Μαχαιρωμένη βρέθηκε καταμεσής του δρόμου 40χρονη γυναίκα αλβανικής καταγωγής, η οποία είχε καταγγείλει τρεις φορές τον εν διαστάσει σύζυγό της για ενδοοικογενειακή βία.
Προς το παρόν, έχει δοθεί εντολή από την Ασφάλεια Αττικής για την αναζήτηση του πρώην συζύγου της, ο οποίος, μάλιστα, είχε συλληφθεί τρεις φορές στο παρελθόν, ως επιστέγασμα των καταγγελιών της 40χρονης για ενδοοικογενειακή βία, αλλά είχε αφεθεί ελεύθερος. Το τραγικό αυτό γεγονός στέκεται αφορμή για να ανοίξει εκ νέου ο ασκός του Αιόλου, αναφορικά με την ανοχή των αρμόδιων οργάνων απέναντι σε άτομα, τα οποία, αποδεδειγμένα, έχουν υπάρξει κακοποιητικά.
Οι καταγγελίες της 40χρονης και το panic button
Η πρώτη καταγγελία του θύματος καταγράφηκε τον Απρίλιο του 2013, με τον σύζυγό της να συλλαμβάνεται και να οδηγείται στον εισαγγελέα. Εννέα χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2022, ακολούθησε δεύτερη καταγγελία της άτυχης γυναίκας για απειλή, σωματική βλάβη και εξύβριση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε εκ νέου στον εισαγγελέα. Εντός της πρώτης εβδομάδας του Μαΐου του 2024 –δηλαδή, μόλις πριν 10 περίπου μέρες– ήρθε η τρίτη και τελευταία καταγγελία, με τον κατηγορούμενο να οδηγείται και πάλι στη σύλληψη. Αυτή τη φορά, έλαβε ρητή δικάσιμο για τις 17 Μαΐου, ενώ στη 40χρονη έγινε προτροπή για ιατροδικαστική εξέταση.
Συγχρόνως, της δόθηκε πρόσβαση στην εφαρμογή του panic button, ενώ, αρνήθηκε την πρόταση των αρχών για φιλοξενία σε κάποια δομή κοινωνικού ή/και προνοιακού χαρακτήρα. Εντούτοις, ο εν διαστάσει σύζυγός της παρέμεινε ελεύθερος, με την ίδια να βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο.
Ένα μαχαίρι καρφωμένο στην κοιλιά της 40χρονης
Όπως ανακοινώθηκε, το πτώμα του θύματος εντοπίστηκε νωρίς το πρωί της Πέμπτης, στη συμβολή των Οδών Πάρνηθος και Αριστοτέλους, με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην κοιλιά. Στο σημείο κατέφτασαν πάραυτα μέλη της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας, ενώ διενεργούνται έρευνες για την εύρεση στοιχείων στην περιοχή και ελέγχονται οι κάμερες ασφαλείας.
Αξίζει να αναφερθεί, πως αποκλείστηκε το ενδεχόμενο ληστείας, αφού στον τόπο του εγκλήματος, βρέθηκαν η τσάντα, το κινητό και το πορτοφόλι της. Στο σημείο υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας, στον οποίο η αστυνομία αναμένεται να πάρει κατάθεση.
Η σύνδεση με τη γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους
Ήταν αρχές του προηγούμενου μήνα, όταν γνωστοποιήθηκε η βάναυσα άδικη δολοφονία της 28χρονης Κυριακής από τον πρώην σύντροφό της έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων. Η νεαρή γυναίκα επέλεξε να κάνει το δέον, να απευθυνθεί, δηλαδή, στις αστυνομικές αρχές, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποτυπώδη προστασία για τη ζωή της. Αφότου ενημέρωσε για τη βίαιη φύση του πρώην συντρόφου της, η Κυριακή ζήτησε να επιστρέψει στο σπίτι της συνοδεία περιπολικού, λόγω του ότι φοβόταν, όμως η εξοργιστική απάντηση που της δόθηκε, ήταν πως: «Το περιπολικό δεν είναι ταξί».
Έτσι, λοιπόν, αναγκάστηκε να βγει έξω από το τμήμα και να καλέσει το 100, με την ελπίδα ότι θα βρισκόταν κάποιο διαθέσιμο περιπολικό. Η ανάλγητη και θρασύτατη αυτή απάντηση από τον αστυνομικό, ωστόσο, σηματοδότησε τον θανάσιμο επίλογο της υπόθεσης. Ο πρώην σύντροφός της, ο οποίος την παρακολουθούσε, της επιτέθηκε με μαχαίρι, με την ίδια να αφήνει την τελευταία της πνοή, έξω από το σημείο που υποτίθεται ότι πατάσσεται το έγκλημα και η διαφθορά.
Τόσο η κοινή γνώμη, όσο και δημοφιλή πρόσωπα του καλλιτεχνικού και πολιτικού στίβου υποστήριξαν κατάφωρα ότι τα περιπολικά επιβάλλεται να γίνονται ταξί, όταν διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές. Υπό αυτό το πρίσμα, έκτοτε το αναμενόμενο θα ήταν οι αρμόδιες αρχές να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά προς κάθε θύμα που βρίσκει το σθένος να καταγγείλει τον κακοποιητή του. Εν προκειμένω, όμως, αυτός ο άντρας συνελήφθη τρεις φορές και αφέθηκε ελεύθερος άλλες τόσες, προτού συμβεί το μοιραίο. Επομένως, δύο είναι τα τινά: Είτε που οι αρχές δεν θεωρούν (εσφαλμένα) ότι ο δράστης δεν θα συνεχίσει να λειτουργεί βίαια, είτε που αδιαφορούν συνειδητά.
Το παράδοξο
Από την πρώτη στιγμή που αναδύθηκε το σπουδαίο κίνημα του #MeToo στην Ελλάδα, οι φορείς καταδικάζουν την αποσιώπηση και ωθούν τα θύματα να μιλούν για την κακοποίηση που υφίστανται. Ωστόσο, όταν τα θύματα αντλούν δύναμη να επικοινωνήσουν αυτό που τους συμβαίνει και, εν κατακλείδι, καλούνται να το πληρώσουν με τη ζωή τους, τότε με τι κουράγιο μπορούν να ανοίξουν περισσότερα στόματα;
Όταν οι εκπρόσωποι του κράτους και του νόμου, είτε μέσω ανεπαρκών κινήσεων, είτε εξαιτίας του απαρχαιωμένου νομικού πλαισίου, είτε λόγω της ελλιπούς εκπαίδευσής τους σε κοινωνικά φαινόμενα, στέκονται ανίκανα να σταθούν αποτελεσματικά ως τροχοπέδη ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη. Οι εγκληματίες αφήνονται ελεύθεροι, τα προσφερόμενα περιθώρια είναι υπέρ το δέον ελαστικά, ενώ δεν προβλέπονται ουσιώδεις ποινές για περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, λεκτικής ή σωματικής κακοποίησης. Όταν πια κληθούν οι ίδιες αρχές να συλλέξουν το άψυχο σώμα του θύματος, δεν θα δύνανται να πουν πως «δεν μίλησε» ή πως «δεν ακολούθησε τις προβλεπόμενες διαδικασίες». Μα τότε, δεν θα έχει σημασία. Θα συνεχιστούν οι εκστρατείες περί έκφρασης και υποτιθέμενης καταδίκης κάθε μορφής βίας, σε μία χώρα που αποτυγχάνει σταθερά να μεριμνήσει για την ασφάλεια και την προστασία. Κι αυτό, εκτός από απάνθρωπο, είναι ένα βαθύτατα προβληματικό παράδοξο.