Με τις τεράστιες αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων συναυλιών και φεστιβάλ να επηρεάζουν πλέον και τις εγχώριες διοργανώσεις, πώς επηρεάζεται το μουσικόφιλο κοινό και δη η νεολαία από τη μετατροπή μιας αγαπημένης συνήθειας σε είδος πολυτελείας;
«Με πήρε η Ζοζάν, είναι στην αναμονή για εισιτήριο Coldplay και ψάχνει παράλληλα και αεροπορικά για Αθήνα». Αυτή τη συζήτηση είχα προ ολίγων μηνών με κολλητή μου φίλη, η οποία με ενημέρωνε πως η μικρότερη αδερφή της –28 ετών, εργαζόμενη και μόνιμη κάτοικος Αγγλίας ήδη από την εφηβεία της– έψαχνε μετά μανίας εισιτήρια για την αθηναϊκή συναυλία του αγαπημένου της συγκροτήματος.
Όχι επειδή είχε απωθημένο να δει τους Coldplay live κάτω από τον αττικό ουρανό, αλλά επειδή απλούστατα το εισιτήριο ήταν πολύ φθηνότερο από όσο κόστιζε σε venues του Λονδίνου, όπως για παράδειγμα η O2 arena. Φθηνότερο ακόμη κι αν αυτό συνεπαγόταν ότι η Ζοζάν θα πετούσε για τη γενέτειρά της σε high season, έχοντας να επωμιστεί ως έξοδο και αεροπορικά εισιτήρια στα ύψη.
Όμως οι τιμές των εισιτηρίων για το διπλό sold-out των Coldplay στην Αθήνα δεν έμοιαζαν το ίδιο προσιτές και για το εγχώριο κοινό και το πορτοφόλι του, όταν ανακοινώθηκε η διοργάνωση, με τα φθηνότερα (και περιορισμένα σε αριθμό) να εκκινούν από τα 52,80€ και την τιμή να εκτοξεύεται μέχρι και στα 995,00€ για την Ultimate Spheres Experience.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με άλλες μεγάλες συναυλίες του καλοκαιριού που θα ανακοινώνονταν λίγους μήνες μετά, όπως αυτή των Queens of the Stone Age και Spritualized στο AthensRocks (αυτή τη στιγμή στα 80,30€ για την αρένα), ακόμα και αυτής του εξαιρετικά συχνού επισκέπτη μας, Nick Cave, με τον Colin Greenwood στο πλευρό του και τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στη φιλοξενία.
Πότε όμως έγιναν οι συναυλίες και τα φεστιβάλ είδος πολυτελείας και τι σημαίνει αυτό για το μουσικόφιλο κοινό και μια νεολαία που χάνει και το τελευταίο προπύργιο πρόσβασής της στον πολιτισμό;
Αν επιχειρούσαμε να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα μερικά χρόνια πριν, οι insiders των μουσικών δρωμένων της Αθήνας θα ισχυρίζονταν (και θα είχαν δίκιο) ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ίδιων των εγχώριων promoters ανεβάζει πολλές φορές τις τιμές των εισιτηρίων. Γεγονός που σίγουρα φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που υποτίθεται πως προσδοκά ο υγιής ανταγωνισμός στην αγορά.
Η μείωση του ΦΠΑ είναι μόλις ένα παράδειγμα και σίγουρα πολύ πιο αξιοπρεπές από ακόμη ένα κυβερνητικό Pass.
Η πικρή αλήθεια στο σήμερα δείχνει, ωστόσο, προς μια άλλη κατεύθυνση και ένα γεγονός που άλλαξε για τα καλά τον κόσμο όπως τον ξέραμε πριν μερικά χρόνια. Ο λόγος φυσικά για την πανδημία του Covid-19, που αποτέλεσε κοσμοϊστορικό πλήγμα (και) για τη μουσική βιομηχανία παγκοσμίως. Μια βιομηχανία που ήδη έχανε πολλά χρήματα ετησίως από την εκρηκτική άνοδο του streaming, τη μείωση των royalties που πληρώνουν εταιρίες όπως το Spotify στους καλλιτέχνες, αλλά και τη συρρίκνωση των φυσικών πωλήσεων δίσκων ήδη εδώ και δεκαετίες.
Τι κάνεις λοιπόν όταν μετράς τρία χρόνια «χασούρας» από το touring και αυτό είναι πια το βασικό μέσο των εσόδων σου, σε μια περίοδο που ο παγκόσμιος πληθωρισμός λόγω πολεμικών συρράξεων επηρεάζει έτσι κι αλλιώς δυσμενώς το κόστος των μουσικών παραγωγών; Μα, φυσικά και αυξάνεις την τιμή των εισιτηρίων σου. Και αλίμονο στους μη έχοντες.
Για τους λάτρεις της στατιστικής, ο μέσος όρος των τιμών συναυλιακών εισιτηρίων για το καλοκαίρι του 2024 στην Αθήνα ανέρχεται στα 50 περίπου ευρώ. Για τον υπολογισμό του, ως δεδομένα χρησιμοποιούνται συναυλίες εγχώριων καλλιτεχνών που ξεκινούν από τα 10 περίπου ευρώ (βλέπε Anser, Μαρίνα Σάττι, Θανάσης Παπακωνσταντίνου) και φυσικά αυτές φεστιβάλ μεγάλων ξένων ονομάτων όπως το Release, το Ejekt και το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, υπολογίζοντας ωστόσο τις πιο οικονομικές επιλογές που διατίθενται και που, δυστυχώς, είναι περιορισμένες.
Τα πράγματα είναι δύσκολα πια αν αγαπάς τη μουσική. Φαίνεται άλλωστε από το τι μας λένε άνθρωποι που μέχρι πρότινος απολάμβαναν για τα καλά το «συναυλιακό σπορ», θεωρώντας δεδομένο ότι θα περάσουν το μισό καλοκαίρι τους στην Τεχνόπολη, την Πλατεία Νερού και το ΟΑΚΑ. Χαρακτηριστικά, ο Πέτρος Καούνης, 40 ετών και ιδιωτικός υπάλληλος, δηλώνει ότι φέτος θα καταφέρει να πάει μόνο σε 4 συναυλίες: αυτές των Roc Marciano, Εnforced, Fever Ray και Pulp. «Θα πήγαινα σε άλλες τόσες αν είχα λεφτά», αναφέρει ο ίδιος, με τον Nick Cave να αποτελεί το act που θα χάσει που «πονάει» περισσότερο.
Για τη Μάντυ Βλασσοπούλου, εκπρόσωπο της Gen Z στα 27 της χρόνια και κειμενογράφο, τα πράγματα φαίνεται να ζορίζουν περισσότερο. «Θα πάω μάλλον μόνο Pulp. Θα ήθελα να πάω και Massive Attack και επίσης εκτός καλοκαιριού Still Corners και Godspeed You! Black Emperor. Αλλά αν έπαιζαν περισσότερες μικρές [συναυλίες] μέχρι τα 30 [ευρώ] θα με έψηναν φουλ περισσότερο».
Πράγματι, οι μικρές συναυλίες, τόσο ως προς τα ονόματα που ανεβαίνουν στο stage, όσο και ως προς το ποσό που χρειάζεται κανείς για να πάρει το «μαγικό χαρτάκι» φαίνεται πως τα πάνε μια χαρά στα μέρη μας σε πείσμα των καιρών. Σκεφτείτε άλλωστε τι έγινε σε εκρηκτικά sold-out του φετινού χειμώνα όπως οι Maruja ή προσφάτως αυτό της Emma Ruth Rundle.
Όμως τι μέλλει γενέσθαι με τα μεγαλύτερα live και τις καλοκαιρινές μουσικές αναμνήσεις που στερείται πια μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων; Αν το US Department of Justice ετοιμάζει ήδη έναν γιγαντιαίο νομικό αγώνα πάταξης του μονοπωλίου της Live Nation (που οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στην εκτόξευση των τιμών των εισιτηρίων), τότε σίγουρα και σε εγχώριο επίπεδο υπάρχουν τρόποι για να εξασφαλιστούν πιο φιλικές τιμές για το κοινό.
Η μείωση του ΦΠΑ είναι μόλις ένα παράδειγμα και σίγουρα πολύ πιο αξιοπρεπές από ακόμη ένα κυβερνητικό Pass.
Όλα βέβαια είναι ζήτημα βούλησης.