Ο 88χρονος κυρ Γιώργης μιλά για τις αναμνήσεις που ξύπνησαν, από εκείνον τον Ιούλιο του 1956 στη Σαντορίνη, για τα Airbnb και για το κράτος που δεν παρεμβαίνει
Το σπίτι του κυρ Γιώργη στη Σαντορίνη βρίσκεται μέσα στα σπλάχνα του βράχου. Χτισμένο εκεί για δεκαετίες. Με ρίζες που φτάνουν στον χρόνο πέρα από τα δικά του θεμέλια. Συγκοινωνούσες αρτηρίες με εκείνες της εκκλησίας, στην οποία κατέφευγαν οι κάτοικοι του Βόθωνα στη Σαντορίνη για να σωθούν από τους πειρατές το 1700. Λέγεται Παναγία Σέργενα. Είναι ο ναός που έφτιαξαν οι άνθρωποι μέσα στο βουνό σε ύψος 20 μέτρων. Από εκεί μπορούσαν να σεργιανίσουν τον ορίζοντα μέχρι τα βάθη του πελάγους και να προετοιμαστούν εγκαίρως.
Σήμερα η απειλή δεν έρχεται από τους πειρατές, αλλά από τα Airbnb. Ο δρόμος του κυρ Γιώργη έχει πάψει πια να είναι η γειτονιά που γνώριζε. Τα σπίτια των φίλων του που πέθαναν, μετατράπηκαν σε καταλύματα. Οι βράχοι αντί να αποτελούν τον καμβά προκειμένου να δημιουργηθεί μια ανθρώπινη στέγη σε συνετή συμβίωση με τη φύση, αντιμετωπίζονται ως ένα κοινό οικόπεδο. Το ένα υπόσκαφο, διαμέρισμα μέσα στη γη, χτίζεται πάνω στο άλλο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν με κατάρρευση σε μια έκτακτη συνθήκη, όπως τώρα που τρέμει ο τόπος ξανά και ξανά.

photo credits: Κώστας Παπαντωνίου
«Τότε σηκωνόταν η γης…»
Για την ηλικία του ο Κυρ Γιώργης λέει πως τώρα «τελειώνει» τα 88 και μπαίνει στα 89. Άλλα τα ρήματα των ντόπιων. Κουβαλούν τη λαϊκή φιλοσοφία σμιλευμένη σε μια άλλη συνθήκη. Το κάθε έτος δεν «κλείνει», αλλά κοπιάζεις για να τελειώσει σε συνάρτηση με αυτά που θα φέρει ο καιρός. Η γη τους και η καθημερινότητα ακόμη εξαρτώνται από τις μεταβολές του.

photo credits: Κώστας Παπαντωνίου
Στον σαρωτικό σεισμό της 9ης Ιουλίου του 1956 ήταν πια ενήλικος. Οπότε οι μνήμες του από τότε παραμένουν σχεδόν ακέραιες. «Ήταν αδύνατο να σταθείς όρθιος. Για να σταματήσει η ζαλάδα έπρεπε να ξαπλώσεις στο πάτωμα». Οι διαφορές με τη σημερινή σεισμική δραστηριότητα είναι ξεκάθαρες. Αφενός δεν υπάρχουν ζημιές και θύματα. Αφετέρου «τότε σηκωνόταν η γης, ένα πράγμα…Τώρα έρχεται και φεύγει».
Το ξύπνημα του Εγκέλαδου βρήκε αρκετό κόσμο στον ύπνο. Εκείνος όμως είχε προλάβει να σηκωθεί γιατί θα δούλευε στο χωράφι. «Θα πηγαίναμε με τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου να κόψουμε ντομάτες». Δέκα λεπτά αργότερα ο σεισμός ήταν γεγονός. «Εκεί που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, μας χτύπησε την πόρτα». Ο κυρ Γιώργης μιλά για το φαινόμενο σαν να έχει πρόσωπο. Σαν να του απευθύνει ένα κατηγορώ. «Απάνω στον Πύργο πέφτανε τα σπίτια κάτω. Στη Μεσαριά σκότωσε τέσσερα παιδιά. Έπεσε το δωμάτιο και τα σκότωσε και τέσσερα. Εν ψυχρώ».
Χωρίς έναν γιατρό για να διαπιστώσουν τον θάνατο
Στις σκηνές που τους έφεραν, στριμώχνονταν πέντε-έξι οικογένειες. «Αργήσανε όμως να τις φέρουν και κοιμόμασταν έξω». Ήταν τουλάχιστον καλοκαίρι. Και για την υγρασία το βράδυ είχαν τις κουβέρτες από το σπίτι. «Τρυπώναμε πού και πού να πάρουμε ό,τι μπορούμε». Τότε δεν υπήρχαν και πολλά αυτοκίνητα. «Όσοι είχαν αμάξι, μένανε μέσα στο αμάξι. Τα παιδάκια τα κακόμοιρα δεν μιλούσαν καθόλου. Φοβόντουσαν».
Στον Βόθωνα δεν χρησιμοποιούσαν καν φέρετρα για να θάψουν τους ανθρώπους τους. «Τους βάζαμε γυμνούς μέσα στον τάφο. Τα ρούχα απαγορεύονταν». Αυτή η πρακτική ξεκίνησε πριν έρθει ακόμη η καταστροφή γιατί δεν είχαν γιατρό να επιβεβαιώνει τον θάνατο. «Βάζαμε την πέτρα από πάνω, αλλά δεν την κλείναμε. Ώστε άμα κάποιος είναι ζωντανός να μπορεί να τη σηκώσει».

photo credits: Κώστας Παπαντωνίου
Η ζωή άργησε να αποκατασταθεί. Ο σεισμός χάραξε τα σημάδια του. Κόποι ζωής έγιναν ερείπια. Η τσακισμένη κορμοστασιά των σπιτιών που έδιναν σκεπή σε μια καθημερινότητα η οποία διεκόπη αιφνιδιαστικά, συνεχίζει από την άλλη να συνυπάρχει με τη σημερινή πραγματικότητα. Με τις μνήμες από εκείνα τα γεγονότα να γίνονται σε κάθε σχετική περίσταση ξανά επίκαιρες.
«Για την καλντέρα στη Σαντορίνη φταίει το κράτος»
Μετά τον σεισμό ήρθε ο τουρισμός. «Αποκτήσανε αρκετά λεφτά και θέλανε σπίτια πολυτελείας». Ο παλιός τρόπος ζωής ξεχάστηκε. «Σε όλες τις σπηλιές εδώ που τις κάμανε τώρα ξενοδοχεία καθόταν ο κόσμος. Έσκαβε μέσα, έκανε κρεβάτι κι έπεφτε απάνω». «Σπίτι όσο χωρείς και κάμπο όσο θωρείς», έλεγαν οι παλιότεροι. «Τον κάμπο για να καλλιεργούν να ζουν κι ένα σπιτάκι ίσα – ίσα για να χωράνε».
Όχι ότι είναι κακό να επιζητήσεις μια ζωή με λιγότερα βάρη, που δεν την ορίζει η αδικία σε βάρος σου. Δεν δόθηκαν όμως οι ίδιες ευκαιρίες σε όλους, λέει ο κυρ Γιώργης. «Το κράτος φταίει. Κάνει ό,τι θέλει ο καθένας εδώ πέρα. Άλλος κάνει δέκα ξενοδοχεία και ο άλλος δεν μπορεί να χτίσει ένα σπιτάκι του παιδιού του». Η απλότητα έδωσε τη θέση της σε μια ατελείωτη απληστία. «Στην καλντέρα, ο Θεός να βάλει το χέρι του. Το κράτος φταίει. Που τους αφήνει και πάνε να χτίσουν πάνω εκεί».
Ταυτόχρονα, η ομορφιά που χαρακτήριζε το νησί όλο και χάνεται κάτω από το τσιμέντο, σε σημείο που τα χωριά έχουν ενωθεί. «Χτίζουν συνέχεια και καταστρέφουν τον κάμπο. Τη Σαντορίνη την καταστρέψανε. Μόνο κτίρια την έκαναν. Κινδυνεύει να μην απομείνει χωράφι». Ο ίδιος δεν κατανοεί αυτή την αχόρταγη συμπεριφορά. «Μαζί τους θα τα πάρουν; Ακόμη κι η γη που σε θάβουνε δεν είναι δικιά σου… Κι από εκεί σε βγάζουν. Στα τρία χρόνια σε πετούν σε βάζουν μες το κασάκι».
Η συνέχεια των σεισμών κι η καταγραφή ενός ακόμη δυνατότερου τη Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου με 5.3 ρίχτερ, έχει επαναφέρει την ανησυχία στους Σαντορινιούς. Έχοντας ζήσει τα χειρότερα, τον ίδιο δείχνει να τον απασχολεί περισσότερο η παγωνιά. «Τώρα που κάνει τον σεισμό, δεν σηκώνομαι καθόλου. Λέω τι να σηκωθώ να κάνω; Να βγω έξω; Κάνει και πολύ κρύο, είναι χειρότερα». Χώρια που εμπιστεύεται και την κατασκευή που τους κράτησε ασφαλείς πριν 70 χρόνια. «Τα υπόσκαφα σπίτια για να πέσουν, πρέπει ο σεισμός να σηκώσει τη γη πάνω και να τη ρίξει».

photo credits: Κώστας Παπαντωνίου
Παρόλα αυτά, ο πρωτόγνωρος χαρακτήρας του φαινομένου με συνεχόμενες δονήσεις μεγάλου μεγέθους διατηρεί την αγωνία που εκδηλώθηκε μετά τα πρώτα ταρακουνήματα. Οι άνθρωποι που σχημάτισαν τις ουρές στο λιμάνι, δεν έχουν επιστρέψει. Τα σχέδια για τον τουρισμό παραμένουν μετέωρα.
Η απάντηση σε μια ολοκληρωτική καταστροφή για τον κυρ Γιώργη βρίσκεται στο παρελθόν. Σε εκείνο που δεν πήρε μαζί της η συμφορά γιατί δεν το επέτρεψε η πίστη των ανθρώπων στις δυνάμεις που ακόμη είχαν. Αλλά και γιατί δεν το άφησε να συμβεί η ανώτερη δύναμη την οποία τιμούν ανάβοντας κάθε μέρα ένα καντήλι κάτω από τα εικονίσματά της. «Όλος ο κόσμος φοβάται. Τη δύναμη του Θεού όλοι τη φοβόμαστε. Αλλά ο Θεός δεν μας αφήνει να χαθούμε. Αφού δεν χαθήκαμε το ’56, δεν πρόκειται να χαθούμε».