Η δολοφονία του Αλέξη, τα media, τα social media, η Αστυνομία και η ελληνική κοινωνία. Ο καθένας έπαιζε τον ρόλο του.
Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου του 2008, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Νικολάου, ο 15χρονος μαθητής Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έπεφτε νεκρός στα Εξάρχεια από ευθεία βολή του ειδικού φρουρού, Επαμεινώνδα Κορκονέα, από το όπλο που του είχε εμπιστευτεί το ελληνικό κράτος δήθεν για να μας προστατεύει.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μεταξύ του εθνικού εκσυγχρονιστικού θριάμβου των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και της κρατικής δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου είχαν μεσολαβήσει ελάχιστα χρόνια. Κι αν ο ένας Αύγουστος, αυτός του 2004, αποτέλεσε την κορύφωση του θριάμβου, ο Δεκέμβριος του 2008 υπήρξε η αρχή της επόμενης περιόδου. Tης κρίσης και της παρακμής.
Το ίδιο το γεγονός της κρατικής δολοφονίας του Αλέξη αλλά και όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν αυτής δημιούργησαν ένα τεράστιο συλλογικό τραύμα και άνοιξαν την πόρτα για μία πολύ δύσκολη περίοδο για την Ελληνική Δημοκρατία, τους θεσμούς και τους τρόπους λειτουργίας της.
Κατά κάποιον τρόπο διάφοροι κοινωνικοί ρόλοι στήθηκαν, τα media και η Αστυνομία αποκαλύφθηκαν, τα social media έγιναν για πρώτη φορά πρωταγωνιστές των εξελίξεων και μία ολόκληρη γενιά ωρίμασε απότομα λόγω της δολοφονίας ενός συνομήλικού της.
Τα media που έγιναν απροκάλυπτα
Από το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου και για αρκετές μέρες, για να μην πούμε εβδομάδες, δεν υπήρχε σαφής εικόνα για τα πραγματικά γεγονότα: Ότι δηλαδή ο Επαμεινώνδας Κορκονέας σήκωσε το υπηρεσιακό όπλο και πυροβόλησε ένα παιδί για μία ασήμαντη αφορμή. Σε έναν ιδανικό κόσμο, τη λύση σε αυτό το μπέρδεμα τη δίνουν τα media και η δημοσιογραφική έρευνα που γίνεται προς το συμφέρον του πολίτη.
Αυτά όμως, αφού είχαν φάει ήδη ένα ηχηρό χαστούκι, για πρώτη φορά ενδεχομένως, από τα social media (έβγαλαν μία είδηση πολλή ώρα αφού αυτή είχε κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο), έχασαν και τη σημαία της εγκυρότητάς τους. Πολλοί βίωσαν για πρώτη φορά στο πετσί τους μία συντεταγμένη προσπάθεια διαστρέβλωσης της πραγματικότητας.
Για παράδειγμα, το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του πιο έγκυρου και πιο μεγάλου καναλιού της χώρας έπαιξε ένα αποκλειστικό ντοκουμέντο από τη στιγμή της δολοφονίας. Μέχρι εδώ όλα καλά. Μόνο που το συγκεκριμένο βίντεο είχε μονταριστεί, έτσι ώστε να δημιουργήσει μία άλλη εικόνα για τα γεγονότα.
Συγκεκριμένα είχαν προστεθεί ήχοι εκρήξεων, ώστε να δημιουργηθεί η ψευδής εικόνα ότι η εν ψυχρώ εκτέλεση του Αλέξη ήρθε ως αποτέλεσμα επεισοδίων μεταξύ της παρέας του και των αστυνομικών, δίνοντας έτσι ένα «νόθο» ελαφρυντικό στον Κορκονέα.
Tα Social Μedia που άρχισαν να αναδύονται
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, η παντοκρατορία των mainstream media ως προς τη διάδοση μίας είδησης φάνηκε να ραγίζει. Το ανατριχιαστικό tweet του χρήστη Constantin Pilavios είναι ακόμα αναρτημένο στο διαδίκτυο: «Kάποιον πυροβόλησαν στα Εξάρχεια», γραμμένο στις 9:15 εκείνης της νύχτας.
Τα social media, για πρώτη φορά, σε ένα τόσο σημαντικό γεγονός είχαν προλάβει την τηλεόραση και τα ραδιόφωνα. Η είδηση περιφερόταν στις πρώτες διαδικτυακές κοινότητες και από εκεί πέρναγε από στόμα σε στόμα. Για πρώτη φορά, ο ρόλος των δημοσιογράφων είχε για λίγο παραμεριστεί.
Τις επόμενες ημέρες, τα social media έγιναν το μέρος που διοχετεύθηκε η οργή, ενώ από πολύ νωρίς, χρήστες που βρίσκονταν στον δρόμο, πληροφορούσαν τους άλλους ως προς το τι συνέβαινε. Αυτό μπορεί τώρα να φαίνεται κάτι το δεδομένο. Τότε, όμως, ήταν πρωτόγνωρο και άγνωστο -τουλάχιστον σε μαζική κλίμακα.
Ο συμπληρωματικός ρόλος των social media στην ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας προέκυψε φυσικά λόγω της ταχύτητας και των πολλαπλών πηγών της πληροφορίας. Προέκυψε, όμως, και ως ανάχωμα προς μια δημοσιογραφία που πολύ απλά δεν έκανε καλά τη δουλειά της.
Η Αστυνομία μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες
Η Ελλάδα του ΑΘΗΝΑ 2004 και των εθνικών μύθων είχε αρχίσει να ξεφτίζει. Η Ελληνική Αστυνομία είχε αρχίσει σταδιακά να γίνεται όλο και πιο βίαιη. Λίγο πριν την υπόθεση του Γρηγορόπουλου, θυμίζουμε, είχε σοκάρει την ελληνική κοινωνία η περίφημη υπόθεση της ζαρντινιέρας, δηλαδή, ο άγριος ξυλοδαρμός ενός Κύπριου φοιτητή από αστυνομικούς.
Η δολοφονία του Γρηγορόπουλου, λοιπόν, δεν προέκυψε από το κενό αλλά μέσα από μία διαδικασία αυξανόμενης αστυνομοκρατίας που φυσικά είχε τη ρίζα της και στην περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Με ένα μικρό διάλειμμα, η αστυνομική βία εκτινάχθηκε στα χρόνια των Μνημονίων και συνεχίζει ακόμα και μετά από τη φαινομενική έξοδο της χώρας από αυτά.
Το φοιτητικό κίνημα που ήταν και πάλι εκεί
Για ακόμα μία φορά, η φοιτητική και μαθητική νεολαία ήταν αυτή που κράτησε ψηλά τη σημαία της ελευθερίας και της δημοκρατίας στη χώρα. Οι καταλήψεις, οι τεράστιες πορείες, η αποχή από τα μαθήματα ακόμα και από γυμνασιόπαιδα αποτέλεσε προστασία απέναντι στην ίδια την υποβάθμιση της αξίας της ανθρώπινης ζωής.
Όποιος διαφωνεί, αρκεί να σκεφτεί το εξής απλό: Πώς θα ήταν η ελληνική κοινωνία αν καμία αντίδραση δεν υπήρχε την επόμενη της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου; Ποια θα ήταν η συνέχεια ως προς τη σχέση της αστυνομίας με τους πολίτες; Τι αξία θα είχε η ίδια η ανθρώπινη ζωή για το ελληνικό κράτος και για εμάς;
Η γενιά του Αλέξη
Η ιστορία λειτουργεί με διάφορες συμβάσεις. Όσοι και όσες ήταν στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 κοντά στην ηλικία του Αλέξη βίωσαν, εκείνη την περίοδο, ένα τεράστιο συλλογικό τραύμα που μένει ζωντανό μέχρι σήμερα. Ήταν κάτι σαν αφετηρία ή απλά turning point, ένα σημείο καμπής.
Η ίδια γενιά ενηλικιώθηκε με μια δεκαετή κρίση, μπήκε στην αγορά εργασίας διαλυμένη, έφυγε στο εξωτερικό, έζησε την πανδημία, κουτούλησε στους συσχετισμούς. Νίκησε, και κυρίως νικήθηκε, αλλά σκληραγωγήθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε κατάφερε να συνεχίζει να παλεύει για μια καλύτερη ζωή ακόμα και όταν όλα μοιάζουν τελειωμένα. Και αυτό, αν μη τι άλλο, είναι κάτι που το χρωστάει και στον Αλέξη.