Το life coaching σήμερα έχει αποκτήσει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της τοξικής αρρενωπότητας και του μισογυνισμού. Για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό;
Θα έχετε παρατηρήσει πως τον τελευταίο καιρό τα social media μας έχουν γεμίσει από προωθούμενους λογαριασμούς που υπόσχονται life coaching και mentoring για διάφορα ζητήματα.
Οι υπηρεσίες τους επικεντρώνονται στο να γίνουν οι υποψήφιοι πελάτες πιο διεκδικητικοί στην επαγγελματική ζωή τους, να έχουν περισσότερες ερωτικές επιτυχίες, να χτίσουν το σώμα των ονείρων τους, να κερδίσουν γρήγορα χρήματα μέσω επενδύσεων, να μάθουν και να ακολουθήσουν τους κανόνες ενός συγκεκριμένου lifestyle και πολλά άλλα.
Ανάμεσα σε αυτά μπορούμε να παρατηρήσουμε πως πολλές φορές κυριαρχεί η προώθηση της τοξικής αρρενωπότητας και ο μισογυνισμός μαζί με πολλά άλλα στερεότυπα.
Τι ακριβώς είναι το life coaching
Πρόκειται για σειρά πρακτικών που έχουν ως στόχο το άτομο να αναπτύξει κάποιες δεξιότητες ή μία συγκεκριμένη οπτική για τον κόσμο υπό την επίβλεψη ενός «ειδικού» στο θέμα. Εμφανίζεται υπό τη μορφή παροχής υπηρεσίας που προσομοιάζει στην εκπαίδευση και συμβουλευτική, όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι από τα παραπάνω.
Περισσότερο εστιάζει στην ενδυνάμωση και επίλυση ενός συγκεκριμένου πρόσκαιρου ζητήματος ή προβλήματος και όχι στη διερεύνηση των αιτιών και της εξάλειψής τους με συστηματικό τρόπο. Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πως δεν αποτελεί ούτε επιστήμη, ούτε ψυχοθεραπευτική / ψυχαναλυτική προσέγγιση, ούτε εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Ο παραπάνω ορισμός δεν είναι εξαντλητικός, καθώς το πεδίο του life coaching διέπεται από τεράστια ασάφεια και πλήθος αντιφάσεων και συγχέεται πολλές φορές με το mentoring και την εκπαιδευτική διαδικασία.
Πότε εμφανίζεται;
Η συμβουλευτική υπάρχει ως διαδικασία σε κάθε κοινωνία με εδραιωμένη την ιεραρχία. Ο όρος «coaching», μαζί με την προσωπική υποστήριξη, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο βιβλίο «The History of Pendennis» του Άγγλου συγγραφέα William Makepeace Thackeray, που εκδόθηκε μεταξύ του 1848 και του 1850. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο «coach» ήταν ο προπονητής αθλητών, κυρίως του ποδοσφαίρου και της κωπηλασίας.
Το coaching συνδέεται περισσότερο με την υποστήριξη σε σωματικές δραστηριότητες, ενώ το mentoring με τις πνευματικές.
Μέσα στον 20ο αιώνα γίνεται μία σύνδεση των παραπάνω δύο όρων με την έννοια της προσωπικότητας και την κατανόησή της, αντλώντας υλικό από τις μελέτες του Francis Galton.
Πιο συγκεκριμένα, από τη θεωρία του «Σπουδαίου Άντρα», η οποία αποδίδει στην κληρονομικότητα τις διάφορες ικανότητες των ανθρώπων και ταυτόχρονα υποστηρίζει τον έλεγχο του πληθυσμού των λιγότερο ικανών ατόμων ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα στις εκάστοτε κοινωνίες.
Ο εγγενής ανταγωνισμός
Καταλυτικό ρόλο στη δημοφιλία του coaching παίζει το βιβλίο «The Inner Game of Tennis» του Timothy Gallwey που κυκλοφόρησε το 1974. Σε αυτό το coaching δεν εστιάζει στο ίδιο το άθλημα, αλλά κυρίως στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο αθλητής, όπως η νευρικότητα, η αμφιβολία και οι διάφορες τεχνικές για να βελτιωθεί.
Έτσι, διάφοροι οργανισμοί και επιχειρήσεις σταδιακά δημιουργούν προγράμματα coaching και mentoring για τα ανώτερα στελέχη τους με σκοπό να είναι πιο ικανά στην επίλυση διάφορων προβλημάτων, να γίνουν gamechangers, αλλά και πιο διεκδικητικά. Με άλλα λόγια, το coaching προωθεί έναν πολύ συγκεκριμένο τύπο ηγεσίας στον κόσμο των επιχειρήσεων με επίκεντρο την ανταγωνιστικότητα και την κάθετη ιεραρχική δομή.
Οι managers εμποτίζονται με τη λογική πως για να βγει η δουλειά δεν αρκεί απλά να επιτηρούν και να συντονίζουν, αλλά ταυτόχρονα καθοδηγούν τους υφισταμένους τους και τους εμπνέουν να εργαστούν πιο σκληρά και αποτελεσματικά.
Ο Thomas Leonard, ο οποίος θεωρείται ο πρώτος επαγγελματίας του είδους, δημιουργεί το 1988 στις ΗΠΑ το πρόγραμμα «Design your life», ενώ την ίδια περίπου εποχή στο Ηνωμένο Βασίλειο παρουσιάζεται το «GROW-model» βασισμένο στη δουλειά του Gallwey.
Coaching και νεοφιλελευθερισμός
Αν παρατηρήσουμε καλύτερα, θα δούμε πως η διαμόρφωση και η ανάπτυξη του coaching συμπίπτει με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού στον δυτικό κόσμο.
Το δόγμα της απορρύθμισης, η μείωση της παρεμβατικότητας του κράτους, η προώθηση της οικονομικής ελευθερίας και η περίφημη αντίληψη πως «δεν υπάρχει κοινωνία, αλλά μόνο άτομα» μπορούν να μας προσφέρουν μία ικανοποιητική απάντηση γιατί έννοιες όπως «προσωπική ανάπτυξη», «σχεδιασμός και πλάνο ζωής», «κατάκτηση στόχων» και «αυτοβελτίωση» έγιναν άμεσα αποδεκτές.
Η ταυτόχρονη ανάδυση των lifestyles -δηλαδή τυποποιημένων τρόπων ζωής που συνοδεύονται με υποδείξεις ως προς τον τύπο της κατανάλωσης- σε συνδυασμό με την εμφάνιση περισσότερων καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, δημιουργούν μία εντελώς νέα αγορά.
Το άτομο δεν καλείται πλέον απλά να καταναλώνει, αλλά μονίμως να βελτιστοποιείται και να ακολουθεί ενδεδειγμένους τρόπους ζωής και μοντέλα κατανάλωσης, βασισμένα στις ανάγκες του, αλλά και στις προτάξεις της αγοράς και της κοινωνικής πίεσης.
Το coaching δεν είναι απλά ο τρόπος για να λύσεις ένα πρόβλημα, αλλά μία διαρκής μάχη απέναντι στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος και μία υποχρέωση προς τον εαυτό σου. Στόχος είναι «να είσαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου», καθώς το κράτος δεν μπορεί να σου επιβάλει και να σου προσφέρει τίποτα, αλλά εσύ οφείλεις να φροντίζεις για τα πάντα ως ατομικότητα. Από την υγεία και την ομορφιά σου, μέχρι την εκπαίδευση και τις διαπραγματευτικές ικανότητές σου για τη διεκδίκηση ενός καλού μισθού.
Για να γίνει αυτό και να ζεις σωστά, χρειάζεται να το αναλάβουν «ειδικοί». Έτσι, το life coaching ταυτόχρονα είναι και ένα σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης ή έστω η υπόσχεση πως αυτή θα έρθει κάποια στιγμή.
Ο σεξισμός στο επίκεντρο
Μέχρι στιγμής δεν έχει απαντηθεί το κεντρικό ερώτημα: τι σχέση έχουν όλα αυτά με την τοξική αρρενωπότητα και τον μισογυνισμό;
Όπως είδαμε, το coaching βασίζεται πάνω στην ιδέα πως ο ισχυρότερος και ικανότερος κερδίζει. Αυτό δημιουργεί ένα πλαίσιο ακραίου κοινωνικού ανταγωνισμού και ευνοεί την περαιτέρω ανάπτυξη των ανισοτήτων.
Αυτή η αντίληψη δεν αντανακλάται μονάχα στο πλαίσιο των επιχειρήσεων, στο οποίο οι ικανοί ηγέτες προσομοιάζονται με αρπακτικά που πρέπει να «παλέψουν» και να αρπάξουν κάθε ευκαιρία που θα τα οδηγήσει στην κερδοφορία. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν δεν είναι μόνο εξωγενείς, αλλά και ενδογενείς και οφείλουν να διατηρήσουν τη θέση που τους δόθηκε και να μην απογοητεύσουν κανέναν.
Το coaching δεν παρέχει απαραίτητα τις λύσεις, αλλά εξασφαλίζει πως το άτομο συνεχίζει να παίζει έναν ρόλο, χωρίς σημαντικές παρεκκλίσεις. Δεν απελευθερώνει, αντιθέτως υποδεικνύει την κατεύθυνση στην οποία κάποιος πρέπει να συνεχίσει. Η συμπερίληψη και η αποδοχή, που είναι η τελευταία τάση, πάντα γίνονται και αυτές εντός πλαισίων από τα οποία θα προκύψει κέρδος.
Ένα παράδειγμα είναι η επικοινωνία της αποδοχής των ΛΟΑΤΚΙ+ και η ανακοίνωση της ποσόστωσης θέσεων ηγεσίας σε γυναίκες, υπονοώντας ένα ανδρικό προνόμιο στην εργασία και στην εξέλιξη.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει πλήθος αντρών που ζητά λύσεις για την ερωτική του ζωή. Εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα, καθώς ζητούν τη βοήθεια άλλων αντρών που θεωρούνται επιτυχημένοι στο φλερτ.
Οι «προπονητές» για κάποιο λόγο έχουν υπερτονισμένα πάντα κάποια αρρενωπά χαρακτηριστικά. Γυμνασμένα σώματα, μούσια ή πλούσια μαλλιά και έναν λόγο «ντόμπρο» και επιθετικό. Η απάντηση έρχεται αν συμπληρωθεί η αυθαίρετη και αντιεπιστημονική κατηγοριοποίηση των αρσενικών σε «Alpha» και «Beta» και ο μη σεβασμός των «κατώτερων». Η υπόσχεση είναι ο κάθε πελάτης τους να μην είναι «beta male», αλλά να βρει έναν τρόπο να σκαρφαλώσει στην κορυφή και να γίνει αρεστός στα θηλυκά.
Μόνο που δεν ρώτησε ποτέ κανένας τις ίδιες τις γυναίκες αν είναι ικανοποιημένες να τις αντιμετωπίζουν ως τρόπαια ή αν θέλουν όντως μία συμβατική σχέση.
Το coaching έχει ως επίκεντρο μία πολύ συγκεκριμένη εκδοχή των έμφυλων ρόλων και σπανίως χρησιμοποιεί έγκυρη και επικαιροποιημένη επιστημονική γνώση. Εστιάζει περισσότερο σε στερεότυπα, αντιθέσεις και αναπαράγει μία κοσμοαντίληψη πως η ζωή είναι μονάχα για τους «νικητές» και τους πελάτες.