει κι από μόνος του. Να ακουμπάει κάπως τον καημό του. Θέλει, αλλά προσπαθείς να αλλάζεις λίγο τη συζήτηση, να ξεφεύγει το μυαλό τους. Δεν έχουμε βέβαια και ικανότητες ψυχολόγου. Πολλοί φοιτητές που περνούν επίσης από εδώ, το λένε “ψυχοθεραπευτήριο”. Υπάρχουν διαφορές στον Αθηναίο του σήμερα σε σχέση με παλιότερα. Τώρα είναι πιο τσιτωμένα τα πράγματα. Είναι έτοιμοι για καβγά όλοι. Αμάξια, κόρνες, 7 η ώρα το πρωί μπορεί να γαμωσταυρίζει ο άλλος εδώ απέξω. Δεν σέβεται ούτε ότι είναι νοσοκομείο, ούτε έχουν στο μυαλό τους ότι κάποιος είναι μέσα και πονάει».
Η Φρόσω με την αγάπη για το φύλλο κρέπας και τα παλιά Εξάρχεια
«Έχω ζήσει την εποχή που έμπαινε πελάτης κι απήγγειλε Μπρεχτ»
«Η κάτω κρεπερί (Αραχώβης και Εμμ. Μπενάκη) είχε διπλάσια δουλειά από τη σημερινή που βρίσκεται στην Καλλιδρομίου (σ.σ ο λόγος για την Au Grand Zinc). Βέβαια ήταν άλλα τα Εξάρχεια. Θυμάμαι τις Απόκριες εδώ, ήταν σαν την Πλάκα. Υπήρχαν πολύ λιγότερα μαγαζιά, ούτε τα μισά απ’ ό,τι είναι τώρα. Είχε όμως πάρτι παντού, αλλά ωραία πάρτι. Στην Όστρια… Πωπω τι μου θύμισες τώρα. Άλλες εποχές, άλλα πράγματα, τελείως διαφορετικά. Τότε θυμάμαι τελείωνα τη βάρδια και δεν μπορούσα να βγω έξω από τον πολύ κόσμο που είχε. Ήταν αδύνατο. Ωραία χρόνια, σπουδαίοι άνθρωποι. Τους έβλεπα στον δρόμο. Ήμουν μικρή και μου λέγανε “αυτός είναι ο κ. Καρούζος, αυτός είναι ο Παύλος Μάτεσις, ο συγγραφέας που είχε γράψει τη “Μητέρα του Σκύλου”. Αναπολώ πολλές φορές εκείνες τις μέρες.
Ο κόσμος δεν είχε τόσα προβλήματα στο κεφάλι του όπως τώρα. Ήταν πιο χαλαρός, είχε πιο καλή διάθεση. Και αυτό δεν το βλέπεις μόνο στην εστίαση, το βλέπεις παντού. Δηλαδή δεν υπήρχε περίπτωση να μπει κάποιος σ’ ένα μαγαζί και να μην πει τίποτα. “Καλημέρα, καλησπέρα, καλό βράδυ ευχαριστούμε”. Πολλές φορές τώρα κάνουμε πλάκα με τα παιδιά, μπαίνει μέσα ο κόσμος, λέμε εμείς “καλημέρα” και κάποιοι δεν μας ακούνε καν. Όχι ότι το κάνουν επίτηδες. Κάποιοι κομπλάρουν και ρωτάνε “μπορούμε να περάσουμε;” και τους εξηγούμε ότι απλά είπαμε μια καλημέρα. Είναι απορροφημένοι. Ίσως νιώθουν άβολα και με την ανθρώπινη επαφή. Ας πούμε ένα Σάββατο βράδυ, είχε έρθει ένα ζευγάρι, ήταν στο κινητό ο καθένας και δεν αντάλλασσαν κουβέντα. Κάποια στιγμή, προς το τέλος, αποφάσισαν αν θα φάνε μια γλυκιά κρέπα ή όχι.
Παλιότερα θυμάμαι βραδιές που μπορεί να είχες εσύ μια έντονη κουβέντα μ’ έναν φίλο σου για ένα πολιτικό ζήτημα και να έπαιρναν μέρος κι οι διπλανοί. Βλέπαμε ξαφνικά δύο με τρία τραπέζια να γίνονται μια παρέα. Δεν γινόταν κάθε βράδυ, αλλά το ‘χες δει αυτό. Γελούσαν, υπήρχε γέλιο. Τώρα δεν το ακούς τόσο συχνά. Πολλές φορές ακούς μόνο μια βουή.
Θυμάμαι ένα βράδυ στην κάτω κρεπερί, ο Χρήστος Μπίστης, πρόεδρος τότε του ΕΚΚΕ (Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα), έχει πεθάνει – σπουδαίος άνθρωπος, τον είχαμε ψηφίσει ως τον καλύτερο πελάτη, είχε πιει κι είχε αρχίσει να απαγγέλει Μπρεχτ. Τον άκουγε ο κόσμος και κάποιοι τον χειροκροτούσαν, άλλοι κοιτούσαν με απορία. Μπαίνει κάποιος άλλος μέσα, λέει “ωχ ο Μπίστης πάλι Μπρεχτ απαγγέλλει”, ήταν φίλοι. Εντάξει, δεν τα βλέπεις πια αυτά…

photo credits: Δημήτρης Καπάνταης
«Τον Δεκέμβρη του ‘08 ανοίγαμε το μαγαζί, όχι για να καθίσει κόσμος, αλλά για να βοηθήσουμε με όποιον τρόπο μπορούσαμε»
Αγάπησα τα Εξάρχεια από την πρώτη μέρα που ήρθα. Απέκτησα νέα ερεθίσματα εντελώς. Δεν είχα πάει ποτέ θέατρο στη ζωή μου. Δεν ήξερα τι είναι, παρόλο που βρισκόμουν στην Αθήνα κάποια χρόνια, γιατί γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λιβαδειά. Πήγα για πρώτη φορά όταν δούλευα στην περιοχή και άκουγα κόσμο να μιλά για μια παράσταση που είχε παρακολουθήσει. Ήταν οι «Τρεις Αδελφές» του Αντών Τσέχωφ. Είχα κρατήσει το εισιτήριο για χρόνια. Και μετά πήγα στο Εν Δελφοίς, ένα μπαρ δίπλα στον παλιό Ιπποπόταμο και θυμάμαι ήπια τρεις βότκες πορτοκάλι από την ένταση που είχα. Λέω “ρε γαμώτο έπρεπε να φτάσω 22 χρονών να πάω να δω θέατρο;”.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βράδυ της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Θυμάμαι ότι λίγο πριν φύγω για το μαγαζί, πάω να κλείσω την τηλεόραση και ακούω έκτακτη είδηση. Κατέβηκα τρέχοντας. Είχε πολύ κόσμο παντού. Η Εμμανουήλ Μπενάκη ήταν γεμάτη από τη μια άκρη στην άλλη. Από την πρώτη στιγμή είχαμε καταλάβει τι είχε συμβεί. Δεν ξέραμε ακόμη το όνομα του Αλέξη, αλλά ξέραμε για το γεγονός. Φώναζε ο κόσμος, ούρλιαζε. Και μετά όλοι ήταν στα μαγαζιά. Θυμάμαι που βοηθούσαν τον κόσμο που ήταν όλη την εβδομάδα έξω στους δρόμους. Οι ημέρες ήταν έντονες κι οι νύχτες ακόμη περισσότερο. Δεν λείψαμε ούτε μια μέρα. Το ανοίγαμε το μαγαζί, όχι για να καθίσει κόσμος, αλλά για να βοηθήσουμε με όποιον τρόπο μπορούσαμε. Κάποιος μπορεί να ήθελε μια τουαλέτα, να φάει κάτι.
Τα Εξάρχεια παραμένουν ανήσυχα. Δεν είναι όπως άλλες γειτονιές. Αλλά είναι τόσα πολλά τα προβλήματα που έχει ο κόσμος πια, που τους ακούς να παραμιλάνε. Έρχονται και μας λένε κιόλας “δεν είμαι καλά σήμερα”, Υπάρχουν κάποιοι που το κάνουν. Στη δουλειά βρέθηκα τυχαία ως φοιτήτρια το 1992. Ήμουν τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών κι έχω τελειώσει μάρκετινγκ. Μια φίλη μου που την έχω ακόμη μου λέει “ρε συ ψάχνουν δουλειά στην κρεπερί”. Ξεκίνησα να κάνω λάντζα. Μετά πήρα προαγωγή και με βάλανε γκαρσόνα. Μετά ρώτησα ένα παιδί για τις κρέπες, του λέω “να κάνω ένα φύλλο;”. Αλλά έκανα πολλά φύλλα μετά στη ζωή μου. Αμέτρητα.
Αν σκέφτομαι κάτι την ώρα που κάνω την κρέπα και δεν είμαι καλά, το φύλλο βγαίνει χάλια. Έχω κάνει τις καλύτερες σκέψεις όταν φτιάχνω κρέπες στα χρόνια που έχουν περάσει. Έχω κάνει και τις χειρότερες. Την ώρα που φτιάχνω κρέπα, το χέρι μου είναι τόσο ελαφρύ, που παρακολουθώ τα πάντα, βλέπω πώς λειτουργεί ο χυλός την ώρα που ψήνεται. Εάν το χέρι μου είναι βαρύ, σημαίνει ότι δεν έχω καλή διάθεση, το καταλαβαίνω. Όταν λέω ότι δεν βγαίνει καλά, δεν είναι ότι το καταλαβαίνει ο πελάτης. Αλλά μου φτάνει που το ξέρω εγώ».