Η έφεση που κατέθεσε η Berçem Mordeniz κατά της πρωτόδικης απόφασης δεν οδήγησε στην αθώωσή της και η δημοσιογράφος καταδικάστηκε σε επτά μήνες με αναστολή. «Αυτοί που αναζητούν την αλήθεια αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες, ενώ οι δράστες μένουν ατιμώρητοι».

Δεν είναι λίγες οι φορές που η δημοσιογραφική δουλειά έχει «ποινικοποιηθεί» με διάφορους τρόπους, είτε με καταχρηστικές μηνύσεις ή αγωγές από κάποιο ισχυρό πρόσωπο ή οργανισμό, με σκοπό τη φίμωση σε σχέση με ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος (φαινόμενο SLAPP), είτε από εκπροσώπους της Αστυνομίας που παρεμποδίζουν ή ακόμα χειρότερα επιτίθενται σε δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ που επιχειρούν να καλύψουν ένα γεγονός, αντιμετωπίζοντάς τους ως παρανόμους, ενώ απλώς κάνουν τη δουλειά τους. 

Η περιπέτεια με την ελληνική Δικαιοσύνη για την Berçem Mordeniz, Κούρδισσα δημοσιογράφο και διερμηνέα, ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2020. Σημειώνεται εδώ ότι η Mordeniz είχε έρθει ως πρόσφυγας στην Ελλάδα, μόλις στα οκτώ της χρόνια. Για την ιστορία, τον Νοέμβριο του 1996, οι γονείς της συνελήφθησαν από τις τουρκικές αρχές και λίγες ημέρες μετά βρέθηκαν δολοφονημένοι στον δρόμο. Η ίδια μαζί με τα αδέρφια της κατέφυγε στην Ελλάδα το 1999 και πέρασε ένα μεγάλο διάστημα της παιδικής της ηλικίας στο προσφυγικό καμπ του Λαυρίου.   

Το χρονικό της υπόθεσης

Ας επιστρέψουμε όμως στα γεγονότα του 2020. Το βράδυ της Κυριακής (09/08/2020), η Mordeniz είχε βγει για έναν περίπατο στο Σύνταγμα, μαζί με τον επίσης κουρδικής καταγωγής Çağdaş Kaplan, πρώην αρχισυντάκτη της τουρκικής εφημερίδας Yeni Yasam, που βρήκε καταφύγιο στην Ελλάδα το 2019, μετά την καταδίκη του στην Τουρκία για διασπορά «φιλοκουρδικής προπαγάνδας».

Στην αρχή της Ερμού, βλέπουν πολλούς αστυνομικούς και κόσμο μαζεμένο, γύρω από ένα εξ εξελίξει περιστατικό. Τότε, εντοπίζουν έναν άνδρα, στον οποίο οι αστυνομικοί έχουν περάσει χειροπέδες και τον κρατούν ακινητοποιημένο. Οι δύο δημοσιογράφοι μαθαίνουν ότι ο συγκεκριμένος μόλις συνελήφθη, γιατί έγραψε με μαρκαδόρο τη λέξη «Καβάλα» σε μία ζαρντινιέρα. Ωστόσο, το περιστατικό δεν σταματά εκεί, καθώς σύμφωνα με όσα είχε δηλώσει η Berçem Mordeniz στην ΕφΣυν το 2020, οι αστυνομικοί «του κοπανούσαν το κεφάλι σαν μια μπάλα στον τοίχο, ενώ εκείνος δεν αντιδρούσε».

Οι δύο Κούρδοι δημοσιογράφοι άρχισαν να ρωτάνε τι συμβαίνει, επιδεικνύοντας, μάλιστα, τη δημοσιογραφική τους ταυτότητα. Όταν ο Kaplan, που ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων, προσπάθησε να καταγράψει το περιστατικό με το κινητό του, οι αστυνομικοί φαίνεται ότι του επιτέθηκαν, ρίχνοντάς τον στο έδαφος και σπάζοντας το τηλέφωνό του.

Η Berçem τράβηξε ένα σύντομο βίντεο, με το δικό της κινητό, το οποίο κυκλοφόρησε στα social media, όπου ακούγεται ένας από τους αστυνομικούς να την απειλεί για να κλείσει την κάμερα. Η οδύσσεια των δύο δημοσιογράφων είχε μόλις αρχίσει. Και οι τρεις τους (μαζί με τον άνδρα που είχε γράψει στη ζαρντινιέρα) συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο Α.Τ. Ακροπόλεως.

Στο τμήμα, όχι μόνο παρέμειναν με χειροπέδες μέχρι το πρωί, αλλά τους άφησαν χωρίς τροφή και νερό. Ο ρατσισμός συνάντησε τον σεξισμό στην ατάκα ενός εκ των αστυνομικών, όταν κατάλαβε ότι η Mordeniz μιλάει και άλλη γλώσσα, εκτός από την ελληνική:

«Είσαι και αλλοδαπή, ε; Τώρα με έφτιαξες».

Μάλιστα, η δημοσιογράφος είχε καταγγείλει ότι δέχτηκε φτύσιμο από αστυνομικό, ενώ κανένα από τα προβλεπόμενα μέτρα για την προστασία από τον κορονοϊό δεν τηρήθηκε.

Στους δύο δημοσιογράφους απαγγέλθηκαν κατηγορίες εξύβρισης και αντίστασης κατά της αρχής, σωματικής βλάβης από αμέλεια και φθορά ξένης ιδιοκτησίας.

Σε ποιο σημείο βρίσκεται η υπόθεση σήμερα

Flash-forward στον Ιανουάριο του 2025. Ενώ ο Kaplan απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες δύο χρόνια πριν, η έφεση της Mordeniz επί της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης δεν οδήγησε στην αθώωσή της. Η δημοσιογράφος καταδικάστηκε -και σε δεύτερο βαθμό- για εξύβριση και επίθεση εναντίον των αστυνομικών, ενώ μόνο η κατηγορία για απειλή κατά των αστυνομικών εξέπεσε στο Εφετείο.   

Ως εκ τούτου, στην Berçem Mordeniz επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης επτά μηνών με αναστολή και υποχρέωση κάλυψης των δικαστικών εξόδων. Η περίπτωση της δημοσιογράφου κουρδικής καταγωγής εγείρει σοβαρές ανησυχίες για την ουσιαστική ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, εν έτει 2025.

Αποτελεί, μάλιστα, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των απτών κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι που προσπαθούν να ανταποκριθούν στον πραγματικό τους ρόλο, αυτόν του ελέγχου της εξουσίας, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για περιστατικά κρατικής βίας.

Ας σημειωθεί εδώ ότι το 2024, η Ελλάδα κατατάχθηκε στην 88η θέση (στις τρεις χειρότερες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με την Ουγγαρία και τη Μάλτα) στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, σύμφωνα με το World Press Freedom Index που συνέταξαν οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF).

Πηγή: Reporters Without Borders

«Αυτοί που αναζητούν την αλήθεια αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες, ενώ οι δράστες μένουν ατιμώρητοι»

Μάλιστα, όπως δήλωσε η Mordeniz στην οργάνωση Women Press Freedom, που καταγγέλει τη δικαστική απόφαση και καλεί τη δημοσιογράφο να προσφύγει στον Άρειο Πάγο, οι γυναίκες δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν πρόσθετες προκλήσεις σε σχέση με τους άντρες συναδέλφους τους:

«Οι γυναίκες δημοσιογράφοι πληρώνουν ακόμη πιο βαρύ τίμημα για την αποκάλυψη της αλήθειας. Αντιμετωπίζουμε σκληρότερες απειλές και καταπίεση, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο». Ως προς την ετυμηγορία του δικαστηρίου σε περιστατικά βίαιης καταστολής, η Mordeniz τόνισε ότι:

«Στις περιπτώσεις που εμπλέκεται αστυνομική βία, το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα το ίδιο: Αυτοί που αναζητούν την αλήθεια αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες, ενώ οι δράστες μένουν ατιμώρητοι».

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
1
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα