gkritsis

Τον Αντώνη Γκρίτση τον είδα πρώτη φορά ως ηθοποιό στην παράσταση περφόρμανς «Ωδές στον πρίγκιπα» της ομάδας “Nova Melancholia” η οποία εκτυλισσόταν σε ένα υπόγειο ονόματι Μπαγκλαντές στην οδό Χαλκοκονδύλη, λίγα μέτρα από την πλατεία Ομονοίας, και που με αφετηρία το ποιητικό σύμπαν του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου ξεχυνόταν στους σκοτεινούς, βρώμικους και απολύτως αληθινούς δρόμους του κέντρου της πόλης. Θυμάμαι να σκέφτομαι «Ποιος είναι αυτός; Γιατί δεν τον έχω ξαναδεί;».

Από τότε τον είδα και τον απόλαυσα αρκετές φορές, μία από αυτές ήταν στον μονόλογο του Γιώργου Ιωάννου «Ο γείτονας μου ο Λαπαθιώτης» σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, ερμηνεία για την οποία τιμήθηκε με το βραβείο ερμηνείας σε ανδρικό ρόλο στα Queer Theatre Awards 2017. Θα ήθελα όμως να τον έχω δει περισσότερες, θα ήθελα να αντικρίζω πιο συχνά τον άνθρωπο-ποίημα (όπως τον ονομάζω) σε μια σκηνή.

Τον άνθρωπο που σε ένα σεμινάριο performance της Βίκυς Κυριακουλάκου, στο οποίο συμμετείχαμε και οι δύο, τυλιγμένος σε ένα κόκκινο σεντόνι αυτοσχεδίασε μπροστά μας και μας έκανε να νιώσουμε ότι η ποίηση είναι ένα απτό όνειρο που χωρίς αυτό η ζωή είναι εντελώς στεγνή.

Αυτή είναι η ζωή του, μέχρι τώρα, όπως μου την αφηγήθηκε:

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

«Από μικρός, όταν άρχισα να βλέπω θέατρο, περισσότερο απ’ όλα με εντυπωσίαζαν οι ηθοποιοί. Κοιτούσα τα χέρια των ηθοποιών σε μια παράσταση κι έλεγα κοίτα πόσο λαμπεροί είναι, μου φαίνονταν σχεδόν άυλοι. Το θέατρο ήταν μαγεία για μένα τότε. Και έκλαιγα με το παραμικρό, είτε έβλεπα δράμα, είτε κωμωδία.

Ο πατέρας μου, ενώ δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη θρησκεία, κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει με φίλους του στο Άγιο Όρος. Πήγε περισσότερο από περιέργεια για το μέρος, γύρισε όμως μεταμορφωμένος, άρχισε να προσεύχεται καθημερινά και να πηγαίνουμε συστηματικά στην εκκλησία. Έτσι, ενώ πηγαίναμε σχολείο στο δημόσιο της γειτονιάς, θεώρησε ότι θα μας έκανε καλό να μπούμε σε ένα πιο αυστηρό πλαίσιο. Τότε λοιπόν γίναμε μαθητές της «Ελληνικής Παιδείας», ενός σχολείου που πρέσβευε σθεναρά το τρίπτυχο Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια. Για να μη τα ισοπεδώσω και όλα, το συγκεκριμένο σχολείο έδινε κάποιες βάσεις σε όσους μαθητές αγαπούσαν το διάβασμα, αλλά έκανε τα μαζεμένα παιδιά ακόμη πιο μαζεμένα, ενώ τα παιδιά που ήταν στα κάγκελα, τα εξωθούσε στα άκρα. Τότε δεν το είχα πάρει τόσο βαριά, όμως τώρα -και μετά από 14 χρόνια ψυχοθεραπείας- δεν θα το σύστηνα.

Παρότι οι γονείς μου ήταν συντηρητικοί άνθρωποι, δεν ήταν μονολιθικοί. Για παράδειγμα, σέβονταν ανθρώπους της Αριστεράς, όπως ο Φλωράκης και ο Κύρκος. Ακούγαμε και Θεοδωράκη και Χατζιδάκι και Γλυκερία και Λίτσα Διαμάντη.  Όπως επίσης ακούγαμε τις Κυριακές στο ραδιόφωνο το Τέρας της Κυριακής του Γιώργου Μαρίνου, τον οποίο εκτιμούσαμε οικογενειακώς και θυμάμαι να σχολιάζουν θετικά την παρρησία του να δηλώσει ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του. Με συγκινούσε πολύ ο Γιώργος Μαρίνος, προφανώς κάτι δικό μου είδα σε αυτόν.

Ξέρεις, όταν ανακαλώ πάλι εκείνα τα χρόνια, νομίζω ότι ήμασταν μια αρκετά τρελή, αλλά τελικά πολύ τυπική ελληνική οικογένεια. Σε άσχετες στιγμές, εκεί που ήμασταν μαζεμένοι, ο πατέρας μου μπορεί να κατέβαζε τα αποκριάτικα από το πατάρι και να επέστρεφε μασκαρεμένος. Ή τα καλοκαίρια να μας τη βαράει και να παίζουμε στα καλά καθούμενα στην αυλή όλοι μαζί νεροπόλεμο.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Από πολύ νωρίς ένιωσα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Ήμουν παιδάκι που του άρεσε να λέει τα ποιήματα στις γιορτές και νομίζω ότι πάντα ήθελα να ξεχωρίζω, να ανεβαίνω στη σκηνή σε όλες τις μαθητικές εκδηλώσεις, να ξεφεύγω, να υπάρχω, ίσως και να δραπετεύω ή και να επιβάλλομαι – γιατί στο σχολείο έτρωγα και πολύ δούλεμα – μέσα από μια άλλη πραγματικότητα.

Θυμάμαι κάποια στιγμή ήμασταν μόνοι εγώ κι ο πατέρας μου στο αυτοκίνητο, κάπου πηγαίναμε και με ρώτησε τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Όταν του είπα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός, μου είπε ότι αυτό αποκλείεται και πρέπει να διαλέξω κάτι άλλο. Τότε του είπα: «Ωραία, θα γίνω παπάς». Με κοίταξε και είπε «Καλά, εντάξει, θα το συζητήσουμε, αργότερα». Εγώ ζούσα την εκκλησία σαν παπαδάκι και την αντιμετώπιζα πολύ θεατρικά, ένιωθα ότι η λειτουργία κάθε Κυριακή είναι κάπως σαν μια παράσταση.

Θεωρώ πως έτσι κι αλλιώς τα τελετουργικά έχουν κάποιο νόημα και σε κάποιο βαθμό βοηθούν στην ενηλικίωσή μας, στη συνειδητοποίηση του χρόνου, του πένθους, του κύκλου της ζωής. Αυτό το κατάλαβα πολύ νωρίς, γιατί όταν ήμουν στη Β’ Γυμνασίου ο πατέρας μου σκοτώθηκε, τον χτύπησε αυτοκίνητο. Επειδή συνέβη τόσο ξαφνικά και ήμασταν ο αδερφός μου και εγώ, μικροί, προσπάθησαν να μας προστατεύσουν και έτσι δεν είδαμε τον πατέρα μας νεκρό, η κηδεία έγινε με κλειστό φέρετρο, δεν ζήσαμε μια τυπική κηδεία. Δεν τον αποχαιρετήσαμε. Θεωρούσα ότι κάτι άλλο έχει γίνει και μου το κρύβουν, ότι έχουν σκηνοθετήσει έναν θάνατο. Πήγαινα στη μάνα μου και της έλεγα ότι έφυγε για να πάει να γίνει καλόγερος. Τα επόμενα πέντε χρόνια ακολούθησε μια σωρεία απωλειών στην οικογένεια, πήγαινα συνέχεια σε αυτές τις κηδείες πενθώντας τον πατέρα μου. Η εφηβεία μου συνδέθηκε με ένα συναίσθημα τόσο καταπιεσμένο και εκφράστηκε με μια εμμονή με τον θάνατο, που έφτανε μέχρι και σε μακάβριες σκέψεις.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Εκείνη την εποχή παράλληλα με το σχολείο, στο κατηχητικό της ενορίας είχαμε έναν φωτισμένο αρχιμανδρίτη, τον πατέρα Μάρκελλο, που αντί να μας διδάσκει το Ευαγγέλιο της Κυριακής, μας διάβαζε «Τα γράμματα σε έναν νέο ποιητή» του Ρίλκε και αποσπάσματα από τους Αδελφούς Καραμαζόφ του Ντοστογιέφσκι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι μας είχε φέρει την Αρλέτα και τραγούδησε με την κιθάρα της το «Μπαρ το Ναυάγιο», μπροστά από το ιερό. Θέλω να πω, όλα αυτά τα πράγματα μού αποκάλυπταν και μια άλλη πραγματικότητα, ήταν πρωτοπορία πριν την πρωτοπορία και performance πριν την performance.

Εκείνη την περίοδο άρχισα να παίρνω το λεωφορείο από το Μενίδι και να κατεβαίνω στο κέντρο. Να περπατάω και να μαθαίνω την Αθήνα από τους εκδοτικούς οίκους, τα θέατρα, διάβαζα ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου, και πιο δύσκολα και πιο της ηλικίας μου. Το διάβασμα ήταν άλλος ένας τρόπος διαφυγής. Στον στρατό ξανά ένιωσα πολύ έντονα ότι θέλω να ξεφύγω μακριά από αυτό το πλαίσιο. Και πάντα η διέξοδος ήταν η λογοτεχνία, η τέχνη, η διασκέδαση, που ικανοποιούσαν την ανάγκη και την επιθυμία να βγαίνω λίγο πάνω από μια αφόρητη πραγματικότητα.

Και η αγάπη μου για την Αλίκη Βουγιουκλάκη τότε χρονολογείται. Ένα χρόνο πριν πεθάνει ο πατέρας μου, είχε πεθάνει η Καρέζη, στα γενέθλιά μου. Με είχε σοκάρει αυτό. Εκείνο τον χειμώνα είχε προβάλει η τηλεόραση την παράσταση της Αλίκης «Η κυρία δεν με μέλλει» και συνειδητοποίησα ότι μπορώ να δω την Αλίκη στο θέατρο, πραγματικά. Από παιδί είχα τρέλα με την Αλίκη. Το είπα στον πατέρα μου και εκείνος μου είπε «Θα σου βγάλω εισιτήριο να πας στο θέατρο, αλλά να διαλέξεις κανένα σοβαρό έργο, όχι τη Βουγιουκλάκη». Πράγματι, εκείνη τη χρονιά, Σάββατο του Λαζάρου και Κυριακή των Βαΐων είδα «Το ημερολόγιο της Άννας Φράνγκ» και τον «Γλάρο» του Τσέχωφ με την Κάτια Δανδουλάκη. Λίγες μέρες μετά, Πέμπτη του Πάσχα, ο πατέρας μου σκοτώθηκε. Την επόμενη χρονιά, Σάββατο του Λαζάρου ήταν πάλι, έβγαλα εισιτήριο και είδα πρώτη φορά την Αλίκη στο θέατρο, στο «Ωραία μου κυρία». Ναι, ίσως όντως η αγάπη μου για την Αλίκη να συνδέεται με αυτήν τη μεταβατική περίοδο, αλλά και με μια είδους απελευθέρωση. Πήγα στην παράσταση για να ξεμπερδέψω από ένα απωθημένο, μα παραδόθηκα αμαχητί. Παραδόθηκα στην ενέργειά της, στο πώς κατόρθωνε να είναι ταυτοχρόνως μέσα και έξω σε αυτό που έκανε. Έβλεπα την ίδια στιγμή την ηθοποιό μέσα στον ρόλο και το είδωλο που με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Με συγκλόνισε η ευφυΐα της που της επέτρεπε να παίζει και παράλληλα να έχει ανοιχτούς τους αισθητήρες της προς τον κόσμο. Αυτό που κατά τη γνώμη των περισσότερων τη στιγμάτισε, εμένα με παρηγόρησε και με συγκλόνισε.

Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα τη Φιλοσοφική στο Ρέθυμνο, αποφάσισα και έδωσα στο Εθνικό, πέρασα στην πρώτη και κόπηκα στη δεύτερη φάση. Ήθελα πολύ να περάσω στη σχολή του Εθνικού, αλλά μπήκα τελικά στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, που δεν ήθελα καθόλου. Βρέθηκα στη σχολή σε μια εντελώς μεταβατική περίοδο, ήμασταν το τελευταίο έτος που πήραν ο Κουγιουμτζής και ο Λαζάνης, ο Κουγιουμτζής αρρώστησε και πέθανε στο πρώτο έτος, ήρθε ο Χρονόπουλος και μέσα στην αναμπουμπούλα της διαδοχής πήγαμε «υπέρ πίστεως και πατρίδος». Φανταζόμουν εντελώς διαφορετικά τη δραματική σχολή. Πολύ σύντομα και απότομα προσγειώθηκα και συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι ούτε θα γίνω, όπως πίστευα, ο μεγαλύτερος ηθοποιός του κόσμου. Ήταν κάπως άχαρα αυτά τα τρία χρόνια και βγήκα με μεγάλη αβεβαιότητα και αίσθημα ανεπάρκειας στο επάγγελμα. Πέρα από τις όποιες προσωπικές μου ονειροφαντασίες, μου έλειψε πολύ και η μέθοδος και η οργάνωση. Για να μην γίνομαι άδικος όλο και κάτι θα πήρα κι εξάλλου, δεν ξέρω αν αλλού, ακόμα και στο Εθνικό, θα ήταν καλύτερα. Λίγα χρόνια μετά τη σχολή γνώρισα τη Μάγια Λυμπεροπούλου και κατάλαβα πέντε πράγματα.

Το θέατρο στην Ελλάδα μαθαίνεται στην πράξη, αν είσαι τυχερός και σου δοθεί η ευκαιρία να δουλέψεις. Το να είσαι τυχερός είναι πολύ σημαντικό σε αυτή τη δουλειά. Όπως και το να έχεις την πολυτέλεια να επιμένεις, ακόμα και αν δεν είσαι τόσο τυχερός. Η επαγγελματική όμως προοπτική και η ανασφάλεια πάντα λιγάκι μας απογοητεύει. Προσωπικά, από τα χρόνια της σχολής, αλλά και έπειτα από είκοσι χρόνια στη δουλειά, νιώθω ακόμα λιγάκι ανένταχτος και ακατάτακτος. Αυτό συμβαίνει και από μια δική μου κοινωνική αδεξιότητα αλλά ίσως και εξαιτίας μιας προσωπικής επιλογής και ανάγκης να πατάω πάντα με το ένα πόδι εκτός του καλλιτεχνικού στερεώματος, για να κρατάω μια εσωτερική ισορροπία.

Έχουν αλλάξει πάρα πολύ κι οι ίδιες οι συνθήκες και κάπως το θέατρο που αγάπησα και φαντάστηκα ότι θα κάνω μπορεί και να μην υπάρχει πια. Οι ρυθμοί στο ελληνικό θέατρο είναι τέτοιοι που δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ ακόμα και ως θεατής να τους παρακολουθήσω. Αγοράζουμε εισιτήρια για παραστάσεις, λες και αγοράζουμε κονσέρβες. Και δεν είμαι από τους ηθοποιούς που δεν βλέπουν θέατρο. Ίσως μάλιστα να μ’ αρέσει περισσότερο να βλέπω απ’ το να παίζω. Δεν θα μπορούσα να παίζω τρεις μεγάλους ρόλους μέσα σε μια σεζόν, γιατί δεν ξέρω αν θα είχα τις αντοχές να τους υποστηρίξω, ούτε τη δυνατότητα να προσφέρω κάτι διαφορετικό σε κάθε μία από τις ερμηνείες. Από την άλλη, δεν είμαι κι από τους ηθοποιούς που τους προτείνουν συνεχώς να παίζουν ή που θα λείψουν και σε κανένα αν δεν παίξουν.  Αν βάλουμε στο παιχνίδι και την τηλεόραση, εκεί πια μιλάμε για ένα πεδίο που ακόμα κι όταν ελάχιστα το έζησα, ποτέ δεν κατάλαβα πώς ακριβώς λειτουργεί.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Δεν καταλαβαίνω καθόλου τους ανθρώπους στην τηλεόραση, έχω την εντύπωση ότι το τελευταίο πράγμα που τους ενδιαφέρει είναι πώς θα τα πει ο ηθοποιός, δεν το έχω κυνηγήσει και ιδιαίτερα, κάπως με αγριεύει, από την άλλη πραγματικά ακόμα και σήμερα που γίνονται τόσες σειρές απορώ γιατί δεν έχω μάθει ούτε έχω περάσει από μισό casting. Και το πιο τρομακτικό είναι ότι πλέον το να κάνεις τηλεόραση είναι προϋπόθεση για να υπάρχεις στο θέατρο. Από την άλλη, υπάρχουν πάντα περιπτώσεις πολλών μοναδικών και πραγματικά σπουδαίων και σπάνιων ηθοποιών που δεν έγιναν ποτέ διάσημοι. Κάποιοι δυστυχώς ποτέ δεν θα τους μάθουμε. Και είναι οι περισσότεροι. Εγώ τους αναζητώ, τους θαυμάζω και αυτό με παρηγορεί. Πολλές φορές πετύχαινα στο ίδιο λεωφορείο τη Σοφία Μιχοπούλου. Μου φαινόταν απίστευτο ότι καθόταν δίπλα μας στο λεωφορείο η Σοφία Μιχοπούλου και ο κόσμος μπορεί να μην ήξερε καν ποια είναι.

H performance ήταν ένα κομμάτι που δεν καταλάβαινα. Συμμετείχα κάποια στιγμή σε μια παράσταση performance που με θύμωσε και με οδήγησε σε τρελό αδιέξοδο και αγανάκτηση. Ως ηθοποιός θα έλεγα ότι είμαι και λίγο του «παλιού» θεάτρου και αυτή η απλότητα της performance μού είναι δύσκολη. Όταν ανακοινώθηκαν τα πρώτα σεμινάρια στο BIOS είπα να πιάσω το θέμα από την αρχή, να το γνωρίσω λίγο καλύτερα, χωρίς να υπάρχει η δέσμευση μιας παράστασης. Εκεί παρακολούθησα τα σεμινάρια του Βασίλη Νούλα σχετικά με την performance, αλλά και της Αγγελικής Παπαθεμελή, της οποίας το σεμινάριο είχε να κάνει με ένα πιο αφηγηματικό δρόμο θεάτρου. Τελικά, αυτή ήταν μια πολύ καλή και ολοκληρωμένη εμπειρία συνδυαστικά, ο Βασίλης με απενοχοποίησε σε σχέση με την performance και η Αγγελική μού έδωσε κάποια πολύ χρήσιμα υποκριτικά εργαλεία. Και οι δυο με βοήθησαν πολύ σε μια περίοδο που αισθανόμουν ότι είχα κάπως τελματώσει.

Θεωρώ ότι η παράσταση «Ωδές στον πρίγκιπα» των Nova Melancholia, που βασιζόταν στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, ήταν ό,τι καλύτερο έχω κάνει στην πορεία μου. Ήταν τότε τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης και το ελληνικό θέατρο βρισκόταν σε ένα αδιέξοδο, όπως και η κοινωνία. Ο υπόγειος χώρος του Μπαγκλαντές, στην Ομόνοια, παραμένει στη μνήμη μου ως ένα ασφαλές λίκνο, ένα προσωπικό καταφύγιο από την αγριότητα εκείνης της εποχής. Είναι μια παράσταση που νοσταλγώ και ο δικός μου ρόλος εκεί είναι, νομίζω, ό,τι πιο ολοκληρωμένο έχω κάνει υποκριτικά. Σε αυτή την παράσταση ένιωσα, για πρώτη φορά, ότι κάτι αντιπροσωπεύω, ότι κάπου ανήκω.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Λίγο αργότερα ο Γιάννης Σκουρλέτης, που είχε δει τις «Ωδές», με κάλεσε και μου πρότεινε να κάνουμε τον μονόλογο που βασιζόταν σε κείμενα του Γιώργου Ιωάννου και του Λαπαθιώτη. Ξεκινήσαμε για τρεις παραστάσεις. Πήγαν πολύ καλά παρά τη ζέστη και το λιοπύρι του καλοκαιριού στην οδό Αθηνάς, επιστρέψαμε τον Οκτώβριο, παίξαμε όλο τον χειμώνα, πήρα και το βραβείο ερμηνείας στα Queer Awards, συνεχίσαμε και την επόμενη χρονιά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, πήγαμε περιοδεία εκτός Αθηνών ανά την επικράτεια, κι έτσι έγινε κι αυτή μια πολύ ξεχωριστή και αγαπημένη μου παράσταση. Χαίρομαι πάρα πολύ που μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω στο θέατρο αυτούς τους ποιητές, όπως και τον Εγγονόπουλο στο Μπολιβάρ. Θα ήθελα να μου παρουσιαστούν οι ευκαιρίες να ασχοληθώ και με άλλους ποιητές.

Μ’ αρέσει πολύ αυτή η σχέση με την ποίηση, γράφω κι εγώ λίγο, δεν ξέρω και τι είναι ακριβώς αυτά που γράφω, παλιότερα έγραφα περισσότερο. Τελευταία το ‘ριξα και στη μετάφραση και μεταφράζω άλλους ποιητές. Πρόσφατα ολοκλήρωσα το μεταπτυχιακό μου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών μεταφράζοντας τις Τραχίνιες του Σοφοκλή. Θα ήθελα πολύ να δω μια παράσταση αρχαίου δράματος σε δική μου μετάφραση.

Φέτος είμαι ο Φεραπόντ στην παράσταση «Τρεις Αδερφές» του Τσέχωφ που σκηνοθετεί στο Εθνικό η Μαρία Μαγκανάρη. Χαίρομαι τόσο που η Μαρία με διάλεξε και μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστούμε και να παίζω δίπλα σε υπέροχους συναδέλφους που τόσο θαυμάζω. Οι Τρεις Αδελφές για μένα είναι μια πολύ ευτυχής συγκυρία. Από την πρώτη μέρα και μέχρι σήμερα έχει κυλήσει υπέροχα όλο αυτό το διάστημα. Συνήθως στις πρόβες δεν περνάω καλά, αλλά αυτή τη φορά έζησα μια ακόμα εξαίρεση, όπως τότε στο Μπαγκλαντες με τους Nova Melancholia. Και πιστεύω ότι όλο ξεκινάει πρωτίστως από τη Μαρία. Η Μαρία ως σκηνοθέτρια στηρίζεται στον ηθοποιό, στην παράστασή μας νομίζω θα δεις ηθοποιούς να παίζουν, όχι να εκτελούν το όραμα ενός σκηνοθέτη. Εμπιστεύεται τον ηθοποιό, όχι για να της βγάλει το φίδι από την τρύπα, αλλά ξέροντας τι θέλει, καθοδηγώντας τον με τον πιο όμορφο και μαλακό τρόπο και δημιουργώντας πολύ ωραία ατμόσφαιρα στην πρόβα. Από την πρώτη μέρα είχε κάτι πολύ ανθρώπινο και ζεστό, μας εμπιστεύτηκε, μας εξηγούσε τι ήθελε και γιατί, χωρίς καμία πόζα, ισότιμα, με έγνοια και προστασία. Αυτό είναι σπάνιο να το βρεις σε έναν σκηνοθέτη. Νομίζω δεν έχω δει άλλη φορά να λάμπουν μάτια σκηνοθέτη τόσο κοιτάζοντας τους ηθοποιούς, ακόμη κι αν δεν κάνουν ακριβώς αυτό που είχε ζητήσει. Κι αυτό δεν νομίζω ότι συμβαίνει μόνο γιατί είναι και η ίδια ηθοποιός, αλλά μάλλον από μια βαθιά γενναιοδωρία.  

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Ο Φεραπόντ είναι ένας εξαιρετικά συγκινητικός χαρακτήρας. Είναι ένας κουφός γεράκος που αισθάνεσαι ότι δεν συνδέεται ακριβώς με όλο το γύρω του σύστημα αλλά τελικά είναι αναπόσπαστο κομμάτι του. Εκεί φαίνεται εντελώς το μεγαλείο του Τσέχωφ, στον τρόπο που διαγράφει ακόμα και τον πιο αφανή ήρωα, ώστε να πιαστείς και να τον κάνεις κάτι μέσα σε μια παράσταση συνόλου. Και διαπιστώνεις επίσης πόσο μοντέρνος συγγραφέας είναι. Πώς αφομοιώνει μέσα στο έργο του όλο το γνωστό θέατρο μέχρι τότε από τον Σαίξπηρ, τον Γκολντόνι και τους τύπους της Κομμέντια Ντελ’ Άρτε, αλλά και πώς προοιωνίζει όλο το θέατρο που έρχεται πολλά χρόνια ύστερα από αυτόν. Ας πούμε, για μένα ο Φεραπόντ είναι ένας προάγγελος από τον κόσμο του Μπέκετ και το Θέατρο του Παραλόγου. Με γοητεύει που είναι ένας υπέργηρος άνθρωπος, που έχει σπάσει το φράγμα και του χρόνου και του τόπου. Αυτή η αναζήτηση σε σχέση με το γήρας είναι ένα θέμα που με απασχολεί πολύ προσωπικά και υπαρξιακά. Κι ο Φεραπόντ είναι ένας άδολος άνθρωπος.

Δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να είναι ο Φεραπόντ σήμερα, ίσως κάποιος αλαφροΐσκιωτος ή ένας άστεγος. Δεν ζητάει απολύτως τίποτα, δεν διεκδικεί καμία ανταπόδοση. Αυτό με συναρπάζει. Μου θυμίζει κάπως ένα σπουργίτι, αν του δώσεις να φάει, θα φάει, αν δεν του δώσεις, δεν θα σου ζητήσει τίποτα, αλλά θα βρει έναν τρόπο να υπάρχει, για όσο μπορεί να υπάρχει. Είναι ένας περιφερειακός, δορυφορικός ρόλος που θα τον παρατηρήσουν όσοι θέλουν, οι περισσότεροι ίσως τον αγνοήσουν, αλλά, όπως και να έχει, αυτός θα συνεχίσει να υπάρχει. Αυτό κάπως με καλύπτει κι εμένα. Κατά κάποιο τρόπο αισθάνομαι ότι είμαι κάπως, υπάρχω και θα συνεχίσω να υπάρχω, σαν τον Φεραπόντ στο ελληνικό θέατρο. Και μακάρι να φτάσω στα χρόνια του.

Info: Τρεις Αδερφές, του Άντονι Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη. Κτίριο Τσίλλερ – Πλάγια Σκηνή, Εθνικό Θέατρο (Αγ. Κωνσταντίνου 22).

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
8
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα