Προσγειώθηκε το «Blonde» στο Netflix, με την Ana De Armas να υποδύεται τη Marilyn Monroe και προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα.
Παρ’ όλο που έφυγε από τη ζωή το 1962, μέχρι και σήμερα δαπανάται πολύ μελάνι γύρω από την ιστορία της. Η γυναίκα που χαρακτηρίστηκε ως το απόλυτο sex symbol της εποχής της –και όχι μόνο– έκρυβε μια τραγική ιστορία πίσω από το λαμπερό χαμόγελό της. Μια ιστορία, η οποία σε συνδυασμό με το θάνατό της, σε ηλικία μόλις 36 ετών, δημιούργησε ένα μύθο. Ο μύθος αυτός, αν και σκοτεινός, εύλογα διεγείρει το ενδιαφέρον, αναζητώντας συνεχώς νέες πληροφορίες. Επιπλέον, ορισμένοι συγγραφείς έπλασαν μια ιστορία, βασισμένη σε αληθινά πρόσωπα και –εν μέρει– γεγονότα, διανθίζοντάς τα με στοιχεία φαντασίας.
Αυτό έκανε και η Joyce Carol Oates στο μυθιστόρημά της με τίτλο: «Blonde», στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία που διατίθεται στο Netflix.
Η πλοκή (SPOILER ALERT)
Η ιστορία ξεκινάει το 1933, με τη Norma Jeane (aka το πραγματικό όνομα της Marilyn Monroe) –υποδυόμενη από την εξαιρετικά ταλαντούχα Lily Fisher– η οποία ζει με την ψυχολογικά διαταραγμένη μητέρα της (Julianne Nicholson). Ο πατέρας της είναι μια άγνωστη σκιά του παρελθόντος, μία σκιά που η μητέρα της Norma Jeane την παρακινεί να κυνηγήσει. Κατόπιν, μια πύρινη λαίλαπα απειλεί να καταστρέψει τα πάντα στο διάβα της και η μητέρα της, μεταφέρει τη Norma Jeane μακριά από τις φλόγες, για να προσπαθήσει μετέπειτα να την πνίξει στη μπανιέρα. Ωστόσο, η Norma Jeane ξεφεύγει και σπεύδει στους γείτονες για βοήθεια, με τη μητέρα της να καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική.
Στη συνέχεια, οι γείτονες μεταφέρουν τη Norma Jeane σε ορφανοτροφείο, όπου αρνείται να πάει, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι ορφανή, αφού έχει μητέρα και πατέρα. Βέβαια, όλες αυτές οι σκηνές χαρακτηρίζονται από απότομες εναλλαγές, ζουμ και έντονες μετατοπίσεις, ώστε να ενισχυθεί η αίσθηση του ονείρου ή του flashback. Ακολουθούν έντονες, αποκαρδιωτικές στιγμές εγκατάλειψης και κακοποίησης, ενώ χτίζεται σταδιακά το δύσβατο μονοπάτι που καλείται να διαβεί η Norma Jeane.
Παράλληλα, αποτυπώνεται και η ανοδική πορεία που κατέγραψε στην καριέρα της, καθώς και στη μεταμόρφωσή της ως «Marilyn Monroe». Μια εντυπωσιακή ξανθιά σταρ, που βιώνει τρομακτικές καταστάσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες, στα χέρια των στελεχών της παραγωγής. Η Marilyn έγινε sex symbol της εποχής, λόγω της ομορφιάς, των ξανθών μαλλιών και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης που υπέστη.
Μια χαζή ξανθιά
Είναι λίγο ενοχλητική η αέναη υπερπροβολή της υποτίμησης. Για παράδειγμα, σε μία οντισιόν, η Marilyn παρομοιάζει το σενάριο με ένα έργο του Ντοστογιέφσκι, με τους παραγωγούς να ρωτούν ειρωνικά: «Διαβάζεις και Ντοστογιέφσκι, κούκλα;». Εκτός αυτού, μετά το πέρας της ακρόασης, ο παραγωγός δεν αναφέρεται καν στις υποκριτικές της ικανότητες, λέγοντας: «Τι κ*** έχει αυτή η κοπέλα;»
Επίσης, είναι θλιβερά και εκνευριστικά τα στιγμιότυπα του βιασμού, καθώς, χρειάζεται να θυμόμαστε ότι πρόκειται για ένα άλλοτε υπαρκτό πρόσωπο, το οποίο ίσως να μην ένιωθε άνετα με μια τέτοια αναπαράσταση αν βρισκόταν εν ζωή. Γενικότερα, το σεξ έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία –γι’ αυτό άλλωστε έχει χαρακτηριστεί κατάλληλη για θεατές άνω των 17 ετών– αφού συμπεριλαμβάνει ακόμη κι ερωτικό τρίο να συνευρίσκεται. Ίσως η πιο σκληρή σκηνή, είναι το εξαναγκαστικό στοματικό σεξ στον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ, John F. Kennedy, καθώς εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο. Ύστερα, ο Kennedy τη βιάζει, με την ίδια να κάνει εμετό στο μπάνιο και να αισθάνεται αφόρητους πόνους.
Εν τέλει, ανήμπορη να αντέξει τον ακανθώδη δρόμο που άνοιξε διάπλατα μπροστά της, αποφασίζει να βάλει η ίδια τέλος στη ζωή της.
Ναι στην Anna De Armas, όχι στην χυδαία προσέγγιση
Καταρχάς, χρειάζεται να υπενθυμιστεί ότι η ταινία δεν αποτελεί αυτοβιογραφία, δεν βασίζεται δηλαδή σε πραγματικά γεγονότα, αλλά στο μυθιστόρημα της Joyce Carol Oates, η οποία έχει ξεκαθαρίσει πολλάκις τη μη ρεαλιστική υπόσταση του έργου της. Η Ana De Armas έκανε μια εξαιρετικά αξιόλογη προσπάθεια ως Marilyn Monroe/Norma Jeane, αν και το μακιγιάζ και τα μαλλιά βοήθησαν πολύ στο να υποδυθεί πειστικά την εντυπωσιακή σταρ. Αδιαμφισβήτητα, η ηθοποιός μελέτησε εκτενώς τις εκφράσεις και τις κινήσεις της Marilyn, καταφέρνοντας να τις ενσωματώσει στον ρόλο. Εντούτοις, μερικές φορές υπάρχει μια αρκετά μεγάλη υπερβολή και υπερπροσπάθεια, ενώ ταυτόχρονα η φωνή της απέχει παρασάγγας από το ζητούμενο.
Καταπληκτικές ήταν οι εναλλαγές από τις έγχρωμες στις ασπρόμαυρες σκηνές, αναδεικνύοντας τα flashbacks, τα όνειρα και τη συνολική αστάθεια. Να σημειωθεί, επίσης, ότι έγινε πολύ καλή δουλειά στη μουσική επιμέλεια και στη φωτογραφία. Σκηνοθετικά και σεναριακά, ωστόσο, η υπερβολή ξέφευγε σε πολλά σημεία, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αποστροφή και να καθίσταται δύσκολη η θέασή της. Συν τοις άλλοις, οι σκηνές βίας (σωματικής ή λεκτικής), οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, «αμαυρώνουν» κατά κάποιο τρόπο τη μνήμη της Marilyn, δημιουργώντας ένα εμπορικό προϊόν. Κατά μια ευρύτερη έννοια, είναι σαν να καταδικάζεται μεν η βία, η χειραγώγηση και η εμπορευματοποίηση του γυναικείου φύλου στο Hollywood, αλλά ταυτόχρονα αναδύονται αντίστοιχες ιστορίες.