Νίκη για τη δημοκρατία, τη δημοσιογραφία και τη δικαιοσύνη.
Η υπόθεση του λογισμικού παρακολούθησης Predator και η απορριφθείσα αγωγή του πρώην Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη, κατά δημοσιογράφων από την Εφημερίδα των Συντακτών και τους Reporters United, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα στραγγαλισμού της ελευθερίας του Τύπου, παρεμπόδισης της δημοσιογραφικής έρευνας και υπονόμευσης της δημοκρατίας. Η απορριπτική απόφαση, που εκδόθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, συνιστά δικαίωση για την ανεμπόδιστη λειτουργία των εγχώριων θεσμών, τα δικαιώματα των δημοσιογράφων, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία.
Το ιστορικό
Ο Γρηγόρης Δημητριάδης, πρώην Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, κατέθεσε αγωγή εναντίον της Εφημερίδας των Συντακτών, των Reporters United και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, καταγγέλλοντας ότι τα δημοσιεύματά τους τον συκοφαντούσαν και έπλητταν την προσωπική και πολιτική του υπόληψη. Αυτή η έκβαση οφείλεται σε έρευνα από πλευράς των δημοσιογράφων, βάσει της οποίας ο Γρ. Δημητριάδης εμπλεκόταν σε σκάνδαλο υποκλοπών, μέσω του κακόβουλου λογισμικού παρακολούθησης Predator, το οποίο, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών.
Επιπρόσθετα, τέθηκαν επί τάπητος ερωτήματα για τις πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, καθώς το λογισμικό χρησιμοποιήθηκε για την παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, ο οποίος ερευνούσε οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα.
Η λυτρωτική δικαστική απόφαση
Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίνεται ιδιάζουσας σημασίας, καθώς λειτουργεί ως συνήγορος στην ελευθερία του Τύπου αφενός και στο δικαίωμα των δημοσιογράφων να ασκούν κριτική σε δημόσια πρόσωπα, όταν υπάρχουν στοιχεία δημοσίου ενδιαφέροντος αφετέρου. Όπως γνωστοποιήθηκε, το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, καταλήγοντας ότι η δημοσιογραφική κατάδειξη του ζητήματος είχε ως κύριο σκοπό την ενημέρωση των πολιτών για ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, επιτελώντας, δηλαδή, με απόλυτη επιτυχία το έργο της δημοσιογραφίας. Επομένως, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, οι δημοσιογράφοι ενήργησαν εντός του πλαισίου της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ενώ τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ήταν αληθή, βασισμένα σε έρευνα –και όχι σε εικασίες ή κακόβουλες προθέσεις.
Συν τοις άλλοις, υπογραμμίστηκε ότι οι δημοσιογράφοι δεν παρουσίασαν καμία ψευδή πληροφορία, ενώ οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στα άρθρα ήταν ήπιες και σεβαστές προς τον ενάγοντα. Ακόμη, λήφθηκε υπόψη το γεγονός πως ο Γρ. Δημητριάδης είχε τη δυνατότητα να απαντήσει στους ισχυρισμούς, όμως δεν κατέθεσε στοιχεία προς επίρρωση των κατηγοριών που εκτόξευσε στους δημοσιογράφους. Μάλιστα, ένας από τους μάρτυρες υπεράσπισης, ο γνωστός δημοσιογράφος, Τάσος Τέλλογλου, κατέθεσε πως η δημοσιογραφική έρευνα τηρούσε απαρεγκλίτως τη δεοντολογία του επαγγέλματος, χωρίς να προσβάλλει αδικαιολόγητα τον ενάγοντα.
Το δικαστήριο επικαλέστηκε και σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σύμφωνα με τις οποίες η κριτική προς δημόσια πρόσωπα πρέπει να έχει ευρύτερα όρια από ό,τι η κριτική προς απλούς πολίτες. Το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένα καταλήξει ότι η ελευθερία της έκφρασης, ειδικά σε περιπτώσεις που διακυβεύονται πολιτικά θέματα ή ζητήματα δημοσίου συμφέροντος, αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα των δημοκρατικών κοινωνιών. Τέλος, αναφέρθηκε από τη δικαστική αίθουσα ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν την αρμοδιότητα να περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης των δημοσιογράφων, επιβάλλοντας αυστηρά όρια στις εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιούν. Η δημοσιογραφική κριτική, ακόμα και όταν είναι δριμεία, προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αρκεί να τηρεί τα όρια της αλήθειας και της δεοντολογίας.
Ιδιαίτερα συγκινητική υπήρξε η ανάρτηση του ερευνητή δημοσιογράφου, Θοδωρή Χονδρόγιαννου, μετά την ανακοίνωση της απόφασης:
Οι πολιτικές διαστάσεις
Η αγωγή αυτή δεν αφορά μόνο προσωπικές συκοφαντίες, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Ως στενός συνεργάτης του Πρωθυπουργού, ο Γρηγόρης Δημητριάδης βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης για το σκάνδαλο των υποκλοπών και παραιτήθηκε από τη θέση του τον Αύγουστο του 2022, μετά τις αποκαλύψεις για τη χρήση του λογισμικού Predator και τις παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων. Η παραίτησή του ερμηνεύτηκε ευρεώς ως παραδοχή της πολιτικής του ευθύνης για το σκάνδαλο.
Εν συνεχεία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρέθηκε υπό πίεση, καθώς τα στοιχεία για τις υποκλοπές και τη χρήση του Predator δημιούργησαν έντονες αντιδράσεις στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Παρά την απόρριψη της αγωγής, το ζήτημα των υποκλοπών και της κρατικής επιτήρησης εξακολουθεί να απασχολεί την κοινή γνώμη και να αποτελεί πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης.
Μια δικαστική απόφαση ταράσσει τα νερά
Η δικαστική απόφαση σκιαγραφεί μια σαφή προϊστορία για την προστασία των δημοσιογράφων από αγωγές που αποσκοπούν στην αποσιώπησή τους, γνωστές και ως στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPP). Αυτού του είδους οι αγωγές χρησιμοποιούνται συχνά για να αποθαρρύνουν τις έρευνες και να τις απομακρύνουν από την αποκάλυψη σκανδάλων ή την άσκηση κριτικής. Το γεγονός ότι το δικαστήριο υποστήριξε τους δημοσιογράφους σε αυτήν την υπόθεση, βασιζόμενο στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και της ενημέρωσης, αποτελεί αδιαφιλονίκητη νίκη για την ερευνητική δημοσιογραφία.
Πρόκειται για μια απόφαση που ήρθε σε κρίσιμη στιγμή, καθώς στην Ελλάδα υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες για την ελευθερία του Τύπου. Στο πρόσφατο παρελθόν, φερειπείν, με αφορμή και το σκάνδαλο των υποκλοπών, η χώρα επικρίθηκε από διεθνείς οργανισμούς και καταδικάστηκε από την ΕΕ για τη μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς του κράτους δικαίου και της ελευθερίας του Τύπου.