Το να μοιράζεσαι κοινά ενδιαφέροντα με τον άνθρωπο που επέλεξες να είσαι, είναι συχνά ένας από τους κύριους παράγοντες μιας σχέσης.
Τι γίνεται, όμως, όταν ο χρόνος αρχίζει να φθείρει τη σχέση; Μπορούν τα κοινά ενδιαφέροντα να την σώσουν; Ας το δούμε υπό το πρίσμα του βιβλίου.
Η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, αποτελεί σε ένα βαθμό καθρέφτη της προσωπικότητας ενός ανθρώπου. Κοινώς, οι ιστορίες και οι χαρακτήρες που μας προκαλούν την πολυπόθητη ταύτιση, τη συγκίνηση και την απόλαυση δεν αντανακλούν παρά τις εμπειρίες και την ανάγκη μας να δούμε τον εαυτό μας στις «μεγαλύτερες από τη ζωή» περιπέτειες ανθρώπων, ανακουφιστικά τυλιγμένων από το πέπλο της μυθοπλασίας.
Επομένως, το να βρίσκεις σημεία αναφοράς σχετικά με τις λογοτεχνικές εμπειρίες με τον ή την σύντροφό σου, είναι μια καλή ένδειξη πνευματικής σύμπνοιας. Ολόκληρες σχέσεις μπορεί να αρχίσουν από μια λογοτεχνική συζήτηση, όπως και από μια σινεφιλική ή μουσικοφιλική κ.λπ. Αντίστοιχα, μια σχέση μπορεί να τελειώσει ή να μην αρχίσει καν εάν ο/η συνομιλητής παραφερθεί ισχυριζόμενος, ας πούμε, ότι η Barbie είναι καλύτερη από τον Πολίτη Κέιν –ισχυρισμός αρκετός όχι απλά για να μην προχωρήσει ένας δεσμός, αλλά σοβαρή ένδειξη ότι ήρθε η ώρα να ζητήσετε περιοριστικά μέτρα κατά του προσώπου που ξεστόμισε την παραπάνω βλασφημία.
Αυτό, όμως, που μας ενδιαφέρει στο παρόν άρθρο είναι το κατά πόσον μια σχέση –ήδη εδραιωμένη σε έναν βαθμό και φθαρμένη από το χρόνο– μπορεί να διασωθεί από τα κοινά ενδιαφέροντα, ένα εκ των οποίων ενδέχεται να είναι η λογοτεχνία. Ένα ζευγάρι που δεν βρίσκει πια το ίδιο πάθος με τα αρχικά στάδια της σχέσης του μπορεί να επαναφέρει τη φλόγα μόνο και μόνο επειδή διαβάζουν μαζί και αγαπούν τους ίδιους συγγραφείς και τα ίδια βιβλία;

Η απάντηση δεν είναι απλή
Εξαρτάται, πρωτίστως, από τον βαθμό σοβαρότητας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η σχέση. Αν, ας πούμε, ο σύντροφός σας βρίσκει ιδιαίτερα ευχάριστη ασχολία το να σας αγνοεί ή η αγαπημένη σας βρίσκει αδιάφορη την παρέα σας, ίσως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να συνεχίσετε να είστε μαζί, ακόμα κι αν λατρεύετε αμφότεροι το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας. Μεταξύ μας, αν κάποιος/α σας πει ότι το αγαπημένο του βιβλίο είναι αυτό, χωρίστε τον/την, είναι μούφα.
Αν, από την άλλη, «απλώς» αισθάνεστε ότι δεν υπάρχει πια η ίδια συναισθηματική εμπλοκή και εγγύτητα στην καθημερινότητά σας, δεν αποκλείεται η συνανάγνωση ενός βιβλίου να ανάψει εκ νέου μια σπίθα. Όπως η από κοινού παρακολούθηση μιας ταινίας, η ανακάλυψη ενός νέου εστιατορίου ή ένα απολαυστικό ταξίδι, το να μοιραστείς ένα βιβλίο με τον σύντροφό σου δεν είναι παρά μια κοινή εμπειρία που αποκτάτε μαζί και, εύλογα, όσο περισσότερες οι κοινές εμπειρίες ανάμεσα σε δύο ανθρώπους τόσο πιο βαθιά ριζωμένη η σχέση, είτε αυτή είναι φιλική είτε, στην περίπτωσή μας, ερωτική.

Είναι αυτό ένας σίγουρος τρόπος να σωθεί μια σχέση;
Όχι, απλούστατα γιατί κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Οι ερωτικές σχέσεις έχουν σαν απαραίτητη προϋπόθεση την αγάπη ανάμεσα στα δύο άτομα που την αποτελούν και είναι ανθρώπινο σε κάποιες περιπτώσεις η αγάπη να τελειώσει ή να φθαρεί. Στις περιπτώσεις αυτές, ακόμα και η πλήρης σύμπνοια στα λογοτεχνικά γούστα δε θα μπορούσε, και δεν θα άξιζε, να διασώσει μια σχέση –άλλωστε, κοινά λογοτεχνικά γούστα μπορούν να έχουν δύο φίλοι, δύο συγγενείς, ακόμα και δύο εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι. Αυτό που συνδέει δύο ανθρώπους ρομαντικά είναι πολύ διαφορετικό και δύσκολο να περιγραφεί.
Στο κάτω-κάτω, τα βιβλία είναι ιστορίες και όλες οι ιστορίες έχουν αρχή, μέση και τέλος. Όταν, λοιπόν, τελειώσει το βιβλίο, θα είστε στο ίδιο σημείο όπου βρισκόσαστε όταν εκείνο ξεκίνησε, με τη μόνη διαφορά ότι θα έχετε μια επιπλέον κοινή εμπειρία. Θα είναι αυτή αρκετή; Θα θέσει τις βάσεις για την αναζωπύρωση ενός αισθήματος που ήταν πολύ δυνατό για να σβήσει ή θα βάλει την ταφόπλακα σε μια σχέση που δεν έμελλε να διαρκέσει; Κι αν το βιβλίο αρέσει στον ένα αλλά όχι στον άλλο και η διαφωνία γίνει ακόμα μεγαλύτερη, βαθαίνοντας το χάσμα;
Όπως βλέπουμε, γενικές απαντήσεις σε αυτά δεν υπάρχουν
Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, με τις δικές της ιδιαιτερότητες και κανείς δεν μπορεί να εκφέρει έναν κοινώς αποδεκτό και εφαρμόσιμο «κανόνα», αφού δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τις δυναμικές και τις ισορροπίες που αναπτύσσονται σε μια σχέση στην οποία δεν μετέχει. Όσο κι αν αγαπάμε τη λογοτεχνία, όσο κι αν μερικές από τις ωραιότερες ερωτικές ιστορίες όλων των εποχών γράφτηκαν από σπουδαίους συγγραφείς, καμία δεν μοιάζει με τη δική μας, η οποία γράφεται από μόνη της και θα έχει το τέλος που αυτή θέλει. Όπως ακούμε και σε γνωστή, αγαπημένη ελληνική ταινία των αρχών του αιώνα: «Η ζωή ξέρει και οφείλουμε να την εμπιστευόμαστε».
Εικόνες: Shutterstock