Τέσσερις άνθρωποι από τον χώρο της τέχνης -λογοτεχνία, εικαστικά, θέατρο, μουσική- απαντούν με ειλικρίνεια στο ερώτημα που ταλανίζει τους Έλληνες καλλιτέχνες.
Λίγους μήνες πριν, είχα κάνει ένα ρεπορτάζ για το τι συμβαίνει στον τομέα του χορού στην Ελλάδα και ποιες είναι οι εργασιακές συνθήκες που επικρατούν. Από εκείνο το άρθρο και τα σημαντικά που ειπώθηκαν κρατώ, μεταξύ άλλων, τα λόγια της χορογράφου Εύης Σούλη: «Αν, τελικά, τα καταφέρει ένα άτομο να ξεκινήσει την επαγγελματική του πορεία στον χώρο του χορού, θα συναντήσει μία “εργασιακή ζούγκλα”. Τα ένσημα, συνήθως, είναι μια άγνωστη λέξη, ενώ οι χορογράφοι που δημιουργούμε δικές μας παραγωγές, προσπαθούμε να βρούμε χρηματοδότηση –που συνήθως είναι πενιχρή. Γι’ αυτό το λόγο, όλοι είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε παράλληλα πολλά πράγματα, τρέχοντας σε έναν αγώνα επιβίωσης. Προφανώς, καταλήγουμε να κάνουμε τέχνη “με την ψυχή στο στόμα,” με ελάχιστη έως ανύπαρκτη οικονομική ανταμοιβή, σε χρόνους ρεκόρ και κάνοντάς τα όλα μόνοι μας. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο υποχρηματοδοτείται η τέχνη του χορού στην Ελλάδα, δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο, οι καλλιτέχνες ζούμε με το μόνιμο άγχος του αποτελέσματος, χωρίς να δίνουμε σημασία στην έρευνα».
Στις πάμπολλες συνεντεύξεις που έχω πραγματοποιήσει τα τελευταία δέκα χρόνια, διαπιστώνω ότι κοινός τόπος στις μαρτυρίες των καλλιτεχνών είναι οι αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, έχοντας επιλέξει την καλλιτεχνική ενασχόληση ως βασικό τρόπο ζωής και δημιουργίας. Στην Ελλάδα, η καλλιτεχνική εργασία ως επαγγελματική επιλογή μοιάζει σχεδόν αυτοκτονική πράξη, αφού απουσιάζει ένα ισχυρό πλαίσιο στήριξης και η χάραξη πολιτιστικής πολιτικής, που θα επέτρεπε στους καλλιτέχνες να αφοσιωθούν στην τέχνη τους και να δημιουργήσουν μέσα σε συνθήκες ελευθερίας και ασφαλούς οικονομικής διαβίωσης.
Τέσσερις άνθρωποι από τον χώρο της τέχνης, ο Μιχάλης Αλμπάτης (λογοτεχνία), η Χριστίνα Κατσάρη (εικαστικά), η Βίκυ Κυριακουλάκου (θέατρο) και η Κατερίνα Κυρμιζή (μουσική) αποκρίνονται στο ερώτημα: «Πόσο εύκολο είναι ένας καλλιτέχνης να βιοποριστεί από την τέχνη του στη σημερινή Ελλάδα;», φέροντας την αλήθεια του προσωπικού βιώματος και τη γνώση της συλλογικής κατάστασης του εκάστοτε κλάδου στις απαντήσεις τους.
Μιχάλης Αλμπάτης: «Δεν μπορείς στα δεκαοχτώ σου να πεις στους γονείς σου ότι θέλεις να γίνεις συγγραφέας»
Για όλους τους καλλιτέχνες τα πράγματα είναι ζόρικα, αλλά οι συγγραφείς αντιμετωπίζουμε κάποιες επιπλέον δυσκολίες. Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχει κάποια «σχολή συγγραφέων», δεν μπορείς να το σπουδάσεις όπως την υποκριτική, τη ζωγραφική, τη μουσική. Δεν μπορείς στα δεκαοχτώ σου να πεις στους γονείς σου ότι θέλεις να γίνεις συγγραφέας. Θα σου πουν, και θα έχουν δίκιο, πως πρέπει να κάνεις κάτι άλλο για να ζήσεις, πως μπορείς να ασχοληθείς με αυτό σαν ένα χόμπι. Έτσι θα το αντιμετωπίσουν και οι φίλοι, η σύντροφός σου και οι συνάδελφοι στις τόσες δουλειές που θα αναγκαστείς να κάνεις.
Για να σε πάρουν στα σοβαρά, για να σε θεωρήσουν συγγραφέα θα πρέπει να αποδείξεις ότι μπορείς να ζήσεις από αυτό, άσχετα με την αξία αυτών που γράφεις.
Αν καταφέρεις να εκδώσεις κάτι τελικά, οι απολαβές σου θα είναι ένα δέκα τοις εκατό επί της λιανικής τιμής. Για να αρχίσεις να έχεις ένα εισόδημα της προκοπής, θα πρέπει τα βιβλία σου να πουλάνε χιλιάδες αντίτυπα τον χρόνο, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο σε μια χώρα με τόσο μικρό αναγνωστικό κοινό. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο εκδότης σου θα σου αποδώσει τα δικαιώματα που σου αναλογούν. Είναι αρκετοί οι εκδοτικοί οίκοι που δεν καταβάλλουν δεκάρα, κάτι που είναι γνωστό σε όλους, αλλά αρκετοί συγγραφείς παραμένουν κάτω απ’ τη στέγη τους, γιατί ξέρουν ότι τουλάχιστον θα έχουν την ικανοποίηση να βλέπουν το έργο τους τυπωμένο.
Αν ο εκδότης σου σε πληρώνει κανονικά, για να μπορείς να παρατήσεις ό,τι ως τότε έκανες και να πεις «θα ζήσω απ’ τα γραπτά μου», θα πρέπει να έρθει το πολυπόθητο best-seller, δηλαδή ένα βιβλίο που, για παραπάνω από μια χρονιά, θα πουλήσει αρκετές χιλιάδες αντίτυπα. Τότε, μπορείς επιτέλους να κάνεις έναρξη επαγγέλματος και να νιώσεις υπερήφανος που μπορείς επισήμως να δηλώσεις συγγραφέας, ανακαλύπτοντας φυσικά ότι είναι κάπως ακριβό το αντίτιμο, αφού πέρα από τις μηνιαίες εισφορές, που πολύ λογικά πρέπει να πληρώνεις στον ασφαλιστικό σου φορέα, το κράτος σε αντιμετωπίζει σαν επιχειρηματία, σε φορολογεί ανάλογα, παρακρατεί ένα είκοσι τοις εκατό από τις αμοιβές σου κτλ κτλ.
Αυτό σημαίνει ότι ή θα πρέπει να βγάζεις ένα βιβλίο κάθε χρόνο, κι ας είναι προχειρογραμμένο, ελπίζοντας πως θα κατακτήσεις ένα μικρό έστω αλλά αφοσιωμένο κοινό που θα αγοράζει ό,τι κι αν εκδώσεις, ή να αφοσιωθείς στο επόμενο βιβλίο σου, που σίγουρα θα σου πάρει κάποια χρόνια να το γράψεις, ξέροντας πως αν δεν καταφέρεις να επαναλάβεις την επιτυχία, που είναι και το πιο πιθανό, θα μπορείς να κρατήσεις υπερήφανα τον τίτλο του συγγραφέα, αλλά θα αναγκαστείς παράλληλα να επιστρέψεις στα βάθη κάποιας πνιγηρής και λιγδερής κουζίνας.
Tα μυθιστορήματα του Μιχάλη Αλμπάτη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Νήσος.
Χριστίνα Κατσάρη: «Η φορολόγηση με το τεκμαρτό εισόδημα στους καλλιτέχνες ισοδυναμεί με ταφόπλακα»
Η τέχνη είναι μια τροπικότητα της ύπαρξης, συνυφασμένη με τη ζωή. Η τέχνη θα έπρεπε να είναι δωρεάν, όπως και άλλα κοινωνικά αγαθά (η παιδεία, η υγεία, η προστασία του περιβάλλοντος), μιας και διανοίγει διαρκώς τους ορίζοντες ενός τόπου και ωφελεί το σύνολο. Εκεί που η τέχνη καταστέλλεται ή για διάφορους λόγους περιστέλλεται, αργά ή γρήγορα θα επέρθει κι ο μαρασμός.
Είμαι πολύ περήφανη για το «συνάφι» μου, που ακόμα και στα χρόνια της κρίσης, της βίαιης φτωχοποίησης, κράτησε με κάθε τρόπο ζωντανή τη μήτρα αυτή, σε ελεύθερους χώρους έκφρασης, με ίδια μέσα, με αφοσίωση και δημιουργικότητα. Η κρατική μέριμνα εξακολουθεί ως σήμερα να είναι ισχνή, η φορολόγηση με το τεκμαρτό εισόδημα στους καλλιτέχνες ισοδυναμεί με ταφόπλακα και η επιδίωξη να γίνουν κάποιοι χώροι με δημόσιο χαρακτήρα «επικερδείς», αφήνει ανέστιους πολλούς από εμάς για πρόβες, δράσεις και εκθέσεις που θα μπορούσαμε να κάνουμε εκεί.
Η υποστήριξη από τα ιδιωτικά ιδρύματα, από την άλλη, είναι σποραδική και συνδεδεμένη με τις δικές τους πολιτικές, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την καλλιτεχνική παραγωγή.
Η καθημερινή πραγματικότητα στην Ελλάδα, είναι πολύ δύσκολη και η προσπάθεια να ισορροπήσει κανείς μεταξύ της ανάγκης για επιβίωση και της ελευθερίας του, είναι διαρκής. Κι εγώ προσωπικά έχω περάσει από πολλές δουλειές, από φοιτήτρια ακόμα, προσπαθώντας να κρατάω χρόνο παράλληλα για τα εικαστικά: Εικονογραφήσεις, art direction σε διαφημιστικά, διδασκαλία και κάμποσα ακόμη. Όσο ζωγράφιζα, είχα τη δυνατότητα συχνότερα να πουλάω και τα έργα μου, όταν άλλαξα μέσα ωστόσο, έπρεπε να μπορώ να ζήσω κάνοντας άλλες δουλειές. Ευτυχώς, το περιβάλλον μου και οι σπουδές που έκανα, μου έδωσαν αρκετά εφόδια και τρόπους, ώστε να μπορώ να βιοπορίζομαι με συμβιβασμούς που μπορούσα να αντέξω. Και στις δύσκολες συγκυρίες, είχα συνοδοιπόρους που, με αλληλεγγύη, με κράτησαν στο δημιουργικό δρόμο και θα τους ευχαριστώ πάντα γι’αυτό.
Περισσότερα για το έργο της εικαστικού, Χριστίνας Κατσαρη, μπορείτε να δείτε εδώ.
Βίκυ Κυριακουλάκου: «Ο βιοπορισμός είναι μια διαρκής μάχη»
Credit: Γεώργιος Μάκκας
Ο βιοπορισμός ενός ηθοποιού από την τέχνη του δεν είναι ούτε εύκολος, ούτε δεδομένος. Αρχικά, λόγω της εποχικότητας του επαγγέλματος. Υπάρχει μια διαρκής αναζήτηση δουλειάς, υπάρχουν δουλειές που είναι κακοπληρωμένες, δουλειές που δεν ολοκληρώνονται και φυσικά υπάρχουν και δουλειές που δεν πληρώνονται καθόλου. Θα αναρωτηθεί κάποιος: «Γιατί να δουλέψεις χωρίς ανταμοιβή»; Έχουμε μια παιδική ηρωικότητα.
Η πίστη σε ένα όραμα ή σε αγαπημένους συνεργάτες, έχει μεγάλη σημασία για εμάς και είναι και από τα βασικά κίνητρα του επαγγέλματος.
Προσωπικά μιλώντας, προσπαθώντας να διατηρώ το δικαίωμά μου στην επιλογή και θέλοντας να ανεβάζω και δικά μου έργα, έχω βρει μια δεύτερη εποχιακή δουλειά, με εποχικότητα αντίστροφη του θεάτρου. Εργάζομαι στον τουρισμό πολλά χρόνια, πολύ εντατικά για ένα τρίμηνο και λίγο πιο χαλαρά για ένα δίμηνο. Είναι μια δουλειά πολύ διαφορετικής ποιότητας ενεργειακά από τη δουλειά του θεάτρου και μάλιστα, όταν είχα προσπαθήσει για ένα διάστημα να τα συνδυάσω, έπαθα υπερκόπωση και αναγκαστικά επαναπροσδιόρισα τις προτεραιότητές μου.
Στο σημείο αυτό, θα επιστρέψω στη φύση της δουλειάς του ηθοποιού και θα πω ότι το να κάνεις δεύτερη δουλειά ταυτόχρονα, δεν είναι τόσο εύκολο. Η αφοσίωση που θέλει κάθε ρόλος, η επαγρύπνηση, το διάβασμα, η προπόνηση είναι στοιχεία τόσο έντονα που δύσκολα θα μοιράσουν το σώμα, το μυαλό και τη ψυχή του ηθοποιού με κάποια άλλη εργασία. Πρακτικά, είναι μια δουλειά που χρειάζεται τουλάχιστον 8 ώρες καθημερινά, μόνο για τα απαραίτητα (πρόβες με το θίασο, πρόβες με συναδέλφους ξεχωριστά για σκηνές και διάβασμα του ρόλου). Αν θες να προσέξεις και τον εαυτό σου για να μπορείς να συνεχίσεις αυτή τη δουλειά για χρόνια, χρειάζεσαι άλλες 2 ώρες καθημερινά για προσωπική συντήρηση (εκγύμναση, ψυχανάλυση, μαθήματα φωνής).
Επιπλέον, φέρεις μεγάλη ευθύνη για να παραμένεις υγιής, γιατί αν αρρωστήσεις στη διάρκεια παραστάσεων, χάνουν τη δουλειά τους όλοι. Αυτό σημαίνει έξοδα! Εκεί που κάποιος σε δουλειά γραφείου, θα πήγαινε ή δε θα πήγαινε στο γιατρό και θα έμενε σπίτι μέχρι μέχρι να ξεπεράσει ένα κρύωμα, ο ηθοποιός θα πάει με το παραμικρό στο γιατρό, θα πάρει ό,τι υπάρχει σε σκεύασμα από δυτική έως ανατολίτικη ιατρική και θα πάει στην πρόβα ή στην παράσταση, ευχόμενος ότι θα το ξεπεράσει στο πόδι. Η καθημερινή φράση που ακούγεται συχνά για τους καλλιτέχνες από άλλους εργαζόμενους «Ναι, αλλά κάνεις ό,τι γουστάρεις», όσο ρομαντική κι αν ακούγεται, εν τέλει εμπεριέχει μεγάλο πόνο και εξάντληση, ψυχική και σωματική.
Τελικά, λοιπόν, μένουμε στο ότι το ίδιο το επάγγελμα δεν αποδίδει οικονομικά από τη φύση του, η εργασία του ηθοποιού δεν επιτρέπει εύκολα και ταυτόχρονα μια δεύτερη εργασία, η συντήρηση της ποιότητας της δουλειά του είναι πολυέξοδη, κατά συνέπεια ο βιοπορισμός είναι μια διαρκής μάχη. Και όσο ακόμα αντέχω να δουλεύω, έχω πίστη ότι θα τα καταφέρω. Θα έρθει η ώρα όμως που δε θα μπορώ άλλο να εργάζομαι. Τότε τι; «Πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων», λέει η Μπλανς Ντιμπουά.
H Βίκυ Κυριακουλάκου παρουσιάζει από τις 15 Νοεμβρίου έως τις 20 Δεκεμβρίου την παράσταση “18 χρόνια Βίκυ Κυριακουλάκου-Love me Queerly” στον χώρο τέχνης HGW. Η παράσταση χρηματοδοτείται από την εργασία της δημιουργού το καλοκαίρι.
Κατερίνα Κυρμιζή: «Μέτρησα τα ένσημά μου με αφορμή αυτή τη συζήτηση. Είναι σχεδόν 2.000. Είμαι 49 χρονών»
Credit: Νίκος Γρηγοριάδης
Ιδανικά, θα ήθελα οι καλλιτέχνες που θα απαντήσουν, να έχουν μια πορεία στον τομέα τους και με εκκίνηση (και) το προσωπικό βίωμα να κάνουν σχόλιο για το ποιο είναι το κοινωνικό πλαίσιο επιβίωσης/διαβίωσης των καλλιτεχνών τα τελευταία χρόνια. Χρήσιμα, επίσης, θα ήταν -αν μπορούν και θέλουν- να αναφέρουν και κάποια πρακτικά παραδείγματα π.χ. για την ασφάλισή τους.
Είμαι κόρη τραγουδιστών. Παρουσιάστηκα στον κόσμο ως τραγουδοποιός στα 20 με τον πρώτο μου δίσκο. Είμαι τυχερή. Πέρα απ’ το κάνω συναυλίες, τραγουδώντας τα τραγούδια μου, δεν έχω εργαστεί ποτέ σε δουλειά που δεν είχε σχέση με την τέχνη. Έχω εργαστεί σαν τραγουδίστρια/εμψυχώτρια, στις παραστάσεις για παιδιά της Μαρίζας Κωχ, σαν δασκάλα μουσικοκινητικής αγωγής, έχω κάνει ένα πέρασμα στα audiobooks σαν αφηγήτρια και ηχολήπτρια. Επισήμως πια, είμαι καθηγήτρια κιθάρας. Η μετάβαση έγινε κάπου γύρω στο 2015. Τότε που σταματήσαμε να παίρνουμε κι αυτά τα πενιχρά πνευματικά δικαιώματα από την αμαρτωλή ΑΕΠΙ κάθε εξάμηνο. Μέτρησα τα ένσημά μου με αφορμή αυτή τη συζήτηση. Είναι σχεδόν 2.000. Είμαι 49 χρόνων.
Ξέχασα να αναφέρω πως είχα την πολυτέλεια να μην κάνω «πρωινή δουλειά» γιατί: α) Λαμβάνω από τα 26 μου ένα ταπεινό, μα σταθερό ενοίκιο κάθε μήνα και β) ο επίσης τραγουδοποιός/καλλιτέχνης σύζυγός μου, Νίκος Γρηγοριάδης, είναι μόνιμος καθηγητής μουσικής στη δημόσια εκπαίδευση και είχε την τύχη να κληρονομήσει νωρίς κι αυτός, το σπίτι που μας στεγάζει. Γι’ αυτό μπορέσαμε και κάναμε οικογένεια. Γράφουμε, λοιπόν, και οι δυο τραγούδια με το ένα χέρι. Με το άλλο επιβιώνουμε. Εγώ, επιφορτισμένη με το νοικοκυριό και την ανατροφή του παιδιού, γράφω με 2 δάχτυλα. Αφού πλυθούν τα πιάτα, τακτοποιηθούν τα ρούχα και καθαριστούν οι τουαλέτες.
Εργαζόμαστε συνέχεια. Τον περισσότερο χρόνο για την επιβίωση. Τον υπόλοιπο, για να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας.
Ο πατέρας μου, δεν είχε τη δυνατότητα να στέλνει δύο κορίτσια στο μπαλέτο, στα αγγλικά, στο ωδείο και στο φροντιστήριο με τη φωνή του. Η γιαγιά μου τσόνταρε με τη σύνταξή της. Η μητέρα μου αν και τραγουδούσε κι έγραφε στίχους κι αυτή, έμεινε σπίτι όταν παντρεύτηκε. Σαν παιδί, θυμάμαι την καθημερινή αγωνία του μπαμπά αν θα είχε κόσμο το κέντρο το βράδυ και αν το αφεντικό θα του ψαλίδιζε το μεροκάματο. Αυτός, βλέπεις, δεν είχε ενοίκιο να λαμβάνει. Έμενε στο ενοίκιο και ήδη, στα 27 του, είχε οικογένεια. Όλα αυτά μετά το ‘75, τότε που τα κέντρα διασκέδασης δούλευαν εφτά μέρες την εβδομάδα. Μια κάποια περιουσία που μας άφησε φυσικά και δεν την έκανε τραγουδώντας, αλλά κάνοντας τον εστιάτορα και δουλεύοντας όλη η οικογένεια -και εμείς τα παιδιά και η γιαγιά μας, σαν σκυλιά, στην Ίο για 4 χρόνια.
Αφηγούμαι συνοπτικά την ιστορία της οικογένειάς μου για να δείξω πως είναι διαχρονικό πρόβλημα ο βιοπορισμός των καλλιτεχνών. Ακόμα και στα «ωραία χρόνια του ΠΑΣΟΚ» -αν και κάπου τότε καταργήθηκαν τα βαρέα κι ανθυγιεινά ένσημα για τους τραγουδιστές που βγάζαν τα συκώτια τους από τα μεσάνυχτα μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος, η επιβίωση ήταν δύσκολη. Οι καλλιτέχνες -αν δεν είχαν την τύχη να γίνουν επώνυμοι, ήταν παρίες, οι φτωχοδιάβολοι με το ζητιανόξυλο.
«Κοντσέρτο για Κεραία & Κάκτους», Κατερίνη Κυρμιζή and guests, 30 Νοεμβρίου και 28 Δεκεμβρίου, στο Μουσικό Κουτί στον Κεραμεικό.