Ήδη, από τις πρώτες κοινωνίες ανθρώπων, η αντίληψη της αξίας ερχόταν μέσα από την παρατήρηση των χαρακτηριστικών του άλλου ατόμου.
Μόνο έτσι ο άνθρωπος μπορούσε να εκτιμήσει την προσωπική του αξία, και άρα να εξασφαλίσει κάποια θέση στην ιεραρχία. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι η κοινωνική σύγκριση είναι γενεαλογικά εγγεγραμμένη, ενώ ενισχύεται από τα γονικά μοτίβα (π.χ. γονείς άκαμπτοι, που αναγνωρίζουν και επιβραβεύουν μόνο το αποτέλεσμα, γονείς που ενισχύουν την τελειομανία) και τις εμπειρίες ζωής (π.χ. εκφοβισμός στο σχολείο).
Αλλά, καλύτερα να πάρουμε το κουβάρι από την αρχή.
Τι είναι η κοινωνική σύγκριση;
Η θεωρία κοινωνικής σύγκρισης είναι η ιδέα ότι τα άτομα καθορίζουν τη δική τους κοινωνική και προσωπική αξία. Αυτό επιτυγχάνεται με βάση τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται στους άλλους και στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος τους.
Ως εκ τούτου, η κοινωνική σύγκριση έρχεται με πολλές μορφές. Όποτε βρισκόμαστε μέσα σε μια ομάδα, έχουμε την τάση να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας σχηματίζοντας νοερά κάποιου είδους ιεραρχία, τυπική ή άτυπη.
Σύνηθες παράδειγμα τα «μαμαδογκρούπ», όπου οι ομάδες των μαμάδων συγκρίνουν τα ορόσημα των μωρών τους και τις σχέσεις τους. Αυτό συμβαίνει τόσο σε μια προσπάθεια να βεβαιωθούν ότι τα παιδιά τους προοδεύουν, όσο και να μετρήσουν τη δική τους επιτυχία ως μαμάδες.
Μπορεί η κοινωνική σύγκριση να είναι ωφέλιμη;
Τα άτομα συχνά συγκρίνουν τον εαυτό τους με άλλους ως τρόπο μέτρησης της προσωπικής τους ανάπτυξης ή για να παρακινήσουν τον εαυτό τους να βελτιωθεί, αναπτύσσοντας μια πιο θετική εικόνα για τον εαυτό τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι συγκρίσεις μπορεί να λειτουργήσουν σχεδόν ευεργετικά. Χρειάζεται, ωστόσο, προσοχή για να αποφευχθούν οι παγίδες της αρνητικής σύγκρισης.
Σε μεγάλο βαθμό, ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούμε στις συγκρίσεις εξαρτάται από το με ποιον συγκρίνουμε τους εαυτούς μας: Όταν θέλουμε απλώς να αισθανόμαστε καλύτερα με τον εαυτό μας, τείνουμε να συγκρινόμαστε με άτομα σε χειρότερη θέση από εμάς, αν και αυτό μπορεί να γίνει μια ανθυγιεινή συνήθεια.
Όταν θέλουμε να βελτιωθούμε, όμως, μπορεί να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με ανθρώπους περίπου παρόμοιους με εμάς ή με υψηλότερα επιτεύγματα σε έναν ή πολλαπλούς τομείς της καθημερινότητας. Κατά γενική ομολογία, οι άνθρωποι προβαίνουμε είτε σε θετικές – ανοδικές – κοινωνικές, είτε σε αρνητικές συγκρίσεις.
Στην πρώτη περίπτωση, συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με εκείνους που πιστεύουμε ότι είναι καλύτεροι από εμάς κατά κάποιο τρόπο. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση παρατηρείται το αντίστροφο. Πολλά άτομα, μάλιστα, αναφέρουν – γεγονός που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη – πως οι συγκρίσεις με υποδεέστερα παραδείγματα μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα για τον εαυτό μας.
Παράλληλα, καθησυχάζουν και το αίσθημα της ανεπάρκειας
Πράγματι, η σύγκριση σε μερικά άτομα λειτουργεί ως ένας κινητοποιητικός μηχανισμός. Δίνει την ώθηση στο άτομο να προσπαθήσει περισσότερο προκειμένου να εξασφαλίσει για τον εαυτό του όλα εκείνα που μπορεί να συνθέτουν την υποκειμενική του ευτυχία. Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός έχει και «σκοτεινά» σημεία.
Οι συγκρίσεις είναι πιο πιθανό να μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα όταν πέφτουμε στην παγίδα να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας βάσει μεμονωμένων γεγονότων ή χαρακτηριστικών. Ως εκ τούτου, τείνουμε να εξιδανικεύουμε πολύ εύκολα και γρήγορα συνθήκες και ανθρώπους χωρίς να έχουμε όλα τα κομμάτια του παζλ.
Συμπέρασμα: Αυτή η απουσία ολιστικής θέασης των πραγμάτων μπορεί να επιφέρει αυξημένο άγχος, αίσθημα ανεπάρκειας, θλίψης και θυμού.
Τι μπορώ να κάνω για να αποφύγω την κοινωνική σύγκριση;
Λαμβάνοντας υπόψη μας όλα τα παραπάνω, καθώς και το πόσο γοητευτική μοιάζει μια σχεδόν αυτοματοποιημένη αξιολόγηση του εαυτού, νομίζω ότι ολ@ λίγο – πολύ είμαστε – ή υπήρξαμε στο παρελθόν– επιρρεπείς σε κάποια μορφή κοινωνικής σύγκρισης.
Επομένως, δεν ξέρω πόσο ρεαλιστικό είναι να την αποφύγουμε. Αυτό που μπορούμε, όμως, να κάνουμε είναι να αλλάξουμε το μετρικό μας σύστημα. Να θέσουμε δηλαδή προσδοκίες ρεαλιστικές και εξίσου απολαυστικές. Με άλλα λόγια, ο καθένας από εμάς είναι μοναδικ@ και με βάση τις ευκαιρίες που τ@ έχουν δοθεί, κάνει το καλύτερο δυνατό.
Η εποικοδομητική σύγκριση είναι θεμιτή. Εντούτοις, ουδέποτε δεν πρέπει να αμφισβητούμε τον εαυτό μας ή να θεωρούμε ότι δεν είμαστε “αρκετά ικανοί”. Οφείλουμε να μας αγκαλιάζουμε και να μας αναγνωρίζουμε όλα όσα έχουμε κατακτήσει. Πόσω μάλλον, όταν έχουμε περάσει διά πυρός και σιδήρου.
Γράφει η Mαίρη Μαθιουδάκη – Ψυχολόγος, Msc/Ειδικευόμενη Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια