Η ηθοποιός, Έλη Δρίβα, μίλησε στη Χρύσα Λύκου για την πρώτη φορά που χρειάστηκε να υπερασπιστεί ένα ανθρώπινο δικαίωμα, τα στερεότυπα που αντιμετωπίζει μια ανάπηρη γυναίκα και τον φόβο που προσπαθεί να ξορκίσει.
Την Έλη Δρίβα, την παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια στις παραστάσεις στις οποίες πρωταγωνιστεί, μονολογώντας στο σκοτάδι ατάκες όπως: «Έλα ρε συ, πολύ καλή» χωρίς ευτυχώς να μου έχουν κάνει ακόμη κάποια παρατήρηση. Αυτό το καλοκαίρι, συμμετέχει στην παράσταση «Ενενήντα» της Βαλέριας Δημητριάδου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Έτσι, οι κουβέντες μας σε φουαγέ θεάτρων και συνομιλιών στο Instagram, πήραν μια πιο επίσημη μορφή για χάρη αυτής της συνέντευξης, που ξεκίνησε με τη διαπίστωση ότι οι σπουδές της στο Ιστορικό Αρχαιολογικό δεν ήταν αρκετές για να την κρατήσουν μακριά απ’ το θέατρο.
«Θυμάμαι να υπάρχουν πολλές στιγμές όπου μοιραζόμουν σε φίλους, συμφοιτητές και καθηγητές αυτό που είχε σπείρει εντός μου η τέχνη (πολύ πριν τη φιλοσοφική), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχα δρομολογήσει τη στροφή προς το θέατρο. Τουναντίον. Έμενα αδρανής μπροστά σε όλο αυτό το δέος που μου προκαλούσε. Η αγάπη κι η ανάγκη να είμαι σε αυτό, με έφεραν αργότερα μπροστά σε νέα βήματα. Είναι αυτή η διονυσιακή ατμόσφαιρα του θεάτρου. Από την είσοδο στην πλατεία, το άηχο –λόγω μοκέτας– πάτωμα, το χρώμα στις κουρτίνες, η διάταξη των καθισμάτων, η μυρωδιά του ξύλου της σκηνής, το ευγενές έμμετρο καμπανάκι, τα υγρά μάτια των θεατών που λαμπύριζαν στο σκοτάδι, μέχρι το τέλος της ημέρας όπου προσπαθούσα να θυμηθώ τη ροή των πράξεων λίγο πριν κοιμηθώ».
Τη ρωτάω αν η τέχνη είναι ένας τρόπος για εκείνη να μεταβολίζει τις υπαρξιακές της ανησυχίες
«Αν το συνώνυμό του “μεταβολίζει” είναι το “καθησυχάζει”, τότε όχι. Η τέχνη υπάρχει για να αφυπνίζει. Κρούει κινδύνους σε θεατή, ηθοποιό, σκηνοθέτη, σε κάθε λειτουργό αυτής… σε ολόκληρη την κοινωνία, σε μετέχοντες/-ουσες/-οντα και αποκλείοντες/-ουσες/-οντα». Για πολλές, πολλούς και πολλά, η τέχνη λειτουργεί σαν καταφύγιο. «Για μένα, όχι. Μπορεί, όμως, να ξεδιαλύνει έναν νέο μου προβληματισμό. Είναι προσωπική υπόθεση το τι οδηγεί κάθε άνθρωπο σε μία παράσταση. Αυτό που θεωρώ αδιαμφισβήτητο, είναι ότι η σκηνή αποστέλλει ερεθίσματα στον κάθε θεατή. Το ερέθισμα αυτό δεν είναι κοινό για όλους, κι αυτό σηματοδοτεί την ελευθερία στο ανθρώπινο πνεύμα κι εν γένει στην ύπαρξη».
Ο γοητευτικός κόσμος του θεάτρου, όπως κι ο όχι τόσο γοητευτικός κόσμος της πραγματικής ζωής, φέρει πολλές έξτρα δυσκολίες, αν είσαι ένας ανάπηρος άνθρωπος, όπως η Έλη. Αναρωτιέμαι πόσο εύκολο ήταν για εκείνη, να ακολουθήσει θεατρικές σπουδές
«Οι θεατρικές σπουδές σε αμιγώς θεωρητικό πλαίσιο (θεατρολογία λ.χ.) είναι σχετικά προσπελάσιμες όσον αφορά τη δομή των κτιριακών εγκαταστάσεων και των μαθημάτων –από όσα θυμάμαι, τουλάχιστον. Αν, όμως, πρόκειται για σπουδές στην υποκριτική, η κατάσταση ακόμα δυσχεραίνει, προσθέτοντας και τις φωνές εκείνες που κρίνουν ότι στον χώρο πρέπει να ανήκουν άνθρωποι με εξωτερικά χαρακτηριστικά συγκεκριμένων διαστάσεων και λειτουργιών. Συνεπώς, με κριτήρια χωμάτινα, φθαρτά κι αναλώσιμα. Είναι πεποίθηση που πληγώνει όσους αγαπούν το θέατρο, γιατί αυτό το χαρακτηρίζει “φτωχό”».
Τη ρωτάω αν την εκνευρίζει όταν μιλάμε για πράγματα καθημερινότητας όπως οι σπουδές, η εργασία αλλά και για μια απλή βόλτα, να χρησιμοποιούμε λέξεις όπως «υπομονή», «θάρρος» κτλ. Είναι, τελικά, οι ανεπάρκειες της πολιτείας που καλλιεργούν μια τέτοια συνθήκη;
«Αυτές οι ανεπάρκειες πράγματι οδηγούν σε ανάλογες συμπεριφορές, άρα και συνειδήσεις. Κι αυτό γιατί οι εν λόγω καθιστούν τη βλάβη, αναπηρία. Δεν με εκνευρίζουν, όχι. Η κοινωνική μου ταυτότητα μου έχει χαρίσει πολλές αμήχανες, αστείες ακόμη και προσβλητικές μισαναπηρικές στιγμές, μιας και η βλάβη μου είναι εκ γενετής. Έχω μυηθεί, λοιπόν, στην κατανόηση ώστε να διατηρώ την ισορροπία μου. Μπορώ να αντιληφθώ τη δυσκολία του ανθρώπινου νου όταν βρίσκεται σε συνθήκη μετάβασης κι αλλαγής. Ωστόσο, η μάθηση είναι δια βίου σε όλους τους τομείς και σταθμούς της ζωής. Γιατί όχι, λοιπόν, και στη συνείδηση;».
Μιλάμε για τα στερεότυπα που έχει αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της εργασίας της σε θέατρο και τηλεόραση
«Τα στερεότυπα με τα οποία έρχομαι αντιμέτωπη, συνήθως, δεν αφορούν τον τρόπο που προσωπικά επιλέγω να αφοσιώνομαι στον ρόλο μου, αλλά στην παρουσία ανάπηρου ηθοποιού στο θέατρο αγνοώντας ώρες προβών, εμπειρία, πνευματική και σωματική κόπωση μηνών. Αυτά τα στερεότυπα είναι ορατά είτε είσαι καλλιτέχνης, είτε όχι. Αρκεί να αναρωτηθεί κανείς πόσες φορές είδε στην τηλεόραση ή στο θέατρο ρόλους που δεν βασίζουν την ύπαρξή τους στη βλάβη των ανθρώπων αυτών και πόσο ενεργοί ήταν στην πλοκή του έργου, τι είδους σχέσεις είχαν με τους υπόλοιπους (ερωτικές, εξουσίας ) κ.λπ».
Τη ρωτάω αν ο σεξισμός απέναντι σε μια γυναίκα, εντείνεται όταν αυτή είναι ανάπηρη
«Ναι κι όχι. Είναι αμφίσημo. Κάποιοι άνθρωποι έχουν προαποφασίσει πως η βλάβη δεν αξίζει σε κάποιο άτομο, είτε λόγω νεότητας είτε λόγω ομορφιάς. Το παραλληλίζω με την κοινή γνώμη όπως αυτή εκφράζεται και μέσω των ΜΜΕ, σε περιπτώσεις εγκλημάτων όπου τα θύματα είναι γυναίκες. Τι ακούμε; “Κρίμα, την κοπέλα! Ήταν τόσο όμορφη”. Από την άλλη, είναι σημαντικό να πούμε ότι η κοινωνία δεν προσδιορίζει σε ένα ανάπηρο άτομο την σεξουαλική του ταυτότητα. Έτσι, το αναγκάζει να τη στηρίζει σθεναρά, όπως συμβαίνει και με την κοινωνική του ιδιότητα».
Ζούμε στο 2024, κι ακόμη ένας άνθρωπος με φανερή ή όχι βλάβη μπορεί να προκαλέσει αμηχανία στους γύρω του, σαν να χρειάζεται να υιοθετήσουν έναν ειδικό χειρισμό. Άραγε, γιατί συμβαίνει αυτό και κατά πόσο ευθύνεται το γεγονός ότι δεν συναναστρεφόμαστε συχνά ανάπηρα άτομα, λόγω των άθλιων υποδομών προσβασιμότητας;
«Αλήθεια, δεν είναι θλιβερό; Και δεν αφορά τον άνθρωπο με την βλάβη. Δεν θέλω να τον θυματοποιήσω. Είναι και για τους δύο, η σχέση είναι αμφίδρομη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που υπερασπίστηκα ένα ανθρώπινο δικαίωμα (πολύ πριν αναγνωρίσω τα δικά μου). Ήμουν μαθήτρια στο δημοτικό, στην τάξη μου είχε έρθει ένα κορίτσι Ρομά, πολύ κλειστό και ντροπαλό. Δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ. Σε ένα διάλειμμα, κάθισε στην αίθουσα μαζί μου. Δεν μιλούσαμε. Έρχεται ξαφνικά ένας όχλος παιδιών από άλλο όροφο. Μπαίνει στην αίθουσα κι αρχίζουν να μας χλευάζουν, γελώντας μαζί της. Εκείνη δεν απάντησε, δεν τόλμησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ούτε εγώ θα το έκανα τότε για μένα. Φώναξα, τους έδιωξα».
«Είχα πολύ θυμό τότε για εκείνα τα παιδιά. Αρκετά χρόνια μετά, αναγνωρίζω πια, πως ευθύνη δεν έφερε μόνο εκείνο το κορίτσι που ήταν αρχηγός του όχλου. Αν στο σχολείο, η μοναδικότητα ήταν γνώρισμα κάθε μαθητή ανεξαρτήτως καταγωγής, χρώματος, θρησκείας, σωματικής δομής και σεξουαλικού προσανατολισμού, ουδείς, ουδεμία και ουδέν θα υπέφερε από μοναξιά ή ανάγκη να προκαλέσει για να ξεχωρίσει. Θα υπήρχε μόνο η ανάγκη να χτίζουμε σχέσεις, να σεβόμαστε και να φροντίζουμε, ώστε να ανθίσει η ανθρωπότητα».
Συζητάμε για τον εκφασισμό της κοινωνίας και τον καθημερινό ρατσισμό γύρω μας
«Οι άνθρωποι έχουμε μια “κοινωνική” και μια “ανομολόγητη” λίστα. Η πρώτη, περιλαμβάνει κρυφές επιθυμίες, στόχους, εξομολογήσεις, υπαρξιακά ερωτήματα, φόβους που έχουν κληρονομηθεί από στερεότυπα και πατριαρχίες, που χρειάζονται ένα μικρό ερέθισμα, ένα πολύ μικρό αίσθημα αποδοχής κι ασφάλειας, ώστε να κοινοποιηθούν έστω σε ένα άτομο και να επέλθει ο τοκετός της προόδου. Στη δεύτερη λίστα, εντάσσονται όσα δεν θέλεις να υιοθετήσεις. Λέξεις και ήχοι που δεν θέλεις να πάρουν μορφή κι αποκτήσουν οντότητα στη Γη, μιας και διαισθάνεσαι έναν τοξικό όλεθρο. Στη δεύτερη δική μου λίστα, ανήκει ο φασισμός. Ωστόσο, συνειδητά θα πρέπει να φτάσουμε στο στάδιο της εξομολόγησής τους, ώστε να έρθει η αλήθεια και να δημιουργήσει συμμάχους για την εξόντωσή τους. Η στέρηση της ελευθερίας δεν θα φέρει ποτέ κανέναν πιο κοντά στην πεμπτουσία της ζωής. Ο μεγαλύτερος φόβος που τώρα μοιράζομαι για να τον ξορκίσω, είναι πως αυτή την επικράτηση θα βιώσει η νέα γενιά ως “κανονικότητα’” μια λέξη την οποία σιχαίνομαι».
Της ζητάω να μου πει λίγα λόγια για την παράσταση που ετοιμάζουν αυτό το καλοκαίρι
«Το “Ενενήντα” μας! Είναι το νέο συγγραφικό παιδί της Βαλέριας Δημητριάδου και πραγματεύεται την ιστορία ενός άντρα που θέλει κι επιδιώκει να ζήσει νέες εμπειρίες, αντιμετωπίζοντας όμως εμπόδια, από οικεία –και μη– περιβάλλοντα που η κοινωνία τα έχει μυήσει να λειτουργούν σε μια άλλη μορφή ρατσισμού. Στον ηλικιακό».
«Είμαι ευγνώμων για τους μήνες αυτούς. Συνεργάζομαι με πολύ ικανούς κι άξιους συναδέλφους. Θα τούς αναφέρω έναν προς έναν, μία προς μία γιατί το αξίζουν: Ο Δημήτρης Παπαγιάννης, του οποίου το παρελθόν κι η εμπειρία έρχεται σε αντιπαράθεση με το “ευχαριστώ” που εκφράζει σε εμάς που είμαστε νεότεροι στον χώρο, η Μαρία Κατσανδρή, με την κουλτούρα της να σε στέλνει για καφέ στον Σηκουάνα, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης με την έγνοια του για κάθε συνάδελφο στη σκηνή, ο Βαγγέλης Αμπατζής που όταν τον πρωτοείδα δεν φανταζόμουν ότι θα δουλέψω μαζί του, ο Μιχάλης Πανάδης να με εντυπωσιάζει με την αβρότητα και την επιμέλειά του σε κάθε πρόβα, η Αντριάνα Ανδρέοβιτς να είναι πάντα σε εγρήγορση με χαμόγελο και δεινότητα στο σωματικό θέατρο, η Μαριάμ Ρουχάντζε της οποίας μόνο οι μπούκλες της δεν γνωρίζουν από μουσική και ευφάνταστους αυτοσχεδιασμούς, η Αθήνα Σακαλή που μας οργανώνει, χορεύει και παίζει όποτε χρειαστεί και φυσικά, η Βαλέρια που είναι μια γυναίκα την οποία θαυμάζω από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας».
Αρχικά, αυτό έγινε εξαιτίας της ευγένειάς της και της διακριτικής παρουσίας στον χώρο. Σύντομα, διέκρινα κι άλλα πολύ σπουδαία χαρακτηριστικά της για να συνδεθώ. Ελεύθερο πνεύμα, οξυδέρκεια, διάθεση να εξερευνά και τρυφερότητα. Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω μαζί της και είναι τιμή μου να είμαι μια εκ των μελών που δίνει ζωή στο όραμά της. Είναι αξιόλογο να έχεις καθημερινά τριβή με ανθρώπους που σέβονται τη δουλειά σου, να μην προσπαθούν να επιβληθούν λόγω της θέσης και να λειτουργούν με σεβασμό απέναντι στο κάθε ον. Αυτά τα αισθάνομαι ακόμα και τώρα, στον πυρετό των πολύωρων προβών, λίγο πριν την πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Αθηνών».
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση, εδώ: https://aefestival.gr/festival_events/eneninta/