Μία φορά κι έναν καιρό, ήταν τρεις συγκάτοικοι. Ο Νίκος, η Μαρίνα και η Αλεξάνδρα. Ένας σκηνοθέτης, μια ηθοποιός και μια φωτογράφος. Και μαζί έφτιαξαν την πρώτη ελληνική ταινία που θα διαγωνιστεί μετά από 23 χρόνια, στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα La Cinef του 77ου Φεστιβάλ των Καννών.
Συναντηθήκαμε εν μέσω πυρετωδών –για εκείνους– προετοιμασιών, λίγο πριν την αναχώρησή τους για την πόλη της Γαλλίας, όπου αυτές τις μέρες χτυπάει η καρδιά του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο Νίκος, η Μαρίνα και η Αλεξάνδρα είναι τρεις από τους ανθρώπους που ευθύνονται για τη μεγάλη επιτυχία τόσο στα εγχώρια, όσο και στα διεθνή εδάφη της μικρού μήκους ταινίας: «Το χάος που άφησε πίσω της». Ένα δημιούργημα που επιλέχθηκε να διαγωνιστεί, ανάμεσα σε σπουδαστικές ταινίες νέων σκηνοθετών απ’ όλο τον πλανήτη.
Το έργο, που έκανε την ελληνική του πρεμιέρα στη Δράμα, κερδίζοντας τα βραβεία Σκηνοθεσίας και Γυναικείας Ερμηνείας στο Εθνικό Σπουδαστικό Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ και λίγο αργότερα ήρθε σε επαφή με το ακόμα ευρύτερο κοινό μέσα από τις «Νύχτες Πρεμιέρας» και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κατάφερε από την πρώτη στιγμή να κερδίσει τις εντυπώσεις χάρη στην απλότητα και την ειλικρίνειά του. Ακριβώς όπως συνέβη και στην δική μου περίπτωση με τους δημιουργούς του.
Ο Νίκος, η Μαρίνα και η Αλεξάνδρα μίλησαν στο Estella για το «Χάος», τις Κάννες, τα επόμενα βήματά τους και το μέλλον του ελληνικού σινεμά
[Η Άννα είναι λίγο πριν τα τριάντα και νιώθει πως τώρα είναι η τελευταία ευκαιρία να πετύχει το όνειρό της, να κυνηγήσει μια μουσική καριέρα στο Παρίσι. Η επιτυχία δεν θα έμοιαζε άπιαστη, αν ο αυτοκαταστροφικός αλκοολικός πατέρας της δεν στεκόταν εμπόδιο στον δρόμο της.]
(Credits: Αλεξάνδρα Ρίμπα)
Νίκο, υπάρχει κάποια πραγματική ιστορία, που λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης;
[Νίκος] Δεν υπάρχει κάποια άμεση σύνδεση με τον αλκοολισμό. Σίγουρα, έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και στους δύο χαρακτήρες. Μου αρέσει να γράφω για πράγματα που έχω ζήσει και με τα οποία μπορώ να ταυτιστώ. Στην προκειμένη, αυτό ήταν η ανάγκη μου να φύγω από ένα άτομο που αγαπώ. Πώς φεύγεις από μία κατάσταση, παρά τα έντονα συναισθήματα που μπορεί να σου προκαλεί αυτή.
Φεύγεις;
[Νίκος] Νομίζω πως φεύγεις. Μπορεί να φεύγεις, ακόμα κι αν πρακτικά μένεις στο ίδιο μέρος. Η Άννα θα μπορούσε να μην φύγει ποτέ για το Παρίσι, αλλά παρ’ όλα αυτά να έχει αποσυνδεθεί από τον πατέρα της.
Τι συμβαίνει με την Άννα και τον Δημήτρη μετά την ταινία;
[Νίκος] Στην ταινία μένουν ανοιχτές οι ερμηνείες σχετικά με το εάν, τελικά, η Άννα φεύγει, ή όχι. Για μένα, σίγουρα φεύγει. Νιώθω ότι και οι δύο καταφέρνουν να σταθούν στα πόδια τους και, ταυτόχρονα, να μπορούν να υπάρχουν και ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον, διατηρώντας τους δεσμούς αγάπης που τους συνδέουν.
(Credits: Αλεξάνδρα Ρίμπα)
Πώς λειτουργεί για την Άννα η σχέση με την δασκάλα του πιάνου της;
[Μαρίνα] Πιστεύω, είναι μια φιγούρα που αντικαθιστά τη μαμά της, την οποία και δεν βλέπουμε στην ταινία. Τη βλέπει και σαν μία φίλη με την οποία μπορεί να μοιραστεί τα προβλήματα που βιώνει στο σπίτι, ενώ παράλληλα, υπάρχει και μία σχέση δασκάλας-μαθήτριας, η οποία όμως σπάει από τη στιγμή που οι δύο γυναίκες εμπλέκονται πια πολύ προσωπικά.
[Νίκος] Μία από τις πρώτες πρόβες που κάναμε ήταν μία σκηνή στην οποία η Μαρίνα και η Ελένη εξομολογούνται πράγματα η μία στην άλλη. Ήταν από τα πιο φορτισμένα πράγματα που έχω ζήσει. Είχα συγκινηθεί πάρα πολύ και ήμουν σίγουρος πως αυτές οι δύο είναι τέλειες μαζί.
[Μαρίνα] Είναι ενδιαφέρον γιατί και οι δύο γυναίκες είναι κάπως μόνες τους και, ταυτόχρονα, έχουν συναντηθεί, συνυπάρχουν, μοιράζονται και νιώθουν καλά μαζί, σε αυτό το πλαίσιο. Έχουν έναν ισχυρό δεσμό και αυτό είναι κάτι που ενοχλεί τον πατέρα.
Ως ηθοποιός, με ενεργοποιούσε η αλληλεπίδρασή μας. Με προετοίμαζε να πάω να αντιμετωπίσω κάτι εσωτερικά φορτισμένο και να αισθάνομαι εντάξει.
Πώς βίωσες την εξέλιξη του χαρακτήρα της Άννας;
[Μαρίνα] Συζητήσαμε πολύ. Οι πρόβες που κάναμε με τον Νίκο και τον Γιάννη ήταν εξομολογητικές από ένα σημείο και έπειτα. Μιλούσαμε πολύ για τους χαρακτήρες. Πώς τους φανταζόμαστε, τι τους έχει φέρει σε αυτό το επίπεδο. Χρειάστηκε να μοιραστούμε πολλά προσωπικά, δικά μας πράγματα. Από τη μία πρόβα στην άλλη, καταφέρναμε να χτίσουμε ένα παρελθόν για τους χαρακτήρες.
Τις σωματικές σκηνές δεν τις κάναμε καθόλου πρόβα, αλλά επειδή είχαμε μιλήσει τόσο πολύ βγήκαν κατευθείαν στο γύρισμα.
(Φωτογραφία από το ΔΤ)
Αλεξάνδρα, θέλω πάρα πολύ να μου πεις για το τετράγωνο
[Αλεξάνδρα] Λοιπόν, το τετράγωνο. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ, σαν φωτογράφος, είχα συζητήσει πολύ με τον Νίκο. Είχαμε αναλύσει πολύ τι θέλουμε, ήμουν στις πρόβες, κάναμε τεστ με την κάμερα. Το τετράγωνο ήταν από τα πρώτα πράγματα που επιλέξαμε παρέα. Δεν είναι πολύ σύνηθες να πεις ότι πάω με 1:1 στο σινεμά, όμως εμείς θέλαμε να είναι χαρακτηροκεντρικό. Να είναι τα πορτρέτα της Άννας και του Δημήτρη. Να είμαστε πάνω τους, να είναι σφιχτά τα κάδρα. Πιστεύω ότι λειτουργεί πολύ, δημιουργώντας και μία κλειστοφοβική αίσθηση. Δεν σε ενδιαφέρει πού βρίσκεται ο χαρακτήρας, αλλά το πώς αισθάνεται.
Μου αρέσει πολύ το πώς βλέπεις μέσα από το «τετραγωνάκι» τα πορτρέτα. Μου ήταν και πιο εύκολο να τους ακολουθώ κατ’ αυτόν τον τρόπο. Σε σκηνές «δύσκολες», όπως για παράδειγμα σε αυτή του μπάνιου, το τετράγωνο με βοηθούσε να είμαι πάνω τους.
Κάτι έχετε κάνει και με τα χρώματα που δεν μπορώ να εξηγήσω
[Αλεξάνδρα] Αυτό ήταν μία πάρα πολύ ωραία διαδικασία. Μου είχε ζητήσει ο Νίκος να του γράψω τι χρώμα μου βγάζει η κάθε σκηνή και για ποιον λόγο. Για παράδειγμα στη σκηνή του τσακωμού μου ταίριαζε το κόκκινο, στο μπάνιο το κίτρινο. Το συζητήσαμε παρέα και όντως βγήκε έτσι. Κάθε σκηνή έχει και μία δική της χρωματική παλέτα.
Και το τραγούδι της ταινίας είναι πολύ ιδιαίτερο…
[Νίκος] Λέγεται «The Ballad of Chaos». Είναι ένα τραγούδι που έγραψε η Πελαγία Χατζηνικήτα. Της παρήγγειλα ένα τραγούδι σαν του Elvis Presley, το «Devil in Disguise». Είχα χτίσει όλη την ταινία πάνω σε αυτό. Μέσα από την τελευταία σκηνή, χορεύοντας, οι δύο χαρακτήρες έλεγαν μία συγγνώμη, ένα αντίο που δεν μπορούσαν να πουν με λόγια. Είχα συνδεθεί με αυτό το τραγούδι και ήθελα κάτι αντίστοιχο. Η Πελαγία μου έστειλε δύο κομμάτια, τα οποία ήταν και τα δύο φοβερά και δεν ήξερα ποιο να διαλέξω. Της ζήτησα με κάποιον τρόπο να τα ενώσει και το κατάφερε. Το αποτέλεσμα με εντυπωσίασε.
(Φωτογραφία από το ΔΤ)
Υπήρξε κάποιο σχόλιο που σας ξάφνιασε;
[Αλεξάνδρα] Χάρηκα πολύ στη Δράμα όταν δέχτηκα συγχαρητήρια από συνεργάτες φωτογράφους που είχαν τις ταινίες τους στο διαγωνιστικό και τους θαυμάζω πολύ. Ήταν η πρώτη φορά που το ένιωσα αυτό. Όπως, επίσης, και το συναίσθημα που βιώνεις, όταν βλέπεις την ταινία πρώτη φορά με κοινό. Την παρακολουθείς με μια ταραχή, αναρωτιέσαι τι να σκέφτονται. Όταν βγαίνεις από την αίθουσα και συνειδητοποιείς τις αντιδράσεις, είναι μοναδικό.
[Νίκος] Υπήρχαν άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με το σινεμά, είδαν την ταινία, ένιωσαν συγκίνηση και μοιράστηκαν μαζί μου ιστορίες από τη δική τους ζωή, ακόμα και πιο έντονες από αυτά που συμβαίνουν στην ταινία. Παρ’ όλα αυτά, χάρηκα, γιατί ένιωσαν ότι στο τέλος υπάρχει μία αισιόδοξη νότα.
Υπήρξε κάποιο ρίσκο που να πήρατε και να σας πέτυχε;
[Αλεξάνδρα] Ε, από κάμερα νομίζω το ότι όλη η ταινία είναι στο χέρι, εκτός από τη σκηνή στην παραλία. Είναι κάτι που δεν γίνεται συχνά και είναι επίφοβο ως προς το μοντάζ ή ως προς το εάν το τράνταγμα, θα κουράσει για παράδειγμα τον θεατή στο μάτι. Αλλά νομίζω πως είναι από τα πολύ δυνατά της στοιχεία. Σου βγάζει ένταση, ζωντάνια.
(Φωτογραφία από το ΔΤ)
[Μαρίνα] Εμένα με φόβιζαν πολύ οι σκηνές της σύγκρουσης. Είχα μια αντίσταση σε αυτές. Τον Γιάννη (σ.σ. τον Τσορτέκη) πολλές φορές τον φοβόμουν. Ένιωθα ότι δεν μπορώ να τον κοντράρω. Σκεφτόμουν, πώς θα πάω να τσακωθώ τόσο πολύ μαζί του, χωρίς να με συμπαρασύρει όλο αυτό; Αυτές οι σκηνές ήταν για μένα η πρόκληση.
Ευτυχώς, υπήρχε η κάμερα. Το σκεφτόμουν αυτό. Η κάμερα είναι σαν αθέατος συμπρωταγωνιστής εκείνη την ώρα. Παίρνεις δύναμη από αυτό το άτομο. Το ένιωθε και ο Γιάννης. Στις σκηνές που ήταν μόνος του, η Αλεξάνδρα ήταν η παρηγοριά του.
Πέρα από την συγκατοίκησή σας, η οποία προέκυψε μετά την ταινία, ετοιμάζετε κι άλλα πράγματα ως τριάδα;
[Νίκος] Ετοιμάζουμε δύο πράγματα: Το ένα είναι μία μικρού μήκους ταινία η οποία θα λέγεται «Το θηρίο που περπατάει σαν άνθρωπος». Πρόκειται για μια ιστορία ενηλικίωσης.
Ο πολιτισμός, όπως τον ξέρουμε, έχει τελειώσει και μία ομάδα παιδιών, που ζει με έναν ας πούμε πρωτόγονο τρόπο, έχει έναν κανόνα σύμφωνα με τον οποίο, πρέπει καθένα από αυτά να μονομαχήσει με το μεγαλύτερο θηρίο του δάσους, μία καφέ αρκούδα. Το ίδιο καλείται να κάνει και η «Α», η οποία, ενώ δεν αισθάνεται έτοιμη, έρχεται αντιμέτωπη με την κοινωνική πίεση του «πρέπει να το κάνεις για να ανήκεις σε αυτή την ομάδα». Η ταινία θα γυριστεί στην Ηπειρωτική Ελλάδα και στο Νυμφαίο και (σ.σ. *SPOILER*) θα υπάρξουν σκηνές με μία πραγματική αρκούδα.
Για την άλλη ταινία, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αφορά ένα κουήρ λαβ στόρι στην Θεσσαλονίκη των 80’s. Θα λέγεται «Amnesia».
(Credits: Αλεξάνδρα Ρίμπα)
Κάννες… Η πρώτη ελληνική ταινία μετά από 23 χρόνια στην κατηγορία La Cinef
[Νίκος] Όταν μας το είπαν, νομίζαμε ότι μας έκαναν πλάκα. Διπλοτσεκάραμε. Παίρνουν 17 ταινίες από όλο τον κόσμο. Δεν το πίστευα.
[Αλεξάνδρα] Ακούς από παιδί το Φεστιβάλ των Καννών και δεν πιστεύεις ότι κάποια μέρα θα πας και εσύ με ταινία. Νομίζω πως πρέπει να φτάσουμε στη Γαλλία για να το πιστέψουμε. Η τελευταία ελληνική συμμετοχή, πριν από 23, ήταν του Σύλλα Τζουμέρκα που είναι αγαπημένος μας φίλος και συνεργάτης. Ήταν πολύ συγκινητικό.
[Νίκος] Βασικά όλοι δουλεύαμε με τον Σύλλα. Έτσι γνωριστήκαμε. Είναι ο συνδετικός μας κρίκος. Είναι πολύ καρμικό όλο αυτό.
[Μαρίνα] Είσαι μέρος ενός διαγωνιστικού τμήματος, όπου υπάρχουν ταινίες που μπορεί να έχουν γίνει με πολλά χιλιάρικα χρηματοδότησης από Πανεπιστήμια, όπως είναι το Columbia ή το London Film School, σχολές που βγάζουν τους επόμενους κινηματογραφιστές που θα μας απασχολήσουν και εσύ διαγωνίζεσαι στο ίδιο επίπεδο με αυτούς, είναι φοβερό. Και με σχεδόν μηδενικό μπάτζετ.
Κλείνοντας, πείτε μου, πώς βλέπετε το ελληνικό σινεμά μέσα τα επόμενα χρόνια; Τι προσδοκίες έχετε;
[Αλεξάνδρα] Μακάρι τα πράγματα να γίνονται σιγά-σιγά πιο εύκολα και πιο επαγγελματικά, –για εμένα πολύ σημαντικό είναι να υπάρχει επίσης ευγένεια και διάθεση. Πολλές φορές, οι οικονομικές δυσκολίες δημιουργούν εντάσεις, περιορισμένο πρόγραμμα και πανικό. Πρέπει να γίνει λίγο πιο εύκολο όλο αυτό και φυσικά με τις αντίστοιχες οικονομικές απολαβές. Κάνουμε μία δουλειά και, για να μην χρειάζεται να κάνουμε άλλες, πρέπει αυτή να πληρώνεται αντίστοιχα.
[Μαρίνα] Έχω μία πίστη στη νέα γενιά του ελληνικού σινεμά. Βγαίνει με μία φόρα και ένα θράσος. Με καλές ιστορίες και ωραία ματιά. Πιο τολμηρή και αφιλτράριστη. Τα πράγματα είναι πιο ωμά. Μακάρι τέτοιες προσπάθειες να γίνονται χωρίς λογοκρισία και χρονοτριβή.
[Νίκος] Τα φεστιβάλ για τους νέους είναι πολύ σημαντικά. Πέραν της εμπειρίας, σου δίνουν και μια αναγνώριση με την έννοια της εγγύησης, της σφραγίδας. Ευελπιστώ, οι Κάννες να μας ανοίξουν πόρτες και να μας κάνουν τα πράγματα λίγο πιο εύκολα.
[Αλεξάνδρα] Και… σινεμά με συναίσθημα! (σ.σ. γέλια)
«Το χάος που άφησε πίσω της» θα πραγματοποιήσει την διεθνή του πρεμιέρα στο διαγωνιστικό τμήμα La Cinef του 77ου Φεστιβάλ Καννών στις 22 Μαΐου.
Σκηνοθεσία: Νίκος Κολιούκος
Σενάριο: Νίκος Κολιούκος
Διεύθυνση φωτογραφίας: Αλεξάνδρα Ρίμπα
Μοντάζ: Γιώργος Ζαφείρης
Ήχος: Πελαγία Χατζηνικήτα
Ηθοποιοί: Μαρίνα Σιώτου, Γιάννης Τσορτέκης
Παραγωγοί: Νίκος Κολιούκος, Αλεξάνδρα Ρίμπα, Πελαγία Χατζηνικήτα
Κοστούμια: Κωνσταντίνα Μαρδίκη
Σκηνικά: Έλενα Κουτσού
Φορμάτ: DCP
Χρώμα: Έγχρωμο
Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα
Έτος Παραγωγής: 2023
Διάρκεια: 33′