Η διαδικασία της αυτοέκδοσης είναι πολύ συνηθισμένη για νέους συγγραφείς που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο λογοτεχνικό χώρο και απορρίπτονται από εκδοτικούς οίκους.
Μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας, ως στερεότυπο, ότι οι συγγραφείς που αυτοεκδίδονται είναι εκείνοι που κανένας εκδοτικός δεν ήθελε να υποστηρίξει, ωστόσο μια ματιά στη λίστα των διάσημων συγγραφέων που ξεκίνησαν με τον τρόπο αυτό αρκεί για να ανατρέψει την άποψη αυτή: Ο Charles Dickens, ο Marcel Proust και ο Stephen King είναι μερικοί μόνο από τους διεθνώς αναγνωρισμένους σήμερα λογοτέχνες που υποχρεώθηκαν να πληρώσουν από την τσέπη τους για την έκδοση των πρώτων τους βιβλίων.
Ανάλογα με τον εκδοτικό οίκο με τον οποίο ο συγγραφέας θα έρθει σε συμφωνία για την αυτοέκδοση του έργου του, ποικίλει ο βαθμός στον οποίο θα είναι σε θέση να διαμορφώσει ο ίδιος το ύφος και την αισθητική της έκδοσης, ενώ από το budget που δύναται να διαθέσει εξαρτάται ο αριθμός των αντιτύπων που θα κυκλοφορήσουν και η διαφημιστική προώθηση. Η διαδικασία της αυτοέκδοσης οπωσδήποτε βοηθά νέους συγγραφείς να αναδείξουν το ταλέντο τους, συχνά όμως μπορεί να ενέχει και ορισμένες «παγίδες». Παρακάτω θα δούμε τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά στοιχεία αυτής της διαδικασίας.
Τα θετικά
Ο συγγραφέας που επιλέγει την αυτοέκδοση έχει την απόλυτη ελευθερία στη διαμόρφωση του ύφους που επιθυμεί να έχει η έκδοσή του, από τον σχεδιασμό του εξωφύλλου μέχρι τη σελιδοποίηση. Πάντα με τη βοήθεια του έμπειρου προσωπικού του εκδοτικού οίκου, είναι εκείνος που καθορίζει πώς θα μοιάζει το βιβλίο, δίχως να δεσμεύεται από όρους και εμπορικές αναγκαιότητες. Μπορεί να διαλέξει τον τύπο χαρτιού στον οποίο θα τυπωθεί το βιβλίο, τη γραμματοσειρά των λέξεων, τους ανθρώπους στους οποίους θα απευθυνθεί για ορθογραφική, γραμματική και συντακτική επιμέλεια, κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα το εκδοθέν αντίτυπο να είναι ακριβώς αυτό που έχει στο μυαλό του, χωρίς να αναγκαστεί να κάνει υπαναχωρήσεις.
Πέραν, όμως, των θετικών για τον συγγραφέα, υπάρχουν και θετικά για εμάς τους αναγνώστες. Δεδομένου ότι έργα όπως η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, το Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο και η Κάρι είχαν απορριφθεί στον καιρό τους από δεκάδες εκδοτικούς, γίνεται σαφές ότι, δίχως τη διαδικασία της αυτοέκδοσης μπορεί να μην είχαμε διαβάσει ποτέ μερικά από τα αναντίρρητα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ποιος ξέρει, λοιπόν, πόσα ακόμη ποιοτικά έργα μπορεί να χαθούν μόνο και μόνο επειδή οι αρμόδιοι των εκδοτικών οίκων δεν υπήρξαν αρκετά διορατικοί σε κάποιες περιπτώσεις; Η αυτοέκδοση δίνει χώρο σε συγγραφείς που, αύριο –μεθαύριο, μπορεί να μας εκπλήξουν ευχάριστα και αυξάνει την –πάντα απαραίτητη– πολυφωνία.
Τα αρνητικά
Δεν είναι, όμως, όλα ρόδινα στην περίπτωση της αυτοέκδοσης, ειδάλλως όλοι οι συγγραφείς θα επέλεγαν απευθείας αυτήν τη λύση. Αφενός, τα χρήματα που μπορεί να διαθέσει ένας νέος συγγραφέας δεν είναι πάντα αρκετά ώστε να εκδοθεί ένας ικανοποιητικός αριθμός αντιτύπων και συνήθως τα αντίτυπα που εκδίδονται, περιορίζονται σε έναν συγκεκριμένο αριθμό ανάλογο του διαθέσιμου budget. Επιπλέον, η διαφήμιση, από μεριάς του εκδοτικού οίκου, μιας αυτοέκδοσης σε καμία περίπτωση δεν είναι ανάλογη αυτής που γίνεται για έναν τίτλο που ο ίδιος ο εκδοτικός έχει επιλέξει επειδή πίστεψε σε αυτόν, με εξαίρεση τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις όπου μια αυτοέκδοση μετατρέπεται, από στόμα σε στόμα, σε εκδοτική επιτυχία-φαινόμενο.
Όσο για το αναγνωστικό κοινό, η αυτοέκδοση δημιουργεί έναν τόσο μεγάλο ωκεανό επιλογών από συγγραφείς τους οποίους ο μέσος αναγνώστης δεν έχει καν ακουστά, ώστε η διάκριση των ποιοτικών τίτλων από τους λιγότερο αξιόλογους καθίσταται μια εξαιρετικά δύσκολη κι επώδυνη διαδικασία. Πώς μπορεί ο αναγνώστης να εμπιστευθεί μια έκδοση η οποία δεν είναι επιλεγμένη από τους εκδοτικούς που γνωρίζει κι εμπιστεύεται; Μήπως, μερικές φορές, η ταμπέλα της αυτοέκδοσης, μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά για τον αναγνώστη που υπολογίζει επιμελώς το χρόνο και τα χρήματά του, κι έτσι να αποβεί αρνητική για το ίδιο το βιβλίο; Γιατί μπορεί ο Dickens, ο Proust ή ο King να αποδείχθηκαν λογοτεχνικοί γίγαντες στα χρόνια που ακολούθησαν την κυκλοφορία των πρώτων τους έργων, είναι όμως πολύ λίγοι αυτοί που κατάφεραν κάτι τέτοιο σε σύγκριση με όσους αποδείχθηκαν λιγότερο ταλαντούχοι απ’ όσο πίστευαν.
Τέλος, στους κυνικούς καιρούς μας, υπάρχει ακόμα μία αρνητική πτυχή στη διαδικασία της αυτοέκδοσης: Οι εκδοτικοί οίκοι που κυνηγούν το εύκολο χρήμα, κι οι οποίοι ενδεχομένως εκδίδουν αφιλτράριστα οποιονδήποτε συγγραφέα είναι σε θέση να τους πληρώσει για να εκδοθεί, δίχως να φροντίζουν είτε για τη διατήρηση ενός ποιοτικού status στις κυκλοφορίες τους, είτε στην παροχή μιας καθοδήγησης σε συγγραφείς που αναζητούν τη φωνή τους.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως όσο βοηθά σε ορισμένες περιπτώσεις η αυτοέκδοση, άλλο τόσο κρύβει «παγίδες» για τους φιλόδοξους νέους λογοτέχνες. Καλό θα ήταν, λοιπόν, όταν ένας τέτοιος συγγραφέας επιθυμεί να δοκιμάσει τη διαδικασία αυτή, να φροντίζει να έχει δίπλα του ανθρώπους που εμπιστεύεται για τα κριτήρια και τις απόψεις τους και να ακούει τις συμβουλές τους. Η ταπεινότητα είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό κάθε καλλιτέχνη. Και, σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν η πρώτη συγγραφική απόπειρα δεν ευδοκιμήσει, ο συγγραφέας δεν πρέπει να το βάζει κάτω, αλλά να προχωρά αμέσως στα επόμενα, διορθώνοντας ό,τι δεν πήγε καλά την πρώτη φορά και διατηρώντας τα καλά στοιχεία.
Εικόνες: Shutterstock