Παρουσιάζει την υβριδική περφόρμανς «Θρυλικότητες», εμπιστεύεται το ένστικτό του, πιστεύει ότι ο έρωτας είναι η πιο βαθιά πολιτική πράξη
Οι «Θρυλικότητες» είναι μια κραυγή για αγάπη. Μια ερωτική εξομολόγηση εμπνευσμένη από κινηματογραφικά έργα, μια in situ υβριδική παράσταση στο Cinobo Όπερα. Είναι τα λόγια που φανταζόμαστε ότι λένε οι αγαπημένοι μας χαρακτήρες ταινιών ή πιο απλά τα λόγια που λέμε (ή δεν λέμε) εμείς οι ίδιοι. Με μια πρωτότυπη κειμενική και μουσική σύνθεση, ένας performer, το Plāsma, αλληλεπιδρά με έναν μουσικό και δομούν ένα σύμπαν, μία διαδρομή από την άρνηση στην αποδοχή, με όχημα μία ερωτική εξομολόγηση.
Η σύλληψη, το κείμενο και η σκηνοθεσία ανήκουν στον Ιώκο Ιωάννη Κοτίδη. Τον συναντήσαμε, εν μέσω προβών, στον χώρο «Σφιγγός 45» της Μαριέλλας Παναγιώτου, και για το επόμενο τρίωρο συζητήσαμε για σινεμά, για τη δύναμη της αφήγησης και για την ομορφιά που θα φανερωθεί ό,τι κι αν γίνει.

Πότε κατάλαβες ότι θέλεις να εκφράζεσαι μέσα απ’ την Τέχνη και ότι αυτό θες να κάνεις στη ζωή σου;
Α, το παιδί ήταν πάντα βλαμμένο. Δεν ήταν ότι ξαφνικά συνειδητοποίησα κάτι, το ήξερα από μικρός. Δεν λέω ότι πάντα γίνεται έτσι, αλλά στη δική μου περίπτωση ήταν ξεκάθαρο, χωρίς να έχω μεγαλώσει σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον. Μου άρεσε όμως να κάνω πράγματα με τα χέρια, είτε μόνος είτε μαζί με τους παππούδες μου, και μου άρεσε πολύ να σκαρφαλώνω σε δέντρα. Ανακάλεσα πρόσφατα αυτή την εμπειρία. Κάποια στιγμή, ενώ ασχολιόμουν με την προετοιμασία της παράστασης, σκέφτηκα: «Τι μου θυμίζει αυτή η χαρά που νιώθω;», μου έσκασε αυτή η μνήμη και κατάλαβα ότι ήταν η χαρά που είχα ως παιδί όταν κάτι μου προκαλούσε θαυμασμό. Ήθελα όχι μόνο να το κοιτάζω αλλά να το καταφέρω, χωρίς να φοβάμαι, χωρίς να αγχώνομαι. Πολλά ήταν τα ερεθίσματα που πήρα από τους δικούς μου μέσα από την πρακτικότητα μιας χειρωνακτικής εργασίας, όπως και από την επαφή με τη φύση. Είχα μια μπλούζα τόσο λερωμένη από δεν ξέρω κι εγώ τι, που μέχρι και η γιαγιά μου απορούσε τι ήταν αυτό που δεν έφευγε με τίποτα. Και ξέρεις, δεν υπάρχει λεκές που δεν μπορεί να βγάλει μια Πόντια γιαγιά.
Ο λόγος ή η γραφή χωρούσε κάπου μέσα σε αυτό το πλαίσιο;
Είχα την τύχη να έχω Πόντιους παππούδες που αφηγούνταν υπέροχα ιστορίες. Ανάμεσα σε λάσπες, σκαρφαλώματα, Game Boy, και ειδικά την άνοιξη και το καλοκαίρι -αλλά και τον χειμώνα γύρω από τη σόμπα- ο χρόνος γέμιζε με τις ιστορίες τους. Δεν υπήρχε τίποτα το διδακτικό σε όλο αυτό, δεν είχε καθόλου τη λογική «έλα να σου πω κάτι για να μάθεις». Απλώς κάθονταν το απόγευμα, έπιναν το νερό τους και ξεκινούσαν έτσι απλά να μας λένε τις ιστορίες τους, από τη Γενοκτονία που έζησαν οι προπαππούδες μέχρι το ότι οι ίδιοι έφυγαν οικονομικοί μετανάστες αργότερα. Και εμείς ως παιδιά χαζεύαμε. Το πάθος με το οποίο έβλεπαν μπροστά τους τις εικόνες για τις οποίες μας μιλούσαν, ήταν συγκλονιστικό.
Καθώς αφηγούνταν, βίωναν ξανά τα γεγονότα;
Ναι, τους βλέπαμε να γελούν, να δακρύζουν και να συμπληρώνουν η μία τον άλλον. Έλεγαν για το πώς ήρθαν οι δικοί τους, για το πώς χάθηκαν κάποια από τα αδέρφια τους στη διαδρομή και συγκινούνταν εκεί μπροστά μας. Ο ένας από τους δύο παππούδες μου ήταν και συγκλονιστικός μάγκας. Ψηλός, γαλανομάτης και με απίστευτο χιούμορ. Πολύ μπριόζος. Μου λείπουν. Ήταν χαρά μου να μεγαλώνω μαζί τους, κι αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο.
Πώς βρήκες τον δρόμο σου για να αρχίσεις να δημιουργείς όλο και περισσότερα δικά σου πράγματα;
Με το ένστικτο. Το εμπιστεύομαι το ένστικτό μου, και όσον αφορά τα βήματά μου, και όσον αφορά τους ανθρώπους.
Τι πιστεύεις ότι είναι το ένστικτο;
Η σοφή πλευρά μας την οποία δεν θα γνωρίσουμε ποτέ από κοντά.
Ποιο είναι το χωριό σου;
Το Μακροχώρι Ημαθίας. Θα το ξέρεις λογικά απ’ το δυστύχημα στα Τέμπη το 2003. Ήταν και φίλοι μέσα. Και ίσως γι’ αυτό θέλω να επιμένω σε αυτά που μας ενώνουν και όχι σε αυτά που μας χωρίζουν, ποιος ξέρει.
Θυμάσαι τον αντίκτυπο του δυστυχήματος στην κοινότητά σας;
Δεν γίνεται να μην το θυμάσαι. Καθημερινά έβλεπες μαυροφορεμένους ανθρώπους, γονείς και συγγενείς, και τους βλέπεις μαυροφορεμένους ακόμη και σήμερα. Θυμάμαι τον παππού μου 2 μέτρα να κλαίει διπλωμένος στα δύο. Είναι πολλά. Και τα θυμάμαι όλα.

Πότε ξεκίνησες να γράφεις τα δικά σου κείμενα;
Μέχρι τα 18 μου δεν διάβαζα, ούτε έγραφα γιατί μέχρι τότε με ενδιέφερε περισσότερο να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια μου και να παίζω Pokémon. Μετά τα 18 άρχισα να διαβάζω και να βλέπω εικόνες, μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών, ήθελα να μαθαίνω πράγματα. Επί της ουσίας, κείμενο έγραψα πρώτη φορά για την πτυχιακή μου, για ένα visual art project. Τότε ήταν που είπα θα κάτσω κάτω, να στύψω το μυαλό μου και να γράψω κάτι που θα μου αρέσει. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μου γιατί δεν είχα τριβή, που βοηθάει στην εξέλιξη. Τότε βρέθηκα αντιμέτωπος με άλλα κομμάτια ανεπάρκειάς μου, γιατί δεν είμαι λογοτέχνης, ούτε με αφορά μάλλον να γίνω, αλλά μου αρέσει να γράφω για αυτά που μου αρέσουν, είτε είναι εικόνες, είτε είναι ένα γλυπτό. Θέλω, διαβάζοντας το κείμενό μου, να μου αρέσει σαν να ήμουν ένας άσχετος αναγνώστης. Γι’ αυτό έχουμε τους φίλους μας ή τα αδέρφια μας, ανθρώπους που μας συγκινεί ο τρόπος σκέψης αλλά και η αυστηρότητά τους. Τους ρωτούσα, για παράδειγμα, για τα σημεία που φοβόμουν ότι το κείμενο μπορεί να ακούγεται νερόβραστο.
Το νερόβραστο πώς το εννοείς;
Γλυκανάλατο για αυτήν τη χρήση, ως ζωντανό παραστάσιμο γεγονός. Δεν το λέω υποτιμητικά, κάτι μπορεί να κάνει για άλλη χρήση, λ.χ. για podcast, και να είναι πιο δυνατό.
Mέσα σε όλα προέκυψε ο κινηματογράφος και μάλιστα η πρώτη σου εμπειρία ήταν η βραβευμένη μικρού μήκους «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό και εμάς» του Βασίλη Κεκάτου.
Πράγματι, είναι η πρώτη ταινία που έπαιξα και είναι βάλσαμο.
Καταλάβαινες τότε στα γυρίσματα ότι ετοιμάζατε κάτι σπουδαίο;
Στο γύρισμα οι αντέννες ήταν στα κόκκινα. Αλλά από τις πρόβες και το γύρισμα, κατάλαβα πως ετοιμαζόταν κάτι ωραίο. Με τον Βασίλη είχαμε γνωριστεί μετά από ένα live μου. Τρεις μήνες μετά μου τηλεφωνεί και μου λέει ότι γυρίζει μια ταινία. Μου έστειλε το σενάριο, το έχω κρατήσει ακόμη το μέιλ. Του απάντησα με κεφαλαία «ΝΑΙ». Συνήθως απολαμβάνω το αποτέλεσμα περισσότερο από τη διαδικασία. Στο θέατρο λατρεύω να κάνω την παράσταση, είναι όλα στην κόψη εκείνη την ώρα – όπως και στο γύρισμα. Στον κινηματογράφο, λατρεύω λίγο περισσότερο τις πρόβες απ’ ό,τι στο θέατρο, όπως επαληθεύτηκε και σε επόμενες εμπειρίες. «Η απόσταση ανάμεσα στον ουρανό και εμάς», γυρίστηκε μέσα σε 8 ώρες και με 60 ώρες προβών. Δούλεψα με υπέροχους ανθρώπους, τον Βασίλη (Κεκάτο), τον Νικολάκη (Ζεγκίνογλου), τον Γιώργο (Βαλσαμή), τον Δημήτρη (Νάκο) και όλη την ομάδα.
Έχει μια πολύ τρυφερή και ταυτοχρόνως πολύ υποβλητική ατμόσφαιρα αυτή η ταινία.
Είναι το προσωπικό που γίνεται καθολικό. Είναι ένα θέμα που μας αφορά. Το πώς μέσα από την ευκολία των γνωριμιών και μιας πρώτης συνάντησης καταφέρνουμε να φτιάξουμε την κατάλληλη στιγμή. Από εκεί και πέρα ανοίγονται μπροστά μας όλα τα ενδεχόμενα και γεννιέται η προοπτική να εκπληρωθεί αυτό που πραγματικά έχουμε ανάγκη.
Πώς ένιωθες;
Ήμουν 27 στα 28 και δεν πίστευα ότι θα παίξω ποτέ σε ταινία. Οπότε από το τηλεφώνημα μέχρι την πρώτη φορά που την είδα, πετούσα από χαρά, και έκτοτε είναι από τις δουλειές που έχω στην καρδιά μου. Από την άλλη είχα πάρει μια συνειδητή απόφαση στη ζωή μου, να κάνω μόνο αυτά που με ενδιαφέρουν. Δεν είχα και δεν έχω καμιά πολυτέλεια γι’ αυτό, αλλά έκανα αυτήν την επιλογή για να μην σιχαθώ εμένα στη δουλειά.

H ταινία «Η σιγή των ψαριών όταν πεθαίνουν» του Βασίλη Κεκάτου είναι μία από τις μικρού μήκους που θα προβληθούν μετά το live performance στις «Θρυλικότητες».
Ακριβώς, 16 εξαιρετικοί δημιουργοί μάς παραχώρησαν τις ταινίες τους που θα προβάλλονται μετά από κάθε παράσταση και ξεκινάμε με του Βασίλη. Πριν τη δεύτερη παράσταση, θα έχουμε τη χαρά να προηγηθεί συνάντηση μαζί τους, ανοιχτή στο κοινό, ώστε να μας μιλήσουν για τη δουλειά τους.
Πώς σου ήρθε η ιδέα για τις «Θρυλικότητες»;
Βλέπω πολύ κινηματογράφο. Τον Μάιο του 2023 ξεκίνησα να μαζεύω σκέψεις, κείμενα, ιδέες, σκηνές από ταινίες. Όλα αυτά ήταν, αρχικά, ασύνδετα μεταξύ τους κομμάτια και τα μάζευα σαν ένα είδος. Μέσα στη χρονιά είδα και κάποιες άλλες ταινίες που ξεκλείδωσαν τι θα μπορούσε να σχηματιστεί από όλα αυτά ενώ άρχισα κι εγώ να γράφω πιο συγκροτημένα. Καταθέσαμε την πρόταση, πιστεύαμε ότι για άλλη μια φορά δεν θα είχαμε θετική απάντηση αλλά τον Αύγουστο μάθαμε ότι πήραμε την επιχορήγηση. Είχα ήδη αρχίσει να ψάχνω τρόπους να κάνω την παράσταση χωρίς budget, αλλά εντελώς ρεαλιστικά, δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς λεφτά, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που θα γίνει τώρα.
Τι συμβαίνει στις «Θρυλικότητες»;
Μια ερωτική εξομολόγηση με εικόνες επηρεασμένες από τη ροή της εξομολόγησης, εικόνες που είναι εμπνευσμένες από κινηματογραφικές σκηνές. Δεν είναι ένα αφιέρωμα, αν με ενδιέφερε αυτό, θα έκανα κάτι άλλο. Ήθελα να είναι μια μίξη των πραγμάτων.
Από πού πηγάζουν οι «Θρυλικότητες»;
Μου αρέσει πολύ ως υλικό η εξομολόγηση, είναι από τα βασικά υλικά στη δουλειά μου, και τη συνδυάζω με μια προσωπική παρατήρηση.

Που διαπιστώνει τι;
Ότι λείπει πολύ τριγύρω μας το κομμάτι της ενσυναίσθησης. Δεν το εννοώ γλυκερά. Σκέφτομαι ότι αν με κάποιο τρόπο ακούσουμε τη φωνή μέσα μας, τότε θα αντιμετωπίζουμε τα πράγματα γύρω μας διαφορετικά, και όχι με την πρώτη, άνευ φίλτρου αντίδραση που συνήθως έχει έναν επιθετικό χαρακτήρα. Νομίζω ότι αν το κάναμε, όντως αυτός ο κόσμος θα ήταν αλλιώς.
Αυτό θέλει χρόνο.
Ναι, συνήθως όσα πράγματα αξίζουν χρειάζονται χρόνο. Έχουμε μάθει στο fast food πάσης φύσεως. Οι σύγχρονες απαιτήσεις για τον κάθε άνθρωπο είναι δυσανάλογες των δυνατοτήτων του. Νιώθω πολύ τυχερός που μπορώ να δίνω χρόνο στα πράγματα ενώ γίνονται όλα αυτά γύρω μας, παράλληλα με την παραποίηση της αλήθειας από ανθρώπους που μπορούν να την παραποιούν. Το λέμε και στην παράσταση: «Μόνο η ασχήμια είναι καταδικασμένη σε θάνατο». Ακόμη κι αύριο αν έρθει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και τα ισοπεδώσει όλα, τελικά θα χάσει. Είναι καταδικασμένη η ασχήμια, δεν έχει θεμέλια. Θα χάσει, έστω και σε χίλια χρόνια, και τότε κάποιοι άλλοι σαν εμάς θα φτύνουνε στους τάφους τους (σ.σ. κατά τον τίτλο του μυθιστορήματος του Boris Vian). Η ομορφιά θα φανερωθεί, ό,τι και να γίνει. Ένα ζευγάρι περπατάει στον δρόμο πιασμένο χέρι με χέρι και φωτίζει ο κόσμος όλος.
Πώς γίνεται, όταν το ζευγάρι είναι από δύο αγόρια ή δύο κορίτσια, κάποιοι να βλέπουν ασχήμια και όχι ομορφιά;
Γιατί θέλουν να νιώθουν ότι ανήκουν με τους πολλούς. Θυμήσου το περιστατικό στη Θεσσαλονίκη, πόσος κόσμος έκραζε τα δυο τρανς άτομα και πόσος κόσμος απλώς παρακολουθούσε. Είναι πολύ ισχυρό το αίσθημα του ανήκειν όταν είσαι αδούλευτος. Έτσι κι αλλιώς είναι ένα δυνατό αίσθημα, φαντάσου να είσαι και τελείως «άσκαφτος». Νομίζω ότι είναι εύκολο να είσαι με την ασχήμια, δεν έχει -φαινομενικά- κόστος.

Δεν έχει το κόστος του να γίνεσαι κι εσύ άσχημος;
Εσύ κι εγώ το βλέπουμε αυτό. Όχι ότι καταφέραμε κάτι τρομερό στη ζωή μας αλλά στύψαμε το κεφάλι μας. Υπάρχει κόσμος που δεν μπορεί να το δει ή που αρνείται να το δει. Υπάρχει τρομερή άρνηση τριγύρω μας. Δεν το λέω ως δικαιολογία αλλά ως παρατήρηση. Από τη άλλη κανένας δεν οφείλει την ευτυχία του σε κανέναν. Οπότε προχωράμε με τους ανθρώπους που αγαπάμε, που εμπιστευόμαστε, που μας ακούνε και τους ακούμε και εμείς. Αυτό έχω καταλάβει από τη μικρή μου εμπειρία από τη ζωή.
Όλες αυτές οι σκέψεις πώς μπαίνουν στις «Θρυλικότητες»;
Νομίζω ότι ο έρωτας είναι η πιο βαθιά πολιτική πράξη που υπάρχει. Στον έρωτα και στις μεταφράσεις του σε αγάπη, βγαίνουν στην επιφάνεια τα πιο αληθινά μας χαρακτηριστικά. Στην ουσία αυτό με το οποίο καταπιάνομαι στην παράσταση είναι ποιος είναι, για τον καθένα μας, ο σημαντικός μας άνθρωπος, και ποιον κόσμο ξεκλειδώνει σε εμάς. Ναι, είμαστε ετεροπροσδιοριζόμενα όντα, στον βαθμό που δεν αναιρείται η αυταξία μας αλλά που εξελίσσεται. To Plāsma υπάρχει ως η σκιά ενός ανθρώπου, που δεν μίλαγε ποτέ, και τώρα πια μιλάει. Κι αν μπορέσει να συγκινήσει έστω κι έναν άνθρωπο, αυτό είναι κέρδος.
Info: Θρυλικότητες *μια κραυγή γι’ αγάπη, Cinobo Όπερα – Αίθουσα 2 (Ακαδημίας 57), 15 Δεκ – 26 Ιαν 2025