«Δεν αξίζει στους συγγενείς να γίνουν ένα γρανάζι, σε μία θλιβερή προσπάθεια εργαλειοποίησης μία στιγμής που συγκλόνισε την Ελλάδα», ανέφερε ο πρωθυπουργός στην αρχή της τοποθέτησής του.
Ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε στη Βουλή για να απαντήσει στην έντονη κριτική της αντιπολίτευσης κατά την προ ημερησίας διάταξης συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών, η οποία πραγματοποιήθηκε έπειτα από αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και του ΚΚΕ.
Την προηγούμενη ημέρα, η Βουλή είχε εγκρίνει με συντριπτική πλειοψηφία την πρόταση για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής που θα διερευνήσει την εμπλοκή του υπουργού Χρήστου Τριαντόπουλου στο «μπάζωμα» των Τεμπών. Ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απουσίασε από τη σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση.
«Δεν αξίζει στους συγγενείς να γίνουν ένα γρανάζι, σε μία θλιβερή προσπάθεια εργαλειοποίησης μία στιγμής που συγκλόνισε την Ελλάδα», ανέφερε ο πρωθυπουργός στην αρχή της τοποθέτησής του. Χαρακτήρισε την τραγωδία «μία οδυνηρή αφορμή που ορισμένοι κάνουν πολιορκητικό κλοιό για να αναβιώσουν τον διχασμό και την τοξικότητα, με μόνο στόχο το πισωγύρισμα της χώρας».
Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι «δηλώνω την προσήλωσή μας στην Αλήθεια και τη Δικαιοσύνη», στρέφοντας τα πυρά του προς την αντιπολίτευση. «Καθόλου δεν σας ενδιαφέρει η Αλήθεια. Λόγο ύπαρξης ζητάτε. Έχετε καταρρεύσει δημοσκοπικά και ζητάτε λόγο ύπαρξης», είπε απευθυνόμενος στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτη Φάμελλο.
«Οι φωνές των συλλαλητηρίων ακούγονται ακόμα. Οι πολίτες ζήτησαν Αλήθεια και Δικαιοσύνη και δικαίωση των θυμάτων. Υπήρχαν διαδηλωτές που ζήτησαν να πέσει η κυβέρνηση. Πιστεύω όμως πως η μεγάλη πλειοψηφία είχε το αντίθετο αίτημα: να ανέβει ψηλά η Ελλάδα», πρόσθεσε, αποδίδοντας διαφορετική ερμηνεία στα μαζικά συλλαλητήρια.
Εκφράζοντας την ανησυχία του για την πολιτική αντιπαράθεση, ανέφερε ότι «επισημαίνω τον κίνδυνο η πολιτική ζωή να κατρακυλήσει σε ένα βούρκο αμφιβολίας, για όλους και όλα. Θέλω να απαντήσω στη θύελλα των fake news που θολώνουν το διαδίκτυο».
Παράλληλα, ανακοίνωσε πως θα προτείνει τη συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης στο δημόσιο τομέα, λέγοντας: «Να δούμε η θέση των κομμάτων που αντιδράνε σε κάθε αλλαγή. Κάποια στιγμή η αδράνεια και ο ωχαδερφισμός να γίνουν ευθύνη και επαγγελματισμός».
Επιλεκτική ανάγνωση του πορίσματος ΕΟΔΑΣΑΑΜ
Αναφερόμενος στο πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, ο πρωθυπουργός υποστήριξε ότι «ο φορέας συνεργάστηκε με ευρωπαίους ειδικούς, μακριά από κάθε πολιτική παρέμβαση. Το πόρισμα είναι ένας οδηγός για το πώς δεν θα ξαναζήσουμε μία τέτοια τραγωδία».
Παρέθεσε τα βασικά του σημεία:
- «Εντοπίζει τις αιτίες του δυστυχήματος στους λάθους χειρισμούς ενός σταθμάρχη και ενός μηχανοδηγού
- Περιγράφει τις χρόνιες ελλείψεις
- Περιγράφει την κρατική κινητοποίηση, σημειώνοντας τα βασικά κενά συντονισμού
- Αδυνατεί να δώσει απάντηση για τη φωτιά που ακολούθησε τη σύγκρουση των τρένων και ζητά περαιτέρω διερεύνηση»
Υποστήριξε ότι «το πόρισμα καταρρίπτει τη θεωρία της δήθεν συγκάλυψης» και πρόσθεσε: «Το πόρισμα αυτό δικαιώνει την εκτίμηση πως εκείνη την νύχτα συγκρούστηκαν οι ανθρώπινες αστοχίες με τα διαχρονικά κενά του κράτους. Θυμάστε πόσοι κριτική ξεσήκωσε αυτή η φράση μου όταν την ανέφερα».
Στρέφοντας την κριτική του προς την αντιπολίτευση, ανέφερε: «Και θα το ξαναπώ και προσωπικά πολύ προσβλητική θεωρία της δήθεν συγκάλυψης, την οποία διακινεί συστηματικά η αντιπολίτευση και η οποία από ό,τι αντιλαμβάνομαι θα αποτελέσει και ένα από τα βασικά επιχειρήματα στην πρόταση δυσπιστίας την οποία ήδη ετοιμάζεται».
«Θέλω να μιλήσω για τις δικές μας ευθύνες», είπε στη συνέχεια, παραδεχόμενος ότι «πράγματι, υποτιμήσαμε τη δύναμη που μπορεί όλες αυτές οι θεωρίες να είχαν στην κοινή γνώμη». Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι «ναι, δεν πείσαμε την κοινωνία ότι η ανάταξη των τρένων αποτέλεσε την πρώτη μας προτεραιότητα» και ότι «όταν ολοκληρώθηκε η τηλεδιοίκηση, η σύμβαση 717, σχεδόν κανείς δεν το έμαθε».
Σε μια προσπάθεια να στηρίξει τον ισχυρισμό του, παρουσίασε μια φωτογραφία που, κατά τον ίδιο, έδειχνε την τηλεδιοίκηση σε λειτουργία, προκαλώντας αντιδράσεις και ειρωνικά σχόλια στην Ολομέλεια.
«Αν όχι η Δικαιοσύνη, ποιος;»
Ο πρωθυπουργός επιχείρησε να υποβαθμίσει τις λαϊκές αντιδράσεις, δηλώνοντας: «Εγώ δεν είμαι εδώ για να παραστήσω ούτε τον αναλυτή ούτε τον ανακριτή. Και αυτούς μάλιστα είναι και ο λόγος που θα επιμείνω ότι σταθερά μόνο η Δικαιοσύνη μπορεί τελικά να ρίξει φως σε αυτή την τραγωδία. Ούτε τα κόμματα, ούτε οι πλατείες. Αν όχι η Δικαιοσύνη ποιος; Την λύση θα τη δώσουν τα λαϊκά δικαστήρια, ο επαναστατικός ακτιβισμός, οι προγραφές ή δηλώσεις του τύπου “να πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας”;».
Στη συνέχεια, αρνήθηκε τις κατηγορίες περί καθυστέρησης στην απόδοση δικαιοσύνης, λέγοντας: «Καθυστερεί η δίκη για να καλύψουμε, λέει τους ενόχους. Είναι μεγάλο ψέμα. Όχι μόνο γιατί η δίκη πλησιάζει όταν άλλες δίκες δυστυχώς ακόμα δεν έχουν τελεσιδικήσει και αντίστοιχες εθνικές τραγωδίες».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «έχουν γίνει δεκτά και έχουν εξεταστεί περισσότερο από 250 αιτήματα συγγενών. Διορίστηκε όποιος τεχνικός σύμβουλος προτάθηκε, διερευνήθηκε αμέσως κάθε πληροφορία που ακούστηκε. Έχουν ασκηθεί διώξεις σε 43 πρόσωπα».
Καταλήγοντας, αναρωτήθηκε: «Αναρωτιέμαι λοιπόν σε αυτή την αίθουσα ποιος θέλει πραγματικά να ξεκινήσει αυτή η δίκη και ποιος κάνει τι περνάει από το χέρι του για να καθυστερήσει».