Η «Καρένινα» στο σήμερα, το σύστημα των επιχορηγήσεων που εμποδίζει τη δημιουργία πόλων όπως το «Αμόρε» και ο απολογισμός ενός όμορφα δύσκολου χρόνου στην καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου «Θησείον» μαζί με τους ΠΥΡ.
Βλέπει ταινίες από τριών χρονών ασταμάτητα, έχει μεγάλη τριβή με τη δραματουργία, ακούει φουλ μουσική όπου και να βρίσκεται (από indie rock μέχρι soul και από jazz μέχρι Φοίβο Δεληβοριά, Παπακωνσταντίνου, Σεμέλη και ΛΕΞ), έχει υπάρξει καλός χάκερ και θιασώτης της φιλοσοφίας του bitcoin. «Ξέρεις, υπάρχουν πολλά πράγματα, τα οποία κάθε φορά με τραβάνε σαν να είμαι μόνο δικός τους, αλλά δεν είμαι», θα μου πει ο Αργύρης Ξάφης για τα λιγότερο γνωστά ενδιαφέροντά του.
Αυτό που όλοι ξέρουμε για εκείνον είναι ότι γράφει, σκηνοθετεί και παίζει στο θέατρο και το σινεμά εδώ και 27 χρόνια, ενώ από πέρσι μπαίνει στο θέατρο «Θησείον» στις 11 το πρωί και φεύγει στις 12 το βράδυ. Η ομάδα ΠΥΡ, που αποτελείται από τον ίδιο, τη σκηνοθέτιδα Ιώ Βουλγαράκη και την ηθοποιό Δέσποινα Κούρτη, έχει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του εμβληματικού θεάτρου «Θησείον», που είχε συνδεθεί με την πορεία του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Η ομάδα φιλοδοξεί «να φτιάξει ένα θέατρο, στο οποίο πηγαίνεις χωρίς να ξέρεις τι παίζει, διότι γνωρίζεις ότι εκεί πέρα ό,τι δεις, δεν έχει γίνει “δωρεάν”, δεν έχει γίνει ευτελώς, αλλά έχει γίνει, επειδή έχουν σκύψει άνθρωποι και έχουν δουλέψει», σημειώνει ο Αργύρης Ξάφης.
«Το όραμα υπάρχει μέσα στις δουλειές που κάνουμε ήδη. Είναι κάτι το οποίο θέλουμε να συμβεί, αλλά δεν έχει νόημα να το λες θεωρητικά», τονίζει. «Νόημα έχει αυτό που κάνουμε: το ότι εργαζόμαστε από το πρωί ως το βράδυ εδώ πέρα, για να το πετύχουμε, μέσω της δουλειάς μας», καταλήγει ο ηθοποιός.
«Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος», το βραβευμένο, απόλυτα σύγχρονο έργο του Καταλανού συγγραφέα Ζουζέπ Μαρία Μιρό, ένα από τα -πραγματικά- sold out του τελευταίου μισού της περσινής σεζόν επιστρέφει. Ήδη στο θέατρο της οδού Τουρναβίτου δημιουργείται η αίσθηση της συνέχειας και της τολμηρής ταυτότητας.
«Από τη στιγμή που διάβασα πρώτη φορά το κείμενο, μέχρι τη στιγμή που ανέβηκε η πρώτη παράσταση, είναι ένα γεγονός πάρα πάρα πολύ σημαντικό, στη ζωή μου συνολικά, γιατί μου ανανέωσε τη σχέση με τα μέσα μου και την υποκριτική, αλλά και με το κοινό», θα μου πει ο ηθοποιός στη συνάντησή μας στο θέατρο «Θησείον», στον χώρο πάνω από τα καμαρίνια, απ’ όπου μπορεί κανείς να χαζέψει, μέσα από το κοίλο τζάμι, τον δρόμο.

Ένας έφηβος, το πιο όμορφο αγόρι σε όλη την περιοχή, βρίσκεται νεκρό στη μέση του πουθενά. Ο Αργύρης Ξάφης ερμηνεύει κι αποκαλύπτει σιγά-σιγά όλους τους εμπλεκόμενους χαρακτήρες. Μαζί με τα γεγονότα, ξεδιπλώνεται η παθογένεια μιας ολόκληρης κοινωνίας ζωντανών-νεκρών που θα μπορούσε να είναι η δική μας, ενώ η παιδεραστία, η ομοφοβία και οι καταπιεσμένες ζωές των εμπλεκομένων έρχονται στο φως.
Το ερώτημα που διατρέχει το έργο είναι κατά πόσο είμαστε συνένοχοι, όταν μένουμε απλοί θεατές της ανθρωποφαγίας. Είναι μια καλή στιγμή να σημειώσουμε εδώ ότι η ελληνική μετάφραση του έργου αφιερώθηκε από τη μεταφράστρια Μαρία Χατζηεμμανουήλ στη μνήμη του Ζακ Κωστόπουλου.
«Κλασικό έργο δεν σημαίνει ρούχα εποχής, αλλά κάτι που στέκεται σήμερα, χθες, αύριο»
Ενώ συνεχίζονται οι παραστάσεις για το «Σώμα», στις 15 Νοεμβρίου έρχεται και η πρεμιέρα του νέου έργου της ομάδας ΠΥΡ, «Καρένινα», μιας τολμηρής μεταγραφής του εμβληματικού μυθιστορήματος του Λέοντος Τολστόι, σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη με τους Δέσποινα Κούρτη, Αργύρη Ξάφη και Δημήτρη Γεωργιάδη. Η σχέση του Αργύρη με το έργο-σταθμό στην παγκόσμια λογοτεχνία πάει πολλά χρόνια πίσω:
«Η Καρένινα ένας άλλος κύκλος, μεγαλύτερος στη ζωή μου, ο οποίος έχει ανοίξει εδώ και 12-13 χρόνια, όταν μου μπήκε πρώτη φορά η ιδέα να κάνω αυτή την παράσταση. Δεν έγινε τότε, αλλά είχα ήδη δουλέψει και μελετήσει αρκετά. Είχα όλο το κείμενο μπροστά μου», μου λέει ο Αργύρης Ξάφης.
Ο ηθοποιός, που υπογράφει το κείμενο της παράστασης, επιλέγει να το φέρει στο σήμερα και να βάλει στο επίκεντρο, μαζί φυσικά με την Καρένινα, και την ιστορία του Λέβιν, η οποία κυριαρχεί στο μισό βιβλίο του Τολστόι, αλλά, συνήθως, λείπει από τις θεατρικές και κινηματογραφικές διασκευές.

Για τον Ξάφη, «ο Λέβιν αναδεικνύει ακόμα περισσότερο την ιστορία της Καρένινα, όχι ως ένα τυπικό ρομάντσο, αλλά σαν μια τεράστια μάχη μιας γυναίκας να ξεφύγει από αυτό για το οποίο όλοι την έχουν προορίσει, να ξεφύγει από το ταβάνι που της έχουν βάλει. Αναδεικνύει την προσπάθεια της να βρει το νόημα της ύπαρξής της, να γίνει ολόκληρος άνθρωπος» και συνεχίζει:
«Έργα όπως η Καρένινα δεν είναι επίκαιρα, είναι επί της ουσίας κλασικά. Κλασικό δεν σημαίνει ρούχα εποχής. Κλασικό σημαίνει κάτι το οποίο στέκεται σήμερα, χθες, αύριο. Όλα τα υπόλοιπα είναι μπούρδες».
Η παλιά οικογένεια του Αμόρε με παραστάσεις όπως το “Shopping and Fucking” που καθόρισαν μια γενιά, η πολύ διαφορετική συνθήκη στο θέατρο Θησείον, το στρεβλό σύστημα των θεατρικών επιχορηγήσεων και οι παραγωγές που ήταν να γίνουν φέτος, αλλά δεν έγιναν λόγω αυτού, ο Γιώργος Λάνθιμος, το bitcoin και η κομβική στιγμή 20 χρόνια πριν, όταν ενώ ήθελε να παρατήσει το θέατρο, αποφάσισε ότι εκεί ανήκει και βούτηξε ακόμα πιο βαθιά.
Με αφορμή την παράσταση «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος», τι ευθύνη πιστεύεις ότι έχουμε στην κοινωνία όσοι μπορεί να βλέπουμε μια αδικία, αλλά για τους δικούς μας λόγους, δεν παίρνουμε θέση;
Δεν απαντιέται πολύ εύκολα αυτή η ερώτηση, γιατί οι συνθήκες του καθενός είναι τρομακτικά πολύπλοκες και άπειρες. Οπότε, δεν μπορώ να βγάλω εγώ φιρμάνι ή να πω ότι με μια ατάκα καθαρίζω τα πάντα. Είναι απίστευτα πολύπλοκο ζήτημα. Ιδανικά, πρέπει να καταφέρουμε ως κοινωνία να κοιτάξουμε τα προβλήματά μας και τις πληγές μας, να μιλήσουμε γι’ αυτές. Αυτό είναι το πρώτο βήμα για να τις επουλώσουμε. Αυτό είναι το ζητούμενο, αλλά οι συνθήκες που κρατάνε κάποιο μέρος της κοινωνίας από το να μιλήσει είναι πολύ δύσκολες,
Όταν δεν μιλάς, επειδή έχεις κάποιο συμφέρον, είσαι καθαρά συνυπεύθυνος -είμαι κατηγορηματικός. Από εκεί και πέρα, όταν ανοίγουν θέματα πόνου, κακοποίησης, βίας, φόβου, δεν μπορώ να μιλήσω και με τρυφερότητα σκύβω στο όλο θέμα. Μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω ή κάτι να κάνω, όχι επειδή είμαι καλός άνθρωπος, αλλά επειδή θα ήθελα να έχουμε πολλά λυμένα ζητήματα, για να μπορούμε να κοιτάξουμε παρακάτω πιο ελεύθερα, πιο προοδευτικά, πιο ανοιχτά, συμπεριληπτικά.
Μ’ αρέσει η πολυχρωμία της κοινωνίας. Δεν μου αρέσει καθόλου ο φράχτης, το «εγώ και αυτοί». Αισθάνομαι ότι έτσι γινόμαστε σαν μια οικογένεια, η οποία αιμομικτικεί, θα σαπίσει και θα χαθεί. Η κοινωνία χρειάζεται όλη αυτή την παλέτα των ανθρώπων που είμαστε, μόνο έτσι εξελίσσεται. Είναι βιολογία αυτά, δεν λέω και κάτι φοβερό.
Η ελληνική μετάφραση του έργου έχει αφιερωθεί στον Ζακ Κωστόπουλο, σωστά;
Ναι, η μεταφράστριά μας, Μαρία Χατζηεμμανουήλ την αφιέρωσε στον Ζακ. Διαβάζοντας το κείμενο ή βλέποντας την παράσταση, αντιλαμβάνεσαι με ποιους τρόπους μια κοινωνία τρώει τα παιδιά της και ο,τιδήποτε υπερασπίζεται την ομορφιά και πώς αυτό συμβαίνει σε καθημερινή βάση. Το λέει κάποια στιγμή και το έργο: «Είναι προτιμότερο ή να τους αρέσεις ή να περνάς απαρατήρητη. Δεν πρέπει να ξεχωρίζεις, αν δεν θέλεις να εκτεθείς σε κίνδυνο».
Νομίζω ότι είναι καθαρός ο λόγος που η Μαρία τού αφιέρωσε τη μετάφραση. Μάλιστα, για την ιστορία του Ζακ είχε μιλήσει και ο ίδιος ο συγγραφέας, όταν την είχε μάθει, παρόλο που ήταν στην Ισπανία, ως ένα συμβάν τρομακτικά ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη διαφορετικότητα, την κίνηση προς την αγάπη, προς την ελευθερία του ατόμου.

Τι σκέψεις έκανες όταν πέρσι πάρθηκε η απόφαση να αναλάβετε ως ομάδα ΠΥΡ την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου «Θησείον»; Υπήρχε ενθουσιασμός, φόβος, όλα μαζί;
Θα σου πω. Δεν ήταν κάτι που μας προτάθηκε, ήταν κάτι που το είχαμε ανάγκη. Έπρεπε να βρούμε έναν χώρο για να κάνουμε την «Αρκουδοράχη». Κάποια στιγμή, φτάσαμε στο «Θησείον» που ήταν πάντα από τα αγαπημένα μου θέατρα -έχω δουλέψει εδώ με τον Μαρμαρινό στην «Ηλέκτρα», όταν ακόμα η είσοδος ήταν χώμα, πριν μπει το πλακόστρωτο. Τον είχα ερωτευτεί τον χώρο από τότε, είναι τρομακτικά πρωτότυπος για θέατρο. Η ενέργειά του και όσα έχω ζήσει εδώ τον κάνουν για μένα πολύ ξεχωριστό.
Καταλάβαμε ότι υπήρχε αυτή η δυνατότητα, αφού ο χώρος δεν είχε κατεύθυνση εκείνη τη στιγμή -ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, φυσικά, είχε ήδη προχωρήσει στην Ελευσίνα και σε όλες τις φοβερές δουλειές που κάνει και στο εξωτερικό. Το θέατρο ήταν σε μια στιγμή που προσπαθούσε να ζήσει, να υπάρξει. Οπότε, κάναμε αυτή την κίνηση θέλοντας να φροντίσουμε αυτόν τον χώρο και να αναζωπυρώσουμε την αίσθηση που υπήρχε παλαιότερα, με τον δικό μας χαρακτήρα φυσικά.
Να «αναζωΠΥΡώσετε» το στίγμα του θεάτρου;
Ακριβώς! Και κάπως έτσι βρεθήκαμε. Η χαρά ήταν πολύ μεγάλη, όταν καταλάβαμε ότι μπορεί να γίνει αυτό πρακτικά. Περάσαμε από πάρα πολλά κύματα, για να συμβεί τελικά. Δεν χρειάζεται να μπω σ’ αυτά, αλλά εντάξει, είναι τρομερός ο κόσμος του θεάτρου, σε μερικά πράγματα. Εν τέλει, βρέθηκε ο Γεροδήμος, ο οποίος μας στήριξε και πραγματικά τον ευχαριστώ πάρα πολύ. Στήριξε την τρέλα μας, την ιδέα μας, χωρίς να μας βάλει χαλινάρια. Έτσι, καταφέραμε την πρώτη χρονιά να αποκτήσουμε ένα πολύ γερό στίγμα για το τι συμβαίνει εδώ πέρα και τι μέλλει γενέσθαι.

Φέτος, είναι μια άλλη χρονιά. Έγινε και όλος αυτός ο χαμός με τις επιχορηγήσεις και δικαίως, γιατί ήταν τρομακτικό λάθος, αβλεψία και απαξία του Υπουργείου Πολιτισμού προς ανθρώπους που δουλεύουν ασταμάτητα και προσφέρουν στον χώρο, για βλακείες. Έτσι, αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε τον προγραμματισμό που είχαμε ετοιμάσει και να δούμε πώς θα υπάρξουμε και εμείς, σε αυτή τη συνθήκη, όλη τη χρονιά.
Δηλαδή, υπήρχαν παραγωγές που θα κάνατε, αλλά δεν θα γίνουν τελικά φέτος, λόγω αυτού του λάθους; Οπότε, κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν τη δουλειά που θεωρούσαν ότι θα έχουν αυτόν τον χειμώνα;
Σωστά, υπήρχαν κι άλλες παραστάσεις που δεν έγιναν, με φοβερές ομάδες, φοβερά κείμενα κ.ο.κ. Ωστόσο, επειδή δεν επιχορηγήθηκαν οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν τις παραγωγές τους, για να είμαστε παρέα.
Τέλος πάντων. Αυτή τη στιγμή, είμαστε στο σημείο που είμαστε. Ετοιμάζουμε την «Καρένινα» με ένα μεγάλο πλάνο για τη χρονιά που έχουμε να διανύσουμε μπροστά μας. Θα γίνει τουλάχιστον άλλη μια παραγωγή μετά τον Φλεβάρη και κάπως έτσι θα κινηθούμε φέτος.
Επειδή ήσουν πολλά χρόνια στο Αμόρε, περίπου μια 12ετία, αισθάνεσαι ότι βρήκες κάτι από εκείνη την «οικογένεια», με τα καλά και τα κακά της, στο Θησείον;
Όχι, όχι, είναι τελείως άλλο πράγμα. Στο Αμόρε ήταν εντελώς διαφορετικό το σχήμα και όλο αυτό ξεκινούσε από τον διαφορετικό τρόπο, με τον οποίο δίνονταν οι επιχορηγήσεις. Τότε, επιχορηγούνταν ο χώρος, έτσι ώστε αυτός που τον έτρεχε να φτιάξει ένα πλάνο για δύο ή τρία χρόνια μπροστά.
Επίσης, τα χρήματα ήταν σημαντικά. Δεν ήταν αυτά τα χαζά μαθηματικά που κάνουν σήμερα με τις επιχορηγήσεις και δεν βγάζουν σε τίποτα. Οπότε, υπήρχε η δυνατότητα να φτιάξεις έναν πυρήνα ανθρώπων, οι οποίοι θα δουλεύουν για καιρό μαζί. Θα παίζουν σε παραστάσεις και ταυτόχρονα θα κάνουν πρόβες για αυτό που έρχεται. Κάθε χρονιά, θα μπαίνουν και νέοι σκηνοθέτες μέσα σε αυτό, και νέες φουρνιές ηθοποιών.

Στο Αμόρε, υπήρχε αυτή τη δυνατότητα. Είχες ένα πλάνο και ήξερες ότι του χρόνου, ας πούμε, έχουμε χρονιά Σαίξπηρ με αυτές τις παραστάσεις. Τώρα, όλα αρχίζουν και τελειώνουν στο τι έχουμε να κάνουμε φέτος. Μέχρι εκεί φτάνει το μάτι. Και αν μπορέσουμε να το κάνουμε, γιατί 19 Αυγούστου, φέτος, μάθαμε ότι δεν θα τα καταφέρουμε. Εμείς που είχαμε οργανώσει από πέρσι τον Γενάρη τι θα συμβεί στο «Θησείον». Ξέρεις, άνθρωποι χωρίς μέσα, μάλλον, μπορεί να καταφέρουν περισσότερα από αυτούς που έχουν τα πάντα μπροστά τους, συμβούλους και ανθρώπους να δουλεύουν αμισθί, όπως οι επιτροπές για το Υπουργείο.
Γι’ αυτό, ίσως, πιστεύεις ότι δεν έχει επαναληφθεί μέσα στα χρόνια η περίπτωση του Αμόρε;
Σίγουρα. Δεν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να προσκαλέσει δημιουργούς και συντελεστές. Ο καθένας προσπαθεί μόνος του. Είναι το καθαρό αποτέλεσμα της ιδιώτευσης, και θα το πω, του καπιταλισμού. Δεν είναι ότι ήμασταν κομμουνιστές στο Αμόρε (σ.σ. γελάει). Το σημαντικό ήταν ότι υπήρχε ένας πόλος, ο οποίος μπορούσε να προσελκύει και να βρίσκονται στο ίδιο θέατρο από τον Μαρμαρινό, μέχρι τον Βογιατζή και τόσους άλλους, όλοι αυτοί μέσα σε έναν χώρο.
Αυτό τώρα πώς θα γίνει; Δεν μπορεί να φτιαχτεί βασικά -και κάποιος να το θέλει, δεν μπορεί να το κάνει. Καθένας προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του. Αυτή είναι η φάση. Έχουν πετάξει από ένα σωσίβιο στον καθένα. Δεν έχουν φτιάξει ένα καράβι να μαζευτούν οι άνθρωποι, να ταξιδέψουν.
Πριν βρεις έναν πυρήνα, ένα κέντρο στο θέατρο Θησείον, πώς ήταν τα πράγματα για σένα στο επάγγελμα;
Κάθε φορά γυρνούσα στην ομάδα (σ.σ. τους ΠΥΡ), ψάχναμε να δούμε τι έργο θα κάνουμε και σε ποια συνθήκη, σε ποιο θέατρο κ.ο.κ. Είχε το καλό της «τσιγγανιάς» του ηθοποιού που γυρνάει, κάνει διαφορετικά πράγματα, που εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ. Ταυτόχρονα όμως, δεν έχεις έρμα, δεν δημιουργείται η αίσθηση ενός μακρόπνοου πράγματος.
Έχεις την αίσθηση ότι κάθε φορά εκπληρώνεις αποστολές, κάποια κομμάτια για τον εαυτό σου και τον κόσμο, που όμως όταν τελειώνουν, αυτό ήταν. Εδώ, αντίθετα, έχουμε περισσότερο την αίσθηση ενός πράγματος που αρχίζει και θα κρατήσει περισσότερο στον χρόνο. Ήδη, με την επανάληψη της παράστασης «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» και φέτος, έχω αυτή την αίσθηση ότι κάτι συνεχίζει και συνεχίζει.
Επίσης, μαθαίνεις πώς μπορείς να αποκτήσεις τρόπους, μηχανισμούς για να ενώσεις περισσότερους ανθρώπους, να φέρεις περισσότερους ανθρώπους κοντά, που ενδεχομένως θέλεις και πολλά χρόνια να δουλέψετε παρέα. Σου δίνεται πιο εύκολα η συνθήκη να το κάνεις, τώρα.
Έχεις πει, κάποια στιγμή, από την πολλή κούραση, από τις πολλές διαφορετικές ευθύνες, «τι το ‘θέλα και πήρα αυτή την απόφαση;»;
Δεν έχω δώσει καθόλου το περιθώριο στον εαυτό μου να κάνει πίσω, να κάνει ζουμ άουτ και να κάτσει να δει αυτό το πράγμα, διότι αντιμετωπίζουμε, συνεχώς, τόσες πολλές προκλήσεις μέσα στο θέατρο και έχουμε τόσα να κάνουμε. Αν κάτσω και το κάνω αυτό, είμαι ένας χαρακτήρας που δεν θα μπορώ να προχωρήσω. Έτσι λειτουργώ. Αν κάτσω και το σχολιάσω, θα κουραστώ μόνο που το κάνω.
Πόσα χρόνια δουλεύεις στο θέατρο;
Το 1997 τελείωσα το Εθνικό και την ίδια χρονιά έπαιξα στο Αμόρε την πρώτη μου παράσταση. Άρα, 27 χρόνια.
Θα ήθελα πάρα πολύ να την έχω δει αυτή την παράσταση, το “Shopping and Fucking” του Μαρκ Ρέιβενχιλ, σε σκηνοθεσία Μοσχόπουλου.
Εντάξει, τι να σου πω. Χαμός! Όχι μόνο σαν επιτυχία, αλλά ο αντίκτυπος της παράστασης ήταν πολλαπλός. Από τον τρόπο που άλλαξε το κοινό που πήγαινε στο θέατρο ξαφνικά, το ότι ένα καινούργιο είδος θεάτρου εμφανίστηκε πρώτη φορά, μέχρι το ότι δημιουργήθηκε μια άλλη θεατρική γλώσσα.

Ήταν τρομακτικό το impact του ακόμα και στη μόδα, στα μαλλιά. Ήταν ένα σημείο καμπής για το θέατρο. Όχι επειδή είχε πάρα πολύ κόσμο, αυτό έχει συμβεί και με άλλες παραστάσεις, αλλά επειδή καθόρισε μια γενιά. Ήταν πολύ σημαντικό αυτό.
Αισθάνθηκες ποτέ, μέσα σε αυτά τα πολλά χρόνια, ότι για κάποιο λόγο πρέπει να πάρεις μια απόσταση από το θέατρο;
Η τελευταία φορά ήταν πριν από 20 χρόνια. Επί μία εικοσαετία δεν έχω αισθανθεί καθόλου ότι θέλω να πάρω απόσταση. Τότε, είχα κλείσει ακριβώς επτά χρόνια δουλειάς. Θυμάμαι την όλη φάση και πώς είχε προκύψει. Ένιωθα ότι έχει κλείσει ένας κύκλος κι ότι δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Δεν ήξερα πώς θα συνεχίσω, αλλά αυτό που μπορώ να πω σίγουρα είναι ότι τότε είχε βρεθεί στο δρόμο μου ο Λάνθιμος που έκανε την πρώτη του παράσταση στο θέατρο και μετά κάναμε και την πρώτη μας ταινία παρέα, που μου έδωσε ένα πολύ ωραίο spin και δύναμη για να συνεχίσω.
Ξέρεις, όταν είσαι 27-28 χρονών, έχεις μια αίσθηση ότι μπορεί να αλλάξεις δρόμο και να κάνεις κάτι άλλο. Μετά κάποια στιγμή, έρχεται ένας εαυτός, ο οποίος λέει «Αργύρη μου, αυτός είσαι, αυτό είσαι. Πάρ’το απόφαση και κάν’το σοβαρά».
Nομίζω ότι τότε ξεκίνησε και μια άλλη εποχή για μένα. Δηλαδή, έγραψα για πρώτη φορά, σκηνοθέτησα, άρχισα να μεταφράζω, να διαβάζω άλλα πράγματα. Μάλλον, έχει να κάνει με την απόφαση ότι αυτό είσαι τελικά και χώσε. Βούτα.
Όμως, εκτός από θέατρο και τις πάρα πολλές ώρες που περνάς εδώ, ασχολείσαι με πολλά πράγματα εις βάθος. Έχεις πει, για παράδειγμα, ότι έχεις υπάρξει καλός χάκερ. Καταλαβαίνω ότι και με την τεχνολογία έχεις μια σύνδεση.
Η τεχνολογία, συγκεκριμένα για μένα, λειτουργεί σαν γείωση. Με βοηθάει να χαλαρώσω, να λειτουργήσει το μυαλό μου με έναν διαφορετικό τρόπο, να βρει τα γράδα του. Επομένως, η ενασχόλησή μου μαζί της δεν με κουράζει, αντίθετα με αποσυμπιέζει.
Στο καλλιτεχνικό κομμάτι και μέσα σε αυτό το «ΠΥΡ» της δουλειάς (σ.σ. γελάει) και του να καταφέρεις να γευθείς όλους αυτούς τους κόσμους, το μυαλό σου δουλεύει με τελείως διαφορετικό τρόπο, πολύ πιο ελεύθερα, με συνειρμούς που πολλές φορές δεν ξέρεις καν από πού προκύπτουν.

Μέσα στην καθημερινότητα, τι είναι αυτό που σου δίνει χαρά;
Σίγουρα, η μουσική είναι κάτι το οποίο με βοηθάει. Ακούω πάρα πολλή μουσική κάθε μέρα και βρίσκω καινούργια κομμάτια συνέχεια. Επίσης, το γράψιμο, όταν ανεβαίνει το bitcoin, αυτά.
Σχετικά με το bitcoin, θες να μου πεις πώς το βλέπεις ως φιλοσοφία;
Εμένα μου προσφέρει μια αίσθηση αυτάρκειας. Όχι επειδή κοστίζει πολλά λεφτά, αλλά επειδή ο μηχανισμός του είναι τέτοιος που δεν εξαρτώμαι από κανέναν, από καμία κεντρική τράπεζα. Αισθάνομαι ότι μόνος μου ελέγχω τη φάση μου και άμα την πατήσω, θα την πατήσω μόνος μου.
Εγώ δηλαδή ευθύνομαι για την περιουσία μου και την επιλογή μου. Το ότι ζούμε σε ένα περιβάλλον που εξαρτώμαστε από το πώς θα κλάσει κάποιος στην κεντρική τράπεζα της Ευρώπης, εμένα μου ανατινάζει το κεφάλι -και από εκεί και πέρα αν θα αποφασίσει να κάνει ο ένας ή ο άλλος έλεγχο στις τιμές που θα επιβάλλουν τα καρτέλ στην Ελλάδα. Όλο αυτό με βγάζει από τα ρούχα μου. Οπότε, το bitcoin μού δίνει αυτή την αίσθηση ότι εγώ ελέγχω το πράγμα και όχι άλλος αντί εμού
Την αίσθηση της ελευθερίας;
Μια αίσθηση ελευθερίας, μη λογοκρισίας· της δικής μου ευθύνης.
- «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος», σε σκηνοθεσία Ζωής Ξανθοπούλου παρουσιάζεται στο Θέατρο Θησείον κάθε Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη 25/12 και 01/01/2025
- Η «ΚΑΡΕΝΙΝΑ» της ομάδας ΠΥΡ, σε σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαράκη και κείμενο του Αργύρη Ξάφη παρουσιάζεται στο Θέατρο Θησείον από 15 Νοεμβρίου, από Πέμπτη έως Κυριακή