Δημήτρης Καρατζάς

Λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα του έργου «Λεωφορείου ο Πόθος», συναντήσαμε τον Δημήτρη Καραντζά, σκηνοθέτη και καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου «Προσκήνιο», στο οποίο, από τον Ιανουάριο του 2025, θα παρουσιάζεται σε εναλλασσόμενο ρεπερτόριο το έργο του Τενεσί Ουίλιαμς και η «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν.

«Και τα δύο έργα κάνουν ζουμ στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και στο γυναικείο δικαίωμα. Επειδή θεωρώ ότι ακόμη πρέπει να αγωνιζόμαστε για τα αυτονόητα, το ότι επέλεξα να παρουσιάσουμε αυτά τα δύο έργα μαζί είναι μια θέση», μου εξηγεί ενώ καθόμαστε στον φιλόξενο πεζόδρομο της οδού Δελφών.

Κάπως έτσι, ξετυλίγεται ο μίτος της προσέγγισής του στα δύο αυτά εμβληματικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, αλλά και σε ζητήματα καθημερινότητας που μας αφορούν όλους, όπως η στεγαστική κρίση και η πίεση να προσαρμοστούμε σε συγκεκριμένα πρότυπα ομορφιάς.

Δημήτρης Καραντζάς

Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας

Υπάρχει παρερμηνεία του έργου του Τενεσί Ουίλιαμς όταν ανεβαίνει ως σαχλός μελοδραματισμός. Το «Λεωφορείου ο Πόθος» είναι ένα σκοτεινό έργο και μιλάει για το τέλος μιας εποχής, όταν δεν ξέρουμε ακόμη ποια θα είναι η συνέχεια αυτής. Υπάρχουν δύο κεντρικά πρόσωπα: Η Μπλανς από τον αμερικάνικο νότο, πρώην αστή γαιοκτήμονας με δούλους, και ο Στάνλεϊ, Πολωνός μετανάστης που προσπαθεί να πολιτογραφηθεί ως Αμερικανός. Τα τραύματά και των δύο, αν και διαφορετικά, είναι ακραία. Αυτή που τα έχει χάσει όλα, πρέπει να χωρέσει σε μια κοινωνία που τρέχει ιλιγγιωδώς μέσα από την ύλη, την πρακτικότητα και τον αγώνα για επιβίωση όπου οτιδήποτε πιο ποιητικό, ευγενές, τρυφηλό, πνευματικό υποχωρεί μπροστά στο κυνήγι της καθημερινότητας. Αυτός, αποσταθεροποιημένος γιατί ποτέ δεν ανήκε κάπου, προσπαθεί να βρει τον τρόπο για να ανήκει, να ανέλθει, να νικήσει. Αυτή η πάλη για την επικράτηση δημιουργεί τη συνάντηση αλλά και τον πόθο, που κατ’ εμέ, προέρχεται από τον τρόμο του αφανισμού.

Ο Ουίλιαμς με το «Λεωφορείο ο Πόθος» γράφει μια πραγματεία για το πώς σκοτώνεται ο ρομαντισμός, για το τι μένει και τί θα γεννηθεί μετά. Ο Ουίλιαμς εστιάζει στο τι γίνεται αν μείνει μόνο η ύλη και τι σημαίνει η ύλη χωρίς τον ρομαντισμό.

Η Μπλανς δεν αντέχει μια τόσο πεζή πραγματικότητα και δημιουργεί ένα δικό της πεδίο προστασίας στο οποίο θέλει να ζει εντός ψευδαισθήσεων προκειμένου να επιβιώσει -έχει διαύγεια, αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και γι’ αυτό ακριβώς επινοεί τις μετατοπίσεις της. Η Μπλανς έχει συνείδηση ότι δεν λέει την αλήθεια, αλλά αυτό που θα ήθελε να είναι η αλήθεια.

Δημήτρης Καραντζάς

Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας

Η Έντα Γκάμπλερ είναι ένα λευκό χαρτί που όλη η κοινωνία θέλει να γράψει πάνω του, θέλει να της «φορέσει» τι πρέπει να είναι μια γυναίκα. Αυτό που είναι αδιανόητο στο συγκεκριμένο έργο είναι ότι σε κάθε σκηνή ανατρέπεται η αίσθηση για το ποιος ορίζει το παιχνίδι. Ενώ αρχικά φαίνεται ότι η Έντα Γκάμπλερ το ορίζει, τελικά αποδεικνύεται ότι κι εκείνη είναι θύμα της κοινωνίας. Νομίζω ότι η αυτοκτονία της είναι μια τρομερή κοινωνική βόμβα, είναι μια δήλωση που λέει ότι η κοινωνία σας είναι άρρωστη και δεν το βλέπετε, αλλά τι θα λέγατε αν αντικρίζατε μπροστά σας τα πτώματα που κρύβετε στις ντουλάπες σας;

Η Έντα Γκάμπλερ προσπαθεί ως γυναίκα να είναι αυτό που θέλει. Η επιθυμία της είναι πνιγμένη από την κοινωνική δομή, δεν της επιτρέπεται καν να την αρθρώσει. Η Έντα Γκάμπλερ, όπως και η Μπλανς, αποζητά μια ποιητική πράξη μέσα σε ένα άνυδρο τοπίο. Το συγκεκριμένο αίτημα είναι επίκαιρο, έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε. Ακόμη δεν έχουμε χώρο για τις γυναίκες που αμφισβητούν τα κοινωνικά δεδομένα και αναζητούν μια νέα ταυτότητα.

Δημήτρης Καραντζάς

Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας

Δεν έχω αρνητική γνώμη για το ότι ανεβαίνουν τόσα πολλά έργα στις θεατρικές σκηνές. Όταν ακούω την επωδό: «Μα καλά, τόσο ταλέντο έχουμε σε αυτή τη χώρα και έχουμε τόσες πολλές παραστάσεις;», σκέφτομαι ότι: «Όχι, δεν έχουμε τόσο ταλέντο. Αλλά μέσα σε ένα τοπίο αχανές, αδόμητο και αβοήθητο, υπάρχει τουλάχιστον μια αντίδραση που πυροδοτεί κόσμο κάπως να προσπαθήσει να κάνει κάτι». Μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό θα υπάρχουν και προχειρότητες ή αηδίες, όμως θα υπάρχουν και πράγματα που θα πρέπει να τα εντοπίσεις, που θέλουν μια «μύτη» για να τα ανακαλύψεις ή που θα φτάσουν στα αυτιά σου χάρη στους θεατές που τα είδαν. Πιστεύω ότι το «στόμα με στόμα» είναι το βασικότερο μέσο, ό,τι προμόσιον κι αν έχεις κάνει.

Υπάρχει πληθώρα παραστάσεων, υπάρχει όμως και συντηρητισμός. Πιστεύω ότι το θέατρο δεν διάγει και την πιο ερευνητική του περίοδο. Ίσως γιατί ένας τρόπος έρευνας μοιάζει να έχει στομώσει. Νομίζω ότι η αποδόμηση δεν είναι πια πρόταση, από την άλλη δεν ξέρω και ποια μπορεί να είναι η πρόταση. Όλο αυτό θεωρώ ότι δημιουργεί μια τάση οπισθοχώρησης, ότι ξαναγυρνάμε στα «βασικά», δηλαδή σε καλοστημένες παραστάσεις που δεν έχουν κάτι παραπάνω να πουν. Θέλω να πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο μέχρι να βρεθεί μια νέα γλώσσα, μία νέα κίνηση.

Στις ημέρες μας υπάρχει καλό και κακό θέατρο, αλλά όχι ριζοσπαστικό. Προφανώς, υφίστανται και εξαιρέσεις αλλά βλέπω ότι συνολικά οι κινήσεις, πια και στα μεγάλα κρατικά ή ιδιωτικά ιδρύματα, δεν δείχνουν διάθεση για ρίσκο αλλά εστιάζουν στο ταμείο. Είμαστε όλοι δέσμιοι του ταμείου και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου. Κάνοντας αυτή τη δουλειά θέλουμε να βρούμε έναν τρόπο που θα μας επιτρέψει να συνεχίσουμε να την κάνουμε χωρίς να προδώσουμε τελείως το όραμά μας και τον λόγο για τον οποίο ξεκινήσαμε να κάνουμε θέατρο. Τίποτα απ’ αυτά δεν είναι απλό, όπως δεν είναι εύκολες και οι συνθήκες μέσα στις οποίες λειτουργεί ένα θέατρο που δεν προσβάλει ανθρώπους ζητώντας τους να παίξουν χωρίς να πληρωθούν. Φτάνει πια με αυτό. Πόσο πρέπει να θυσιαστεί κανείς για να φτάσει στην καλλιτεχνική αλήθεια -αν αυτή υπάρχει.

Δημήτρης Καραντζάς

Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας

Πιστεύω ότι η καραντίνα της εποχής του κορωνοϊού έχει παίξει τεράστιο ρόλο στην ύπνωση των ανθρώπων. Ήταν ένα τεράστιο σοκ, ένα τραύμα που μας έφερε στο σημείο να λέμε κι ευχαριστώ που μας επιτρέπεται να βγούμε απ’ τα σπίτια μας. Είμαστε ακόμη στα απόνερα ενός σοκ.

Έμενα στα Εξάρχεια, αλλά έφυγα πριν γίνουν ένα τουριστικό λούνα παρκ, στο οποίο ως κάτοικοι δεν χωράμε. Έφυγα γιατί προτίμησα να μην πληρώνω 900 ευρώ για ένα σπίτι-χρέπι αλλά να πάω λίγο παραπέρα, πάνω από το Πεδίον του Άρεως συγκεκριμένα, όπου μπορώ να δίνω -με τα δεδομένα της εποχής- ένα πιο βιώσιμο ενοίκιο. Αν ένας μέσος μισθός είναι 900 ευρώ, τότε δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να σου ζητούν ενοίκιο 800 ευρώ. Δεν καταλαβαίνω πια τι μας ζητάνε. Να φύγουμε; Να εξαφανιστούμε; Νομίζω ότι η Αθήνα θα γίνει ολόκληρη ένα τουριστικό μνημείο τύπου Ντουμπάι.

Mας επιβάλλεται μόνο ένα πρότυπο ομορφιάς. Βλέπεις στα σόσιαλ κάτι τέλειες φωτογραφίες και μετά βλέπεις το ίδιο πρόσωπο από κοντά και λες: «Ευτυχώς έχει κάτι το ανθρώπινο, μια μικρή “ατέλεια”, γιατί το άλλο όπως παρουσιάζεται είναι κάπως τρομακτικό, είναι πλαστικοποιημένο». Εγώ, που έχω παχύνει τα τελευταία χρόνια, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να έρθει ο χ άσχετος σκηνοθέτης ή διευθυντής, που δεν είναι φίλος μου, και να με ρωτήσει γιατί πάχυνα. Ρωτάς, αλλά είσαι έτοιμος να δεχθείς μια απάντηση όπως: «Παίρνω τα τάδε φάρμακα γιατί έχω πρόβλημα υγείας» ή «Έχω κατάθλιψη» ή «Ήμουν πολύ στρεσαρισμένος και το έριξα στο φαγητό»; Γιατί πρέπει να λογοδοτώ σε ανθρώπους; Ποιος δίνει σε αυτούς ένα τέτοιο εξουσιαστικό δικαίωμα πάνω στο σώμα μου; Κάποια εποχή, που δεχόμουν συχνά ερωτήσεις για τα κιλά μου, διερωτήθηκα στιγμιαία τι να κάνω, μήπως να μη βγαίνω έξω στην τελική; Φυσικά, αυτό δεν είναι ποτέ η απάντηση. Ας αφήσουμε χώρο οι άνθρωποι να ποθούν και να ερωτεύονται αυτούς που θέλουν, ανεξαρτήτως των στάνταρτ περί αναλογιών και προτύπων.

Info: Λεωφορείο ο Πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς από 8 Νοεμβρίου, Έντα Γκάμπλερ του Χένρικ Ίψεν από τις 17 Ιανουαρίου. Θέατρο Προσκήνιο, Καπνοκοπτηρίου 8.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
2
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα