Οι αλλαγές, η επανεκλογή, το αύριο και μια όχι χαμένη – αισίως – ελπίδα
Οι εκλογές του 2023 ολοκληρώθηκαν – σε πρώτο στάδιο – και μεγάλος νικητής(;) της αναμέτρησης αναδείχθηκε η Νέα Δημοκρατία, καθώς κατάφερε να συγκεντρώσει σχεδόν το 41% των ψήφων.
Με τις εκλογές να ακολουθούν το σύστημα της απλής αναλογικής, κυβέρνηση δεν σχηματίζεται – τουλάχιστον ακόμη – και όπως μας επιβεβαίωσε ο κ. Μητσοτάκης, ετοιμαζόμαστε ήδη για τη δεύτερη κάλπη – ό,τι δηλαδή ξέραμε από πριν.
Τι μας περιμένει;
Η δεύτερη κάλπη αναμένεται να είναι πιο τρομακτική, διότι το πρώτο κόμμα θα έχει και τις μπόνους έδρες, όπως γνωρίζουμε από την κλασική εκλογική διαδικασία.
Συνεπώς, αν λάβουμε υπόψη ορισμένες διαφοροποιήσεις που αναμένονται στα ποσοστά που πήρε το κάθε κόμμα, η Νέα Δημοκρατία θα γίνει κυβέρνηση με αυτοδυναμία – με σχεδόν πάνω από 180 έδρες.
Μετά την συντριπτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, οι αναλυτές προβλέπουν την διάλυση του κόμματος και την επιστροφή του σε πολύ μικρά ποσοστά, ενώ δύναμη αντιπολίτευσης έρχεται να γίνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που κατάφερε να ανεβάσει τα ποσοστά του σε μεγάλο βαθμό – για λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά.
Αυτά, για τα τυπικά της συζήτησης. Η πραγματικότητα, όμως, μας βρίσκει αρκετά σοκαρισμένους εν μέρει απογοητευμένους, πολύ κουρασμένους και με πάρα πολλά ερωτηματικά. Τουλάχιστον το υπόλοιπο 60% των ψηφοφόρων.
Συν τοις άλλοις, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τα κριτήρια με τα οποία οι ψηφοφόροι πήγαν – όσοι κατάφεραν και τους δόθηκε η ευκαιρία στη κάλπη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τι βιώσαμε την τελευταία τετραετία – και το τι έπεται.
Νίκη της δεξιάς ή ήττα της αριστεράς – και με ποια κριτήρια ψηφίζει τελικά ο κόσμος;
Το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να μεταφραστεί ποικιλοτρόπως. Οι περισσότεροι, βέβαια, κάνουν λόγο, όχι τόσο για συντριπτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, αλλά για σφοδρή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό, διότι μάλλον η αριστερά, αν και έθεσε σημαντικά ζητήματα επί τάπητος, δεν κατάφερε να μιλήσει στις καρδιές του ελληνικού λαού, ώστε να πάρει ανεβάσει τα ποσοστά της.
Εκτός αυτού, η προηγούμενη τετραετία άφησε σημαντικές πληγές στους πολίτες, με αποτέλεσμα να διστάζουν να προβούν στην ίδια κομματική επιλογή.
Τι πλήρωσε, τελικά, ο ΣΥΡΙΖΑ και τι πληρώνει ακόμη; Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δεδομένες τις ψήφους της (ακρο)αριστεράς στη βάση της τοξικής λογικής του “μη χείρον βέλτιστον” και θεώρησε ότι μπορεί να φλερτάρει με τις ίσες αποστάσεις. Εν τέλει η (άκρο)αριστερά στράφηκε αλλού, η κεντροαριστερά κατέληξε στο ΠΑΣΟΚ και οι συντηρητικοί κλασικά στη ΝΔ.
Από την άλλη, τόσες κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας έχουν κατασπαράξει τους μικρομεσαίους και τους νέους, αλλά επιμένουμε να την αναδεικνύουμε σε πρώτη δύναμη.
Ακόμη και μετά τη δημόσια παραδοχή για την παράνομη παρακολούθηση στο πλαίσιο του debate, ακόμη και μετά τη συμπερίληψη του Κώστα Καραμανλή στο ψηφοδέλτιο και τη σαρωτική του νίκη – αν και είχε τεράστιο μερίδιο ευθύνης για την τραγωδία στα Τέμπη, όλα έμειναν ίδια.
Επιπλέον, η αστυνομική βία, η αυθαιρεσία της εξουσίας, η οικονομική εξαθλίωση του πολίτη, η χειραγώγηση των θεσμών, η καταστρατήγηση του Συντάγματος και η απαξίωση του κράτους δικαίου, φάνηκαν να μην ενοχλούν το 40% των ψηφοφόρων και να πιστεύουν πως η κυβέρνηση των τελευταίων 4 χρόνων μπορεί να φέρει την αλλαγή στη χώρα.
Και το μείζον ερώτημα εδώ, αραγε, σε οποιοδήποτε άλλο κράτος δικαίου της Ευρώπης θα είχαμε το ίδιο αποτέλεσμα; Τι ενοχλεί, τελικά, αληθινά τον Έλληνα; Τι μπορεί να συγχωρέσει και τι όχι; Τι έχει, τελικά, μεγαλύτερη δύναμη;
Σίγουρα η ψήφος των πολιτών μπορεί να ερμηνευτεί
Αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί με βεβαιότητα, είναι πως η ψήφος του μέσου έλληνα πολίτη δεν βασίζεται σε κάποια ιδεολογία και πιθανότατα η σημασία της σοσιαλδημοκρατίας και του νεοφιλελευθερισμού δεν ήταν αυτές που καθόρισαν τη ψήφο του.
Ελπίζουμε ο “ελιτισμός” και η “ταξικότητα” στην οικονομική και κοινωνική ζωή και η εφαρμογή τους να μην ήταν αυτά που οδήγησαν το εκλογικό σώμα σε αυτή την απόφαση. Ενδεχομένως, η ψήφος να είναι περισσότερο συναισθηματική και να αφορά τις αξίες, τις προσδοκίες, τους φόβους και την ελπίδα για αλλαγή του καθένα.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι πως ο Έλληνας ξεχνά. Ή τουλάχιστον, θυμάται επιλεκτικά. Και αυτό πιθανόν να το πληρώσει ακριβά – ή ήδη το πληρώνει.
Το προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας είναι σαφές ως προς την εφαρμογή του. Βλέποντας κανείς πίσω από τις λέξεις, αντιλαμβάνεται πως αφορά νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αντιμετωπίζουν τα δημόσια αγαθά ως πολυτέλεια και κοστολογούν τα πάντα.
Με πρόφαση πως υπάρχει ένας δρόμος για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό, η χώρα μετατρέπεται σε τσιφλίκι του έχοντος το χρήμα, ανοίγοντας θέσεις εργασίας του κατώτατου μισθού με την ακρίβεια να μάχεται καθημερινά με την επιβίωση.
Γιατί; Πόσα ερωτήματα θα μείνουν για πάντα αναπάντητα και γιατί;
Στα κανάλια θα μας μιλάνε για καλή ποιότητα ζωής, πως τα παράπονά μας δημιουργούνται από προβλήματα παγκόσμιων αιτιών, ενώ θα μας πετάνε ψίχουλα και θα ζητάνε να πούμε και “ευχαριστώ”.
Τα σκάνδαλα και η διαφθορά θα αντιμετωπιστούν όπως και στην τετραετία που μας πέρασε: Δηλαδή, καθόλου. Επιπροσθέτως, όταν θα κάνουμε λόγο γι’ αυτά τα ζητήματα, θα δαιμονοποιείται και θα διαστρεβλώνεται η άποψή μας, παρουσιάζοντας μας ως τα “κακά παιδιά” που θέλουμε να διαταράξουμε την ηρεμία και την τάξη (;) της χώρας.
Τι γίνεται με τη δημοκρατία, τον πολιτισμό και την ελευθερία; Όλους τους πυλώνες που γέννησε η Ελλάδα. Πόσο εύκολα ξεχνάμε και γιατί; Πόσο εύκολα συγχωρούμε και γιατι; Ποιο αύριο θέλουμε και γιατί; Αυτή την Ελλάδα θέλουμε; Και αν ναι, γιατί;