Κάθε φορά που καταναλώνουμε μια τροφή, αυτή μεταφράζεται στο σώμα μας σε γλυκόζη.
Η γλυκόζη που είναι πηγή ενέργειας για τον άνθρωπο, χρειάζεται να εισέλθει μέσα στα κύτταρα και, γι’ αυτό, είναι υπεύθυνη μια ορμόνη που ονομάζεται ινσουλίνη. Αυτό που κάνει, στην πραγματικότητα, η ινσουλίνη είναι να προσδένεται πάνω στα κύτταρα, δίνοντάς τους το σήμα να απορροφήσουν την γλυκόζη από την τροφή. Τι συμβαίνει, όμως, όταν υπάρχει «αντίσταση στην ινσουλίνη»;
Η αντίσταση στην ινσουλίνη προκύπτει από μία προσπάθεια των κυττάρων μας να προστατευτούν από την πολύ αυξημένη διάθεση γλυκόζης που προέρχεται από την τροφή, με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνονται στα σήματα που τους δίνει η συγκεκριμένη ορμόνη. Πιο απλά, καταναλώνοντας συστηματικά περισσότερη γλυκόζη απ’ όση χρειαζόμαστε, ο οργανισμός προσπαθεί να αμυνθεί και να μην την απορροφήσει όλη με αποτέλεσμα ενώ παράγεται ινσουλίνη και δίνει σήμα να απορροφηθεί η γλυκόζη, τελικά τα κύτταρα να μην ανταποκρίνονται στο σήμα αυτό. Για την ακρίβεια, η αντίσταση στην ινσουλίνη προσπαθεί να μας προστατέψει από την υπερβολική απορρόφηση γλυκόζης.
Όσο, λοιπόν, η ινσουλίνη αποτυγχάνει να επιτελέσει τον ρόλο για τον οποίο την παρήγαγε το συκώτι, τόσο περισσότερα σήματα δίνονται για να παραχθεί κι άλλη ποσότητα ινσουλίνης. Ως εκ τούτου, οδηγούμαστε σε υπερινσουλιναιμία και αντίσταση στην ινσουλίνη. Η δυσκολία που προκύπτει εδώ είναι ότι η ινσουλίνη δεν παράγεται μόνο για να ρυθμίσει την απορρόφηση γλυκόζης. Είναι επίσης υπέυθυνη για τις καύσεις του λίπους, την παραγωγή ενέργειας, τις φλεγμονές στο σώμα και την συνολική του λειτουργία.
Πώς γίνεται αντιληπτική η αντίσταση στην ινσουλίνη;
Αρχικά, ο τρόπος ζωής μας μπορεί να μας υποψιάσει. Η καθιστική ζωή, η παχυσαρκία, η έλλειψη ύπνου και το αυξημένο στρες είναι παράγοντες που συνδέονται άμεσα. Συγκεκριμένα, όταν υπάρχει αντίσταση στην ινσουλίνη, παρουσιάζονται οριακά αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και αυξημένη εναπόθεση λίπους στην κοιλιακή χώρα, καθώς η αντίσταση στην ινσουλίνη εμποδίζει την καύση λίπους και οδηγεί στην αυξημένη εναπόθεσή του. Ακόμη και άτομα με φυσιολογικό ή και χαμηλό σωματικό βάρος μπορούν να έχουν αυξημένο ποσοστό σπλαχνικού λίπους (λίπος γύρω από τα όργανα).
Επιπλέον, η αντίσταση στην ινσουλίνη συμβάλλει στην ανάπτυξη της υπέρτασης, ενώ αυτή η μειωμένη ανταπόκριση του σώματος στην ινσουλίνη, απορρυθμίζει τον τρόπο που το σώμα διαχειρίζεται την ενέργεια με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε πολύ έντονη κόπωση, η οποία δεν περνά ακόμα κι αν ξεκουραστούμε επαρκώς. Τέλος, επηρεάζεται η ποιότητα ύπνου καθώς η αντίσταση στην ινσουλίνη σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο υπνικής άπνοιας, μια κατάσταση κατά την οποία η αναπνοή ενός ατόμου διακόπτεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, οδηγώντας σε υπέρταση, αρρυθμίες και άλλα προβλήματα υγείας.
Ένα ακόμη σύμπτωμα, είναι η εμφάνιση υπέρχρωσης σε διάφορες περιοχές του δέρματος. Εάν η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι προχωρημένη, μπορεί να εμφανιστούν ορατές αλλαγές στο δέρμα. Αυτά περιλαμβάνουν σκουρόχρωμες επιδερμίδες στο πίσω μέρος του λαιμού ή στους αγκώνες, τα γόνατα, τις αρθρώσεις ή τις μασχάλες. Αυτός ο αποχρωματισμός ονομάζεται acanthosis nigricans.
Τι μπορούμε να κάνουμε αν ανακαλύψουμε ότι έχουμε αντίσταση στην ινσουλίνη;
Εάν δεν γίνουν διαχειρίσιμες οι μεταβολικές διαταραχές που αποτελούν τα αίτια για την αντίσταση στην ινσουλίνη, η θεραπεία της είναι ιδιαίτερα δύσκολη και οδηγεί σε σταθερή επιδείνωση της κατάστασης υγείας. Το ενθαρρυντικό είναι ότι πρόκειται για μια μεταβολική διαταραχή που είναι αναστρέψιμη, αν και χρειάζεται εξατομίκευση και παρακολούθηση. Μελέτες (1,2) υποδεικνύουν ότι ακόμα και μία πολύ μικρή απώλεια βάρους της τάξης του 10% του αρχικού βάρους (αν για να παράδειγμα ζυγίζει κανείς 100 κιλά, να ρυθμίσει το βάρος του στα 90 κιλά), σε συνδυασμό με φυσική δραστηριότητα, μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία στην ινσουλίνη σε εντυπωσιακό βαθμό (έως και 80%)!
Οι πιο σημαντικές ιατρικές παρεμβάσεις αφορούν στην αλλαγή του τρόπου ζωής ολιστικά. Πρακτικά, αυτό σημαίνει να φροντιστούν όλα τα κομμάτια που προκαλούν ή εντείνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη, όπως η βελτίωση της διατροφής, η ρύθμιση του βάρους, η αποκατάσταση των ελλείψεων των θρεπτικών συστατικών του οργανισμού, η διαχείριση του στρες και η βελτίωση της ποιότητας του ύπνου.