Μύθοι και αλήθειες για τη Χούντα, την ελληνική δημοκρατία και όσα αφορούν την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου.
Η 17η Νοεμβρίου σηματοδοτεί πολλά για πολλούς και αποτελεί εφαλτήριο για να μιλήσουμε για την επταεπτή Χούντα και όσα την αφορούν. Πρώτα από όλα, την ηρωική αντίσταση των άοπλων φοιτητών και σπουδαστών απέναντι σε ένα ανελεύθερο και βίαιο καθεστώς που κατάφερε να κυβερνήσει τη χώρα για επτά ολόκληρα χρόνια.
Στο παρακάτω κείμενο θα διαβάσετε πέντε άβολες αλήθειες, με αφορμή τη φετινή επέτειο των 51 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, σύμφωνα με το παράδειγμα των κειμένων που έχουμε κάνει για την 28η Οκτωβρίου αλλά και παλαιότερα για την 25η Μαρτίου.
Επί χρόνια δεν υπήρξε μαζική αντίσταση κατά της Χούντας
Υπάρχει η Νομική, υπάρχει το Πολυτεχνείο και φυσικά υπάρχουν μία σειρά από αντιστασιακές οργανώσεις ανθρώπων που βασανίστηκαν ή και έχασαν τη ζωή τους για τη δημοκρατία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι υπήρχε ένα ευρύ λαϊκό μέτωπο που στάθηκε απέναντι στους πραξικοπηματίες.
Αντιθέτως, η συνθήκη έδειχνε ότι, κυρίως στα πρώτα της χρόνια, η Χούντα δεν αντιμετώπισε κάποια ιδιαίτερη αντίσταση από τον ελληνικό λαό που φαίνεται ότι συμβιβάστηκε, αν δεν στήριξε κιόλας, το καθεστώς του Παπαδόπουλου και του Παττακού. Θυμηθείτε το συγκλονιστικό ποίημα «Φοβάμαι» του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Η αντίσταση ήταν σημαντική, κορυφώθηκε στο Πολυτεχνείο, αλλά άργησε πολύ και οφειλόταν στον ηρωισμό κάποιων λίγων αρχικά πολιτών.
Η Χούντα δεν ήταν μία επταετής παρένθεση
Yπάρχει μία αρκετά βολική για την Ελληνική Δημοκρατία θεωρία πως η Χούντα των Συνταγματαρχών εμφανίστηκε ξαφνικά και εξαφανίστηκε ακριβώς όπως εμφανίστηκε. Η πραγματικότητα βέβαια είναι τελείως διαφορετική και η Χούντα δεν ήταν αποτέλεσμα μίας ξαφνικής ιδέας μερικών αξιωματικών του στρατού.
Η Χούντα ήρθε αντιθέτως ως αποτέλεσμα μίας ασθενικής ελληνικής δημοκρατίας, η οποία είχε συνδεθεί με ατελείωτες αλλαγές κυβερνήσεων, με αντικομμουνιστική υστερία και φυσικά με συνεχείς παρεμβάσεις του Στέμματος, του ξένου παράγοντα αλλά και του στρατού στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Ταυτόχρονα, η εγκαθίδρυση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, προφανώς δεν έλυσε ως δια μαγείας όλα τα δομικά προβλήματα που έχει η δημοκρατία στη χώρα μας, συνθήκες που φτάνουν μέχρι και τις ημέρες μας, παρότι το ενδεχόμενο μίας επανάληψης στρατιωτικού πραξικοπήματος μοιάζει πια ένα πολύ μακρινό σενάριο.
Δεν τιμωρήθηκαν όσοι και όσο έπρεπε
Οι πρωταίτιοι της Χούντας δεν τιμωρήθηκαν ποτέ στον βαθμό που έπρεπε να τιμωρηθούν λόγω της περίφημης επινόησης του «στιγμιαίου» και όχι «διαρκούς» αδικήματος. Πολύ χοντρικά, αυτό απηχεί τη λογική ότι όσα εγκλήματα έγιναν μετά την 21η Απριλίου 1967 δεν επιβαρύνουν τους πρωταίτιους, διότι το κακό συμπυκνώθηκε στο πραξικόπημα (η θεωρία πως ο,τιδήποτε συνέβη ύστερα από το πραξικόπημα συνιστά συνέπεια εγκληματικής πράξεως και όχι παράτασή της).
Ταυτόχρονα, ελάχιστοι ήταν οι συνεργάτες του Καθεστώτος που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν. Αυτό θεωρήθηκε αναγκαία συνθήκη, με τη λογική ότι η έννοια της συνεργασίας με ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς δεν είναι καθόλου εύκολο να οριοθετηθεί νομικά.
Ένα απλό παράδειγμα που μπορεί να σκεφτεί κανείς είναι αυτό ενός μεσαίου διοικητικού στελέχους που δούλευε σε κάποιο Υπουργείο, κατά την Επταετία. Το γεγονός ότι δούλευε στον κρατικό μηχανισμό επί Χούντας, σημαίνει ότι ο ίδιος υπήρξε χουντικός; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολη.
Αν πάντως ήταν θετική, τότε θα έπρεπε να μπουν στη φυλακή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, πράγμα προφανώς …αδύνατο.
Όσοι ήταν στο Πολυτεχνείου ΔΕΝ κατέστρεψαν την Ελλάδα
Παραδοσιακά, οι απόγονοι ή οι θιασώτες απολυταρχικών καθεστώτων που κατέρρευσαν επιχειρούν με διάφορους τρόπους να πάρουν την ιστορική τους εκδίκηση. Ένας από αυτούς είναι να κατακρίνουν την επόμενη πολιτική συνθήκη ως πλήρως αναποτελεσματική και σίγουρα χειρότερη από την προηγούμενη.
Αυτό ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα. Πρώτα, φωνές ακραίες, μετά περιφερειακές και τελικά κυρίαρχα αφηγήματα προσπάθησαν να πείσουν ότι η πηγή όλων των δεινών έρχονταν από τη Μεταπολίτευση και την περίφημη «Γενιά του Πολυτεχνείου» που στοχοποιήθηκε όσο καμία άλλη, κυρίως κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και του Μνημονίου.
Πολλές φορές ακούγαμε για τα χρήματα που καταξοδεύτηκαν, για τους δήθεν πάμπλουτους γονείς μας, που στην πραγματικότητα απλά απολάμβαναν τα μίνιμουμ δικαιώματα των πολιτών στις λεγόμενες δυτικές κοινωνίες. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε η εικόνα ότι το να διεκδικείς τα δικαιώματά σου και να έχεις μία αξιοπρεπή ζωή, τελικά, οδηγεί στην καταστροφή.
Η «Γενιά του Πολυτεχνείου» πρόταξε τα στήθη της μπροστά σε ένα βίαιο καθεστώς και, όταν αυτό έπεσε, απόλαυσε μία περίοδο με πολλά στραβά αλλά και με κατακτήσεις που, δυστυχώς, οι επόμενες γενιές καταλάβαμε πόσο σημαντικές ήταν, μόνο αφότου τις χάσαμε.
Όποιος αρνείται την ύπαρξη νεκρών του Πολυτεχνείου είναι νοσταλγός του καθεστώτος
Το ζήτημα του υποτιθέμενου «μύθου για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου» απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια τον δημόσιο λόγο, κυρίως κάθε 17η Νοεμβρίου. Στηρίζεται και αναπαράγεται από ακροδεξιά και χουντονοσταλγικά δίκτυα και έχει βαθιές ρίζες στον χρόνο που φτάνουν μέχρι τους άμεσους νοσταλγούς του καθεστώτος.
Η επιστημονική αλλά και η δημοσιογραφική έρευνα, με έμφαση σε αυτή του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη έχει δώσει σαφέστατες απαντήσεις με συγκεκριμένα ονόματα ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Ως απάντηση στα ακράδαντα στοιχεία, οι φανεροί ή κρυφοί νοσταλγοί του καθεστώτος άρχισαν να βάζουν χωροθετικούς περιορισμούς ως προς το αν οι νεκροί βρίσκονταν μέσα ή έξω από το Πολυτεχνείο, θαρρείς και η Εξέγερση ήταν εντοπισμένη τοπικά, σε ένα οικοδομικό τετράγωνο.
Πλέον, η γνώση είναι εδώ, η ιστορική έρευνα είναι σαφής και αμείλικτη, οπότε είμαστε σε θέση να πούμε πως όποιος υποστηρίζει ότι δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο δεν είναι μπερδεμένος ή παραπληροφορημένος αλλά απλά νοσταλγός της Δικτατορίας.