«Δεν προσποιήθηκα. Η προσποίηση για μένα είναι κάτι χυδαίο. Απλά και μόνο μίλησα όπως ήθελα. Χωρίς να υπολογίσω τίποτα και κανέναν», είχε πει η Μελίνα Μερκούρη.

Ίσως τότε, δε γνώριζε ότι το όνομά της θα γραφτεί με ανεξίτηλα γράμματα στη μνήμη μας και ότι 28 χρόνια μετά το θάνατό της, θα εξακολουθούσαμε να θαυμάζουμε το μεγαλείο της ψυχής και του μυαλού της. Τη χαρακτήρισαν ως: «Η Τελευταία Ελληνίδα θεά» και «γυναίκα-φλόγα». Αγωνίστρια εκ φύσεως, αρνήθηκε να μπει σε καλούπια και να συμβιβαστεί. Η γοητεία και το ταπεραμέντο της μαγνήτιζαν όποιον περνούσε από το διάβα της. Μια γυναίκα, ποίηση. Η λάμψη και ο τρόπος που μιλούσε για τα όνειρα, τις ελπίδες και τις αγωνίες της, μας καθηλώνουν μέχρι και σήμερα. 

Ποια ήταν η οικογένειά της

Η Μαρία Αμαλία Μερκούρη, γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920 στην Αθήνα, σε οικογένεια με μεγάλη ιστορία. Ο παππούς της, Σπυρίδων Μερκούρης, ήταν δήμαρχος Αθηναίων επί σειρά ετών, ενώ ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης, ήταν αξιωματικός του ιππικού, υπουργός και βουλευτής (Λαϊκό Κόμμα, Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα, ΕΔΑ). Τον Ιανουάριο του 1942 –κατά τη διάρκεια της Κατοχής– ίδρυσε την αντιστασιακή οργάνωση «Ριζοσπαστική Οργάνωσις».

Η μητέρα της, Ειρήνη Λάππα, ήταν αδελφή του ναυάρχου Πύρρου Λάππα, αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων και αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλιά Παύλου. Από την άλλη, τα ακροδεξιά φρονήματα του θείου της Γεώργιου Μερκούρη, τον οδηγούν να δημιουργήσει το Ελληνικό Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα—ένα ναζιστικό κόμμα που ιδρύθηκε στην Ελλάδα το 1932. Φυσικά, οι κινήσεις του αυτές βρήκαν αντίθετα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του, δημιουργώντας έντονες προστριβές, με αποτέλεσμα να μην παρευρεθούν ούτε στην κηδεία του, το 1943. Η Μελίνα είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον παππού της –όπως έχει πει σε συνέντευξή της– αφού εκείνος της έμαθε τη πραγματικά σημαίνει ζωή.

Μάλιστα, όταν αποφάσισε να αφήσει το σχολείο για να αφοσιωθεί στο θέατρο – κάτι που θεωρείται ανήκουστο ακόμα και σήμερα – ο παππούς της τη στήριξε, λέγοντάς της πως «Δεν έχει ανάγκη πιστοποιήσεις και χαρτιά, αφού το μυαλό της κόβει σα μαχαίρι και ξέρει το παραμύθι της ζωής, όπως της το δίδαξε ο ίδιος».

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ / ESTELLA

Η Κατοχή, τα πλούτη και οι έρωτες

Το 1939 παντρεύτηκε τον –κατά πολύ μεγαλύτερο της– πάμπλουτο κτηματία, Παναγή Χαροκόπο, λόγω του ότι η μητέρα της δεν ενέκρινε το φλερτ της με έναν ηθοποιό. Ωστόσο, ο γάμος της δεν είχε στέρεες βάσεις και έτσι διαλύθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, συνδέθηκε ερωτικά με το μαυραγορίτη επιχειρηματία, Φειδία Γιαδικιάρογλου. Για τη συγκεκριμένη περίοδο, η Μελίνα επικρίθηκε έντονα για το γεγονός ότι ζούσε απολαμβάνοντας όλες τις ανέσεις, σε διαμέρισμα 400 τ.μ. –τη στιγμή που ο Ελληνικός λαός λιμοκτονούσε. Το μοναδικό πράγμα όμως για το οποίο αισθάνεται τύψεις η Μελίνα, είναι η αποχή της από την αντίσταση. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ανέλαβε δημόσια τις ευθύνες της, λέγοντας:

« […] Εγώ δεν είμαι περήφανη για το τι έκανα μέσα στη Κατοχή. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, που κάποτε θα εξηγηθεί. Θέλω να σου πω, ότι στην Κατοχή, αυτά τα παιδιά που ήμασταν εμείς, ήταν σκληρά και ευαίσθητα μαζί. Και αυτό έχει γίνει συνείδηση ζωής, για ό,τι συνέβη και παραπέρα. Η Ελλάδα που γνωρίσαμε εμείς, είναι τρομακτική, είναι κατοχές, είναι τρεις κατοχές. Έβλεπες τους ανθρώπους μέσα στα κάρα, τα πτώματα των ανθρώπων και περνούσες. Σου λέω, ότι ήμουνα τολμηρή, ήμουνα ιδιωτικά τολμηρή. Δεν ήμουνα για την Ελλάδα, δεν έκανα αντίσταση και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου […]».

Η εντυπωσιακή καριέρα

Το Σεπτέμβριο του 1938 η Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε τις σπουδές της στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου— κρυφά από τη μητέρα της, που προσπαθούσε να την απομακρύνει από το χώρο του θεάματος. Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, με τίτλο: «Στέλλα», το 1955. Με αφορμή τη συγκεκριμένη ταινία, ταξίδεψε στις Κάννες για το κινηματογραφικό φεστιβάλ, όπου γνώρισε τον Αμερικανό σκηνοθέτη, Ζυλ Ντασέν, με τον οποίο παντρεύτηκε 11 χρόνια αργότερα, το 1966. Επιπλέον, συμμετείχε σε πολλές ακόμη ταινίες, όπως: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1957), «Ο νόμος» (1958), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962) και «Τοπ καπί» (1964).

Η ερμηνεία της στην ταινία: «Ποτέ την Κυριακή», βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο, ενώ το 1967 κέρδισε μία υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνι, στη θεατρική μεταφορά του έργου στο Μπρόντγουεϊ, με τίτλο: «Ίλια Ντάρλινγκ». Λίγοι γνωρίζουν, ότι η Μελίνα Μερκούρη «έβαλε φωτιά» στο γλέντι που ακολούθησε μετά το Φεστιβάλ των Καννών, με ένα συρτάκι. Η «γυναίκα-φλόγα», όπως έχει χαρακτηριστεί, ξεσήκωσε όλους τους παρευρισκόμενους με το μπρίο, την τσαχπινιά της και μαθαίνοντας στους ξένους τον αγαπημένο ελληνικό χορό, καθώς και πώς να… σπάνε πιάτα!

Τέλος, το 1972 πρωταγωνίστησε και πάλι στο Μπρόντγουέϊ στη «Λυσιστράτη», σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη.

Η Χούντα, η αποξένωση και η απογοήτευση

Όταν πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα του 1967 –βυθίζοντας την Ελλάδα στη Χούντα– η Μελίνα είχε αποκτήσει διεθνή φήμη, ενώ ζούσε στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης με τον τότε σύζυγό της, Ζυλ Ντασέν. Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις τηλεφώνησε στο ζευγάρι για να τους ενημερώσει για όλα όσα είχαν συμβεί. Κατόπιν, η Μελίνα προέβη σε δηλώσεις στα ξένα ΜΜΕ με δάκρυα στα μάτια, εκλιπαρώντας για τη χώρα της. Χαρακτηριστικά, είχε πει: «Σας παρακαλώ, μην πάτε στη χώρα μου». Ως αποτέλεσμα αυτών των δηλώσεων, η χουντική κυβέρνηση της αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου έτους.

Σε αυτή την κίνηση, η Μελίνα απάντησε ως εξής: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».

Από το Νοέμβριο του 1967 και για τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθούσε παντού, ενώ υπήρχε προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον της. Στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας, έγινε βομβιστική επίθεση εναντίον της, ενώ στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας, πραγματοποιήθηκε κι άλλη επίθεση από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο. Όσο βρισκόταν στο εξωτερικό, οι γονείς της έφυγαν από τη ζωή, με την ίδια να μη μπορεί να παρευρεθεί ούτε στην κηδεία του πατέρα της – χωρίς ιθαγένεια και διαβατήριο. Ακόμη και στην κηδεία της μητέρας της, το 1972, της επετράπη η είσοδος στη χώρα για λίγες μόνο ώρες. Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της Χούντας, επέστρεψε στην Ελλάδα, κάνοντας το σήμα της νίκης και χάθηκε στην αγκαλιά των αγαπημένων της προσώπων.

Μια Υπουργός Πολιτισμού με όραμα, ψυχή και τσαγανό

Αφότου τελείωσε η εφιαλτική περίοδος της Χούντας, η Μελίνα επέστρεψε στην πατρίδα το 1974 και ανέλαβε Υπουργός Πολιτισμού με το ΠΑΣΟΚ (1981-1989 και 1993-1994). Το μεγαλύτερο όραμά της ήταν η επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στα ελληνικά εδάφη. Μάλιστα, ένα από τα πιο δημοφιλή αποφθέγματα που βγήκαν από τα χείλη της είναι το εξής: «Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν, όμως, έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ». Το 1983, έθεσε το ερώτημα: «Πώς είναι δυνατόν μια κοινότητα που στερείται την πολιτιστική της διάσταση να μπορεί να αναπτυχθεί;» ενώπιον των υπουργών Πολιτισμού της τότε ΕΟΚ. «Η φωνή μας είναι καιρός να ακουστεί με την ίδια δύναμη όπως αυτή των τεχνοκρατών. Ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία».

Και κάπως έτσι, ξεκίνησε ο θεσμός της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης», ο οποίος υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα. Επιπλέον, χάρη σε εκείνη δημιουργήθηκαν τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, ενώ ενίσχυσε τις δράσεις για την αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης και επέμεινε στη στρατηγική ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς και την εισαγωγή του Πολιτισμού και της Θεατρικής Αγωγής στα σχολεία. Θεωρούσε ότι η επαφή των παιδιών με τις τέχνες θα δημιουργήσει νέες γενιές πολιτών με ουσιαστική παιδεία, τα οποία θα είναι σε θέση να δημιουργήσουν μια καλύτερη κοινωνία για όλους.

Ο φόβοι και τα όνειρά της

Τι ήταν αυτό που φόβιζε τη συγκλονιστική, Μελίνα Μερκούρη;

«Νόμιζα ότι φοβόμουν την αρρώστια, δεν είναι αυτό. Φοβάμαι να μη με αγαπάνε πια. Έχω το στομάχι μου, έχω έλκος και η τελευταία μου περιπέτεια ήταν πάρα πολύ ισχυρή. Αλλά, νομίζω ότι τα έβγαλα πέρα πολύ αξιοπρεπώς και είδα κάτι, που χαλάλι. Είδα πόσο με αγαπάνε οι Έλληνες, και οι Ελληνίδες βέβαια. Πόσο με αγαπάει ο κόσμος».

Αυτά είχε δηλώσει σχετικά με τους φόβους και τις ανασφάλειές της. Όσον αφορά στα όνειρά της, οι δηλώσεις ήταν γι’ ακόμη μια φορά αφοπλιστικές: «Όλα. Και όταν λέω όλα, όλα. Θα ήθελα να είχα υγεία, θα ήθελα να ήμασταν καλά στο σπίτι και θα ήθελα η Ελλάδα να προοδεύσει και θα ήθελα να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την Κοινή Αγορά, να αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα που θα έρθουν και να μείνουμε μια χώρα με ιστορία, μια χώρα με μέλλον».

Ο μεγάλος έρωτας με το τσιγάρο και η μοιραία κατάληξη

Η Μελίνα Μερκούρη είχε μία σχέση πάθους με το τσιγάρο, γεγονός που αποδεικνύεται και μέσω των στιγμιότυπων που την απεικονίζουν διαρκώς να φουμάρει. Υποστήριζε ότι το τσιγάρο της χάρισε χιλιάδες ευχάριστες στιγμές, ωστόσο, πολλοί ήταν εκείνοι που θεωρούσαν πως δεν άρμοζε σε μία γυναίκα να καπνίζει ή ότι το τσιγάρο της αφαιρούσε ποιότητα και κομψότητα.

«Παραλίγο να με λιντσάρουν επειδή κάπνιζα», είχε πει σε συνέντευξή της και λίγο αργότερα ζήτησε συγγνώμη, ανάβοντας τσιγάρο μπροστά στην κάμερα, λέγοντας πως δε μπορούσε να κρατηθεί.

Η αγάπη της για το τσιγάρο, όμως, την έφερε μπροστά σε μια μοιραία εξέλιξη: Τον Καρκίνο. Λίγο πριν αναχωρήσει στο εξωτερικό για να κάνει μια επέμβαση, βρέθηκε στο Υπουργείο και έγραψε σε ένα πακέτο τσιγάρα: «Θα ξαναγυρίσω».

Μια δήλωση που, δυστυχώς, ήταν αναληθής. Δεν επέστρεψε ποτέ. Άφησε την τελευταία της πνοή στο «Memorial Hospital» της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994. Η απώλεια ήταν τεράστια, τόσο για τον καλλιτεχνικό και πολιτικό κόσμο, όσο και για την ελληνική κοινωνία ως σύνολο. Έφυγε η «τελευταία Ελληνίδα θεά». Μάλιστα, είναι ιδιαίτερα συγκινητικό το γεγονός πως στην κηδεία της, ο κόσμος άφηνε «συμβολικά» στο μνήμα της, πακέτα από τσιγάρα.

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ / ESTELLA

Η αθάνατη Μελίνα Μερκούρη

H 6η Μαρτίου –η ημέρα θανάτου της Μελίνας Μερκούρη– έχει ορισθεί από την UNESCO ως Παγκόσμια Ημέρα Πολιτισμού, κατά την οποία απονέμεται το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» ως βραβείο πολιτιστικής προσφοράς. Μέσα από τους αγώνες, την πολυμορφική και σπουδαία της προσωπικότητα, το ταλέντο, την απαράμιλλη γοητεία, το κοφτερό μυαλό και τα ισχυρά της επιχειρήματα, η Μελίνα Μερκούρη ήταν, είναι και θα παραμείνει αθάνατη. Πάντοτε, θα τη θυμόμαστε σαν σύμβολο πολιτισμού και υπόδειγμα γυναίκας.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα