Χθες το βράδυ, παρακολουθήσαμε το πρώτο debate μεταξύ πολιτικών αρχηγών (των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή), έπειτα από 8 ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που διεξήχθη κάτι αντίστοιχο.

Ομολογουμένως, ο χθεσινός μαραθώνιος πολιτικών ιδεών, αν και μονοπωλούσε τα δελτία ειδήσεων και τις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, επισκιάστηκε από τους ασφυκτικούς όρους που καθορίστηκαν από την πλευρά ορισμένων πολιτικών αρχηγών.

Η μοναδική, ίσως, νότα αλήθειας βγήκε από τα χείλη της Ράνιας Τζίμα, η οποία απηύθυνε αφοπλιστικά στον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, μια ερώτηση σε σχέση με το σκάνδαλο των υποκλοπών.

Όπως ήταν λογικό, η ερώτηση αυτή μας αφύπνισε, μας υπενθύμισε πώς πραγματικά πρέπει οι δημοσιογράφοι να κάνουν τη δουλειά τους και κατέστη αφορμή για να γίνει η Ράνια Τζίμα πρώτο trend στο Twitter.

Εντούτοις, μια τέτοια κίνηση αρκεί για να συνειδητοποιήσουμε ως κοινωνικό σύνολο τι συμβαίνει γύρω μας; Ή μήπως η γενναία αυτή ερώτηση θάφτηκε μέσα στα κακώς κείμενα και παραγράφηκε εν μία νυκτί – από κοινού με το σκάνδαλο των υποκλοπών, το οποίο στιγμάτισε την κυβέρνηση και αποτελεί κατάφωρη παραβίαση της δημοκρατίας;

Νερόβραστες και αναμενόμενες οι απαντήσεις των πολιτικών αρχηγών – δεμένα τα χέρια των δημοσιογράφων

Δεν είναι 100% βέβαιο ότι κατέστησαν απολύτως σαφείς οι θέσεις και οι προεκλογικές δεσμεύσεις των υποψήφιων κομμάτων, διότι το χρονικό περιθώριο των δημοσιογραφικών ερωτήσεων και των πολιτικών δηλώσεων ήταν υπερβολικά περιοριστικό.  

Μέσα σε ενάμισι, μόλις, λεπτό, είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούν να αποτυπωθούν οι σκέψεις των πολιτικών αρχηγών, ακόμη κι αν είχαν λάβει εκ των προτέρων τις ερωτήσεις και έφτασαν στο χώρο του debate με σκονάκια και σημειώσεις. Ως εκ τούτου, οι περισσότερες απαντήσεις που δόθηκαν ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενες, αφού είχαν ακουστεί και σε προηγούμενες συνεντεύξεις.

Ακόμη, η αυστηρότητα του χρονικού περιθωρίου ενδεχομένως να λειτούργησε αποτρεπτικά στο να εκφράσουν οι πολιτικοί αρχηγοί επακριβώς το σκεπτικό τους, με το τελικό αποτέλεσμα να σφύζει από γενικόλογα, ασάφειες και ατελείωτες επαναλήψεις.

Μάλιστα, η Ράνια Τζίμα, την οποία οι χρήστες του διαδικτύου ανέδειξαν ως «νικήτρια του debate», επιβεβαίωσε ότι οι όροι απέναντι στους δημοσιογράφους ήταν υπερβολικά περιοριστικοί. Ειδικότερα, δήλωσε:

«Νομίζω ότι όλοι καταλάβαμε αυτό για το οποίο γκρινιάζαμε όταν μπαίναμε, ότι ήταν πολύ σφιχτό και, όσον αφορά στα πολιτικά συμπεράσματα, δεν είδα και πολλή διάθεση».

«Ξέφυγαν ή προσπάθησαν να ξεφύγουν», ενώ τόνισε πως αυτά θα είναι τα debate, «όσο οι δημοσιογράφοι δεν μπορούν να λειτουργήσουν πιο αποφασιστικά για τους όρους».

«Και αυτό ήθελαν οι πολιτικοί, διότι αν ήθελαν κάτι άλλο θα είχαμε ένα διαφορετικό debate. Νομίζω, καταλάβατε ότι οι δημοσιογράφοι είχαμε διάθεση να κάνουμε τη δουλειά μας σε μετρημένα δευτερόλεπτα. Αυτό ήθελαν οι πολιτικοί, αυτό έγινε».

Η ερώτηση της Ράνιας Τζίμα έσωσε ένα debate που, κατά τ’ άλλα, απέτυχε παταγωδώς

Όταν η συζήτηση στράφηκε στον άξονα «Κράτος, Θεσμοί, Διαφάνεια», η Ράνια Τζίμα έθεσε το εξής ερώτημα στον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη:

«Κύριε Πρόεδρε, για την τραγωδία των Τεμπών με τους 57 νεκρούς, ο κύριος Καραμανλής υπέβαλε την παραίτησή του, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη. Την κάνατε αποδεκτή, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη. Για το σκάνδαλο των υποκλοπών, ως άμεσος πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, σκεφτήκατε να παραιτηθείτε

Και η ερώτηση αυτή υπενθύμισε στον ελληνικό λαό ότι η Νέα Δημοκρατία, μάλλον, δεν βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια με τη δημοκρατία.

Από την άλλη, η απάντηση ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει αντιδράσεις και καταιγισμό σχολίων ως προς το ανύπαρκτο αίσθημα της ντροπής που χαρακτηρίζει τη συντριπτική πλειοψηφία της κυβέρνησης.

«Όχι, δεν σκέφτηκα να παραιτηθώ, αλλά ανέλαβα με θάρρος τις ευθύνες μου και υποβλήθηκαν παραιτήσεις. Ζητήθηκε άμεση διαλεύκανση από τη δικαιοσύνη και χάρηκα που άκουσα τον κ. Ανδρουλάκη να λέει ότι της έχει εμπιστοσύνη. Διόρθωσα αστοχίες ρυθμιστικού χαρακτήρα γιατί υπήρχαν παρακολουθήσεις χωρίς φίλτρα, οι δυο δικαστικές αποφάσεις, αλλά και η σύμφωνη γνώμη της Βουλής».

«Έχουμε εκσυγχρονίσει την ΕΥΠ με έναν νόμο που ψηφίστηκε για να έχουμε μια ΕΥΠ που να λειτουργεί με τη διαφάνεια στις απαιτήσεις της. Θέλω να ελπίζω ότι μπορεί να παρέχει στον εκάστοτε Πρωθυπουργό τις πληροφορίες για την προάσπιση των συμφερόντων της χώρας», συμπλήρωσε.

Κατόπιν, ακολούθησε συμπληρωματική ερώτηση από την πλευρά της κ. Τζίμα:

«Κύριε Πρόεδρε, τότε είχατε πει ότι δεν γνωρίζατε. Δεν γνωρίζατε τι συνέβη. Για μια υπηρεσία, πάντως, που επιλέξατε να την έχετε στην απόλυτη ευθύνη σας. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε. Θέλω να σας ρωτήσω, αν μπορείτε τώρα, λίγες μέρες πριν τις εκλογές, γιατί παρακολουθήθηκε ο αρχηγός του στρατεύματος, γιατί παρακολουθήθηκε ένας πολιτικός αρχηγός που κάθεται στο ένα μέτρο από εσάς, αν είναι επικίνδυνος για τη δημοκρατία – πρέπει να το ξέρουν οι πολίτες, γιατί τους ζητάει να τον ψηφίσουν σε λίγες μέρες και ένας εν ενεργεία, τότε, υπουργός σας».

Ο Πρωθυπουργός ήταν, πιθανότατα, προετοιμασμένος για την ερώτηση αυτή, διότι αφότου απάντησε, παρουσίασε κι ένα άρθρο του «Economist», σύμφωνα με το οποίο η δημοκρατία έχει κάνει σημαντική πρόοδο τον τελευταίο χρόνο. Κι επειδή ζούμε στην ίδια χώρα όλοι και γνωρίζουμε πολύ καλά πως κάτι τέτοιο είναι απολύτως αναληθές, μοιραία γεννιούνται ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του εν λόγω άρθρου.

«Οι εξηγήσεις που δόθηκαν γι’ αυτές τις παρακολουθήσεις, κυρία Τζίμα, δεν ήταν επαρκείς. Ο κ. Ανδρουλάκης δεν αποτελεί κανέναν απολύτως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια της χώρας και δεν έπρεπε ποτέ να είναι υπό καθεστώς παρακολούθησης. Όμως, μιας και μιλάμε για κράτος δικαίου συνολικά, επιτρέψτε μου να πω ότι, σίγουρα, αυτή η υπόθεση είναι μια σκιά για την κυβέρνησή μας. Δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ήταν κάτι, το οποίο δεν έπρεπε να γίνει.

«Όμως, το κράτος δικαίου στη χώρα αξιολογείται συνολικά. Σύμφωνα με τον «Economist», η δημοκρατία μας έχει κάνει σημαντική πρόοδο τον τελευταίο χρόνο, παρά το σκάνδαλο των υποκλοπών. Αυτό σημαίνει ότι, όταν βλέπουμε συνολικά το κράτος δικαίου, δεν πρέπει να βλέπουμε μόνο μια μεμονωμένη περίπτωση».

«Πράγματι, έγιναν λάθη, αλλά, συνολικά, το αν σήμερα αποδίδεται δικαιοσύνη στον τόπο, μέχρι και την περίπτωση της Μυκόνου, θα σας έλεγα, αποδείξαμε ότι δε δεχόμαστε άβατα παραβατικότητας. Και νομίζω ότι κι αυτή, είναι μια σημαντική κατάκτηση για τη δημοκρατία μας», συνέχισε ο Πρωθυπουργός.

Χρειαζόμαστε περισσότερες Ράνιες και ουσιώδη debate

Είναι δεδομένο πως, αν οι μισοί Έλληνες δημοσιογράφοι λειτουργούσαν όπως η Ράνια Τζίμα, θα ζούσαμε σε μια καλύτερη κοινωνία. Εκτός αυτού, όμως, όταν από σε ένα πολυαναμενόμενο debate, το οποίο λαμβάνει χώρα δέκα μέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, οι πολιτικοί αρχηγοί περνούν στην αφάνεια και η όποια επιτυχία βασίζεται στην αληθινή ερώτηση μιας πανέξυπνης δημοσιογράφου, τότε πρόκειται για μια ξεκάθαρα προβληματική κατάσταση.

Όταν οι συνθήκες σ’ ένα debate οδηγούν το κοινό σε ύπνωση – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – αντί να αποτελούν έναυσμα για να εκφράσει το κάθε κόμμα ξεκάθαρα τις θέσεις του και να υπάρξουν ακόμη και αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, καλύτερα να αφήνουμε τον θεσμό στην ησυχία του.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα