Το «Στο Παρά Πέντε» το λατρεύω και θα το λατρεύω για πάντα, αλλά οι «Σαββατογεννημένες» θα είναι πάντα η αρχή μου. 

Η όψη του Αργύρη Αγγέλου να υποδύεται το μαθητή της τρίτης λυκείου, Ασημάκη Λαζάρου, είναι ίσως από τις πρώτες αναμνήσεις που έχω στη ζωή μου. Ο Αργύρης Αγγέλου, ως Ασημάκης Λαζάρου, μπήκε στην ζωή μου από πολύ μικρή ηλικία και αποτελούσε πάντα ένα πρόσωπο, με το οποίο ονειρευόμουν πως κάποια στιγμή θα κατάφερνα να συζητήσω.

Σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά από την πρώτη φορά που τον είδα στην τηλεόραση, μου δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία να πω, ότι  ένα όνειρό μου έγινε πραγματικότητα. 

Μετά από τις «Σαββατογεννημένες», έγινε ο τηλεοπτικός Φώτης Βουλινός, ο εφευρετικός, ατρόμητος και πάνω από όλα δίκαιος χαρακτήρας που γέννησε η πένα ενός εκ των πιο ταλαντούχων και αξιοζήλευτων ανθρώπων αυτού του κόσμου: Του Γιώργου Καπουτζίδη. Ήταν, όμως, και ο Ευρυπίδης στο «Πάρης και Ελένη», ο Δαμιανός στον «Έρωτα με διαφορά» και ο λοχαγός της Χούντας στο φετινό «Φλόγα και Άνεμος», που ρίχνει αυλαία αύριο το βράδυ στις 10, στην ΕΡΤ.

Παράλληλα, έχει στο βιογραφικό του πολλούς ρόλους στο θέατρο – κωμικούς και δραματικούς, με σταθερή και συνεχή πορεία στο σανίδι – αν εξαιρέσουμε τα δύο έτη καραντίνας, για τα οποία όπως μας λέει: «Θέλω να βρούμε έναν τρόπο να διαγραφούν πάση θυσία από την ταυτότητά μας τα δύο αυτά χρόνια».

Εκτός από ένας εξαιρετικά ταλαντούχος ηθοποιός, όμως, o Αργύρης Αγγέλου είναι και ραδιοφωνικός παραγωγός, αφού έχει αναλάβει – μαζί με τη Zoe Pre και τον Παύλο Χάππιλο – να μας ξυπνούν με τον πιο χαρούμενο και μελένιο τρόπο, κάθε πρωί, μέσα από τον νεοσύστατο, Pride 98.6. Ωστόσο, πάνω από όλα, ο Αργύρης Αγγέλου είναι από τα πιο ευγενικά, μειλίχια, γεμάτα ζωή και γέλιο πλάσματα, που θα γνωρίσεις ποτέ στη ζωή σου. 

Πώς πήρες την απόφαση να πεις το «ναι» σ’ έναν τόσο αρνητικό και βίαιο ρόλο; 

Είναι η πρώτη φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να παίξω έναν τέτοιο ρόλο στην τηλεόραση. Ποτέ ξανά δεν είχε έρθει στα χέρια μου ένας τόσο σκοτεινός και βίαιος χαρακτήρας – τουλάχιστον για την τηλεόραση, γιατί στο θέατρο είχα την ευκαιρία να αναμετρηθώ με αρνητικούς και σκοτεινούς χαρακτήρες.

Ωστόσο, στην τηλεόραση, δεν είχα ξανακάνει κάτι τέτοιο και χάρηκα τόσο πολύ όταν μου το πρότεινε η αγαπημένη μου Ρέινα Εσκενάζυ. Με γνώριζε αρκετά καλά, μιας και είχαμε δουλέψει στο θέατρο μαζί. Ήξερε πως η αναζήτησή μου ήταν, και είναι, να κάνω συνεχώς διαφορετικά πράγματα, και την πρόταση αυτή της την χρωστάω.

Σκέφτηκες, ίσως και για μια στιγμή, το: «Μήπως να πω «όχι;»

Θα σου πω, ότι είπα το «ναι» χωρίς να έχω διαβάσει καν το σενάριο. Το όνειρό μου και η επιθυμία μου από τότε που ξεκίνησα αυτή τη δουλειά, ήταν – και είναι – να γίνω ένας ηθοποιός που ελίσσεται και εξελίσσεται. Το πρόσωπο εκείνο που ένας σκηνοθέτης θα το σκεφτεί για πολλούς, διαφορετικούς ρόλους. Γι’ αυτό, μόνο χαρά και τιμή νιώθω που ανήκω σ’ αυτή τη δουλειά και ειλικρινά, δε μπορώ να σκεφτώ κάποιο λόγο που κανείς θα μπορούσε να πει «όχι» σε μια τέτοια πρόταση. 

Φοβήθηκες το γεγονός πως είναι η πρώτη φορά που το ευρύ κοινό θα σε έβλεπε σε κάτι τόσο διαφορετικό απ’ ό,τι σ’ έχει συνηθίσει;

Θα σ’ το απαντήσω λίγο διαφορετικά αυτό. Νιώθω ευλογημένος που στο ξεκίνημά μου, μου δόθηκε η τεράστια ευκαιρία να με γνωρίσει το ευρύ κοινό. Ενδεχομένως, και να με τυποποιήσει. Είναι τόσο δύσκολος αυτός ο χώρος και τόσο λαχείο το να σου τύχει κάτι  τόσο φωτεινό, όσο έτυχε σε μένα – και με δύο δουλειές μάλιστα – που μόνο θετικά μπορώ να το δω.

Από την άλλη, σε κάθε δουλειά στο ξεκίνημά της, ό,τι είδος κι αν καλούμαι να υπηρετήσω, πάντα έχω την αγωνία και τη λαχτάρα της πρώτης προσέγγισης. Πόσο μάλλον σ’ αυτή τη δουλειά, που συνεργάστηκα μ’ έναν άνθρωπο (σ.σ. Ρέινα Εσκενάζυ), που με γνωρίζει σε τόσο μεγάλο βαθμό –  και της έχω τυφλή εμπιστοσύνη. Όπως καταλαβαίνεις, λοιπόν, όχι. Δεν το φοβήθηκα καθόλου. 

«Όταν με πήρε η Ρέινα Εσκενάζυ τηλέφωνο για να μου προτείνει το ρόλο στη σειρά “Φλόγα και Άνεμος”, ούρλιαζα και έκλαιγα από τη χαρά μου».

Τι ήταν αυτό που σε άγχωνε περισσότερο για τη δουλειά αυτή; 

Δεν ξέρω αν με άγχωνε κάτι γενικά. Αυτό που σίγουρα με είχε αγχώσει διαβάζοντας το σενάριο, ήταν η σκηνή βίας που θα είχα με την Καρυοφυλλιά. Στην εν λόγω σκηνή έχω να σου πω, ότι λειτούργησε και εκπληκτικά ο νόμος του Μέρφι. Το πρώτο και μοναδικό πράγμα που είχα ζητήσει από τη Ρέινα ήταν να μην κάνουμε πρώτη τη συγκεκριμένη σκηνή. Σε αφήνω να μαντέψεις, λοιπόν, ποια ήταν η πρώτη σκηνή που κάναμε με το «καλημέρα σας»: Η σκηνή βίας με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Που όσοι την είδατε, καταλαβαίνετε πόσο απαιτητική και δύσκολη ήταν. 

Σκέψου ότι, αρχικά, η σκηνή αυτή ήταν περίπου τέσσερις σελίδες και χρειάστηκαν περίπου τέσσερις ώρες για να γυριστεί. Εμένα, όμως, μου φάνηκε σαν να κράτησε μόλις πέντε λεπτά. Είχα χαθεί μέσα σ’ αυτό. Είναι η αγαπημένη μου σκηνή από τη σειρά και τη βάζω στο βιογραφικό μου πάνω-πάνω, σαν παράσημο. Είναι μαγεία να δουλεύεις με την Καρυοφύλλιά.

Ένιωσες πως ίσως αυτή να είναι και μια ευκαιρία για να δείξεις ποιοι πραγματικά ήταν οι άνθρωποι της Χούντας; Πόσο αρρωστημένοι ήταν; Και να θυμίσεις ότι μπορεί, θεωρητικά, η Χούντα να έσβησε το 1974, αλλά δυστυχώς ακόμη και σήμερα υπάρχουν κατάλοιπά της; 

Μπορεί να μην έζησα τη Χούντα, αλλά δυστυχώς κλήθηκα να ζήσω την άνοδο και τη δόξα της Χρυσής Αυγής. Τότε το αντιμετώπιζα με τεράστια αμηχανίασοκ και φόβο. Δε μπορούσα να καταλάβω τι είναι αυτό που παρακινεί έναν άνθρωπο να υπερασπίζεται μια τόσο ακραία και εξωφρενική παράταξη. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που με χαροποιεί το γεγονός ότι δεν έζησα την εποχή της Χούντας. 

Επιπλέον, οι άνθρωποι της Χούντας ήταν τόσο αρρωστημένοι και χαμένοι σε μια πλάνη. Χαίρομαι που καταφέρνουμε να δείξουμε και να αποτυπώσουμε την αρρώστια αυτών των ανθρώπων. Έτσι, ίσως μπορέσουμε να χτυπήσουμε και ένα «καμπανάκι» για το τι μπορεί να επιφέρει η άνοδος της ακροδεξιάς σ’ έναν λαό. Ήταν μια καλή ευκαιρία να θυμίσουμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και θα σου πω ότι, κάποιες στιγμές, με τρόμαζε αυτό. 

«Το “Φλόγα και Άνεμος” είναι μια συγκλονιστική στιγμή για την ελληνική τηλεόραση, αλλά και για μένα».

Μαζί με το «Φλόγα και Άνεμος», κάνεις και κάτι ακόμη για πρώτη φορά. Είσαι και στο πρωινό του Pride 98.6, παρέα με δύο πολύ ζωηρά και ταλαντούχα πλάσματα: Τη Zoe Pre και τον Παύλο Χάππιλο. Πώς προέκυψε αυτό; 

Ο Γιάννης ο Γιαννούσης ευθύνεται γι’ αυτό. Είναι ο υπεύθυνος του Pride Radio, και ο άνθρωπος που είχε την φαεινή ιδέα να συνθέσει αυτή τη, θεωρητικά, ετερόκλητη ομάδα. Μια ομάδα που αποτελείται από εκπροσώπους τριών, διαφορετικών γενεών. Εμένα – που είμαι στα 44 και εκπροσωπώ τους “Boomers”, τον Παύλο – που είναι ο 35άρης της σύγχρονης εποχής, και τη Zoe – που είναι το σημερινό πλάσμα των 20κάτι.

Είμαστε τρεις άνθρωποι, οι οποίοι, ενώ έχουμε απόκλιση μιας 10ετίας (ο καθένας σε σχέση με τους άλλους), καταφέρνουμε να «ενωνόμαστε» και να βρίσκουμε πολλά κοινά σημεία σε τόσο μεγάλο βαθμό, που είναι σαν να ανήκουμε στην ίδια γενιά. Και το πιο ωραίο, είναι ότι όλο αυτό δεν έγινε καθόλου επιτηδευμένα. Αντιθέτως, πραγματοποιήθηκε σχεδόν ασυνείδητα από την πρώτη κιόλας μας συνάντηση. Και αυτό το οφείλουμε στο φοβερό ένστικτο του Γιάννη Γιαννούση. 

Τι είναι αυτό που πιστεύεις ότι σας ενώνει τόσο πολύ; 

Με τη Ζωή και τον Παύλο θεωρώ πως εκπροσωπούμε την ίδια εκδοχή τριών, διαφορετικών γενεών. Έχουμε και οι τρεις μια ροπή στη χαρά και μας αρέσουν τα πειράγματα. Έχουμε κοινές ευαισθησίες και μας αφορούν όλα τα θέματα και οι κοινωνικές ομάδες, που θα έπρεπε να απασχολούν τον κάθε άνθρωπο σήμερα.

«Με ενδιαφέρει και με αφορά πολύ αυτό που εκπροσωπεί το Pride Radio».

Πώς είναι να ξυπνά κανείς τόσο πρωί; 

Αχ! Μου αρέσει! Έχω να σου πω, ότι ήταν δική μου επιθυμία να κάνω την πρωινή εκπομπή. Ήθελα να μη μου κόβει τίποτα άλλο μέσα στη μέρα και χαίρομαι απερίγραπτα πολύ που είναι πλέον κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Μέσα από αυτό, ενεργοποιήθηκε η μέρα μου και είμαι ευγνώμων και ευτυχής, διότι τα τελευταία δύο χρόνια έχω ζοριστεί αρκετά και ο Pride, καθώς και η συνάντησή μου με τα παιδιά αυτά, με κάνουν να ξυπνάω κάθε πρωί με θετική διάθεση. Και είναι τόσο πολύτιμο αυτό, που δε θα το άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. 

Ποια ήταν η πιο ωραία στιγμή που ζήσατε μέχρι τώρα με τα παιδιά; 

Μία μέρα, είχα πει στη Ζώη και τον Παύλο ότι φέτος δε θα στολίσω δέντρο. Το απόγευμα της ίδιας μέρας κιόλας, χωρίς να μου πουν τίποτα, βρέθηκαν έξω από το σπίτι μου, με στολίδια και λαμπάκια, και μου είπαν: «Τώρα στολίζουμε». Δε σου κρύβω ότι ήταν από τις πιο γλυκές κινήσεις που έκανε ποτέ κανείς για μένα. 

«Τα δύο τελευταία χρόνια του κορωνοϊού μ’ έκαναν να κλειστώ στο σπίτι και στον εαυτό μου. Έγινα πιο εσωστρεφής απ’ όσο ήθελα, αλλά και απ’ όσο άντεχα».

Πόσο εύκολο είναι ένας 40αρης του σήμερα, που έζησε και γαλουχήθηκε στην κοινωνία του τότε, να μην έχει στεγανά και να καταφέρνει να έρχεται κοντά επί της ουσίας με ανθρώπους που γεννήθηκαν και γαλουχήθηκαν με μια διαφορετική νοοτροπία; 

Ήμουν τυχερός γιατί σαν άνθρωπος μεγάλωσα όντας ανοιχτός και δεκτικός. Δίχως στεγανά. Εντούτοις, αυτό που έκανα παλαιότερα ήταν να βάζω ταμπέλες στους ανθρώπους. Αλλά, μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα πόσο άσχημο και ανούσιο πράγμα είναι το να βάζεις ταμπέλες στους ανθρώπους πριν καν τους γνωρίσεις.

Τι ήταν αυτό που σε έκανε να σταματήσεις να βάζεις ταμπέλες στους ανθρώπους; 

Νομίζω, η ίδια η ζωή. Κάθε φορά που έβαζα μία ταμπέλα σε κάποιον και έλεγα: «Μα εγώ μ’ αυτόν δε θα ‘χω να πω τίποτα. Δεν είναι έτσι, δεν είναι αλλιώς», επειδή του κόλλησα μία ταμπέλα, έπεφτα πάντα έξω. Πάντα. Έπρεπε, όμως, να μεγαλώσω για να καταλάβω ότι όλα αυτά είναι κοινωνικά κατάλοιπα που αποτυπώνονται υποσυνείδητα στο μυαλό μας, πολλές φορές, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε. 

Βέβαια, αν είσαι ένα άτομο που ζει στην κοινωνία του σήμερα, έχεις διάφορες και διαφορετικές προσλαμβάνουσες, βλέπεις πώς εξελίσσεται η κοινωνία και οι ανθρώπινες σχέσεις και έχεις γνώση και επίγνωση για το στίγμα που θέλεις να αφήσεις σ’ αυτό τον κόσμο, η αλλαγή γίνεται τόσο ομαλά και ανεπαίσθητα, που δεν το συνειδητοποιείς καν συνήθως. 

«Μου αρέσει πολύ να συνεργάζομαι με ετερόκλητους ανθρώπους». 

Τι κέρδισες από αυτή τη διαδικασία; Από τη στιγμή που σταμάτησες να βάζεις ταμπέλες στους ανθρώπους; 

Κατάφερα να είμαι πολύ πιο ανοιχτός με τους ανθρώπους. Είτε αυτό αφορά στην προσωπική μου ζωή, είτε στην επαγγελματική, είτε στην κοινωνική. Κατάλαβα πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πιο απλές από αυτό που θέλουμε να αναλύουμε και να λέμε. Ακόμη, αντιλήφθηκα ότι οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν τρεις βασικές αρχές: Την ειλικρίνεια, το σεβασμό και την αγάπη γι’ αυτό που κάνεις. Αν υπάρχουν αυτά τα μαγικά συστατικά, κάθε σχέση μπορεί να είναι επιτυχημένη.

Ανέφερες ότι την περίοδο της καραντίνας πέρασες πολύ δύσκολα. Σου έμεινε κάτι καλό τελικά από όλο αυτό; 

Με βοήθησε να κάνω μια ανασκόπηση και να καταλάβω κάποια πράγματα. Το πρώτο είναι ένα «μπράβο» που δίνω στον εαυτό μου, λόγω του ότι κατάφερε να το αντιμετωπίσει όλο αυτό, όσο καλύτερα μπορούσε. Προσπάθησα, έστω και με το ζόρι, μέσα στη βύθισή μου, να κρατάω ενεργό τον εαυτό μου για να μη βουλιάξω εντελώς. 

Παράλληλα, όμως, θυμώνω με μένα, επειδή υπερεκτίμησα τις δυνάμεις μου – γιατί υπερέβη εαυτόν – και δε ζήτησα βοήθεια. Άργησα να το επικοινωνήσω όλο αυτό που μου συνέβαινε. Δυστυχώς, δεν ήμουν από αυτούς τους ανθρώπους που αποκόμισαν κάτι θετικό από την καραντίνα. 

«Ένιωσα την ανάγκη να πω, για όλους τους ανθρώπους που βίωσαν κάτι ανάλογο μέσα στην καραντίνα, πως είναι φυσιολογικό και να βυθιστείς, και να πέρασες δύσκολα. Και πολλοί άνθρωποι το αναγνώρισαν αυτό».

Στο θέατρο σε βρίσκουμε φέτος σ’ ένα έργο ρεπερτορίου, το Βοϋτσεκ του Μπύχνερ, με εκπληκτικούς συντελεστές. Τι σε έκανε να πεις «ναι» σ’ αυτή την πρόταση; 

Το έργο αυτό γράφτηκε το 1823 από ένα παιδί 23 χρονών, και κατάφερε να αλλάξει την παγκόσμια δραματουργία. Το σκηνοθετεί ένας από τους πιο υπέροχους Έλληνες σκηνοθέτες, ο Στέφανος Τσακίρης, και συνυπάρχω επί σκηνής με ηθοποιούς, όπως: Ο Ιωάννης Παπαζήσης, η Βασιλική Τρουφάκου, ο Ιάσονας Παπαματθαίου, ο Ορφέας Παπαδόπουλος και φυσικά, η Ηρώ. Όπως καταλαβαίνεις, το να πω «ναι» σ’ αυτή την πρόταση ήταν πολύ εύκολο και σχεδόν δεδομένο. Η χαρά μου που υπάρχω σ’ αυτή τη δουλειά, δεν ξέρω αν περιγράφεται με λόγια.

Έχεις υπάρξει σε δύο πολύ ευτυχισμένες στιγμές της ελληνικής τηλεόρασης. Τις «Σαββατογεννημένες» και το «Στο Παρά Πέντε». Ξεχωρίζεις κάποια από τις δύο; 

Τις αγαπάω και τις δύο πάρα πολύ. Νιώθω ευλογία που βρέθηκε στη ζωή μου ο Γιώργος Καπουτζίδης και μου χάρισε αυτούς τους δύο ρόλους. Οι «Σαββατογεννημένες», όμως, έχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Ήταν το ξεκίνημα μας με το Γιώργο (σ.σ. Καπουτζίδης), και τα χρόνια της αθωότητάς μας. Ήμουν 25 χρονών τότε. Ήταν όλα τόσο αθώα και ρομαντικά για μένα. Το «Στο Παρά Πέντε» το λατρεύω και θα το λατρεύω για πάντα, αλλά οι «Σαββατογεννημένες» θα είναι πάντα η αρχή μου.

«Νιώθω ευλογημένος που, στο ξεκίνημά μου, βρέθηκε στη ζωή μου ο Γιώργος Καπουτζίδης».

Νιώθεις περίεργα όταν ενώ έχουν περάσει 15 χρόνια από τότε, σου μιλάνε ακόμη συνέχεια όλοι γι’ αυτό;

Καθόλου. Είναι συγκινητικό αυτό που έχει γίνει, και γίνεται ακόμη, με το «Στο Παρά Πέντε». Κατάφερα να το ζήσω, έστω μία φορά στη ζωή μου, και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Μόνο και μόνο που αισθάνεται την ανάγκη ο κόσμος να μοιράζεται τα συναισθήματά του, μαζί μας, έπειτα από 15 χρόνια, μόνο συγκίνηση μου προκαλεί.

Όταν έχεις υπάρξει στήριγμα σε τόσο δύσκολες στιγμές, όταν άνθρωποι έζησαν μαζί σου τις ασθένειές τους – κι εσύ ήσουν η μοναδική πηγή γέλιου – καθώς και τόσα άλλα βιώματα που πολύς κόσμος έχει μοιραστεί μαζί μου, είναι κάτι που με συγκινεί ακόμη και σήμερα.

Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον; 

Εκτός από το να είμαι υγιής, να μη χάσω τον ενθουσιασμό μου για τη δουλειά μου. Θέλω καθετί που κάνω, κάθε καινούργιο μου βήμα, να έχει τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς. Είναι κάτι που, ενώ βρίσκομαι 23 χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά, το καταφέρνω ακόμη. Θεωρώ πως παρά τις δυσκολίες και τις ανασφάλειες που υπάρχουν στο χώρο της υποκριτικής, είναι η ωραιότερη δουλειά του κόσμου και αισθάνομαι βαθιά τυχερός που υπάρχω σ’ αυτήν. 

Παρόλο που έχω υπάρξει σε πολύ δύσκολες συνεργασίες και αδιέξοδα, στον πυρήνα της, η δουλειά αυτή, είναι η πιο μαγική στον κόσμο.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα