«Το ότι δεν γελάμε με κάτι, δεν σημαίνει ότι και θα πρέπει να το φιμώσουμε».

Μετά το τυπικό καλησπέρισμα – και τις εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις – το πρώτο πράγμα που είπα στο Γιάννη, όταν ξεκινήσαμε την κουβέντα μας, ήταν: «Πώς μπορείς και ασχολείσαι με τόσα διαφορετικά πράγματα ταυτόχρονα;» και με όλη την ειλικρίνεια και την ευθύτητα που τον διακρίνει, μου είπε: «Θέλω συνεχώς να μαθαίνω και να ασχολούμαι με καινούργια πράγματα. Βαριέμαι πολύ εύκολα. Δεν μπορώ να κάνω μόνο ένα πράγμα». 

Τελείωσε τη Νομική, σπούδασε υποκριτική, κάνει το μεταπτυχιακό του στην Αρχιτεκτονική σχολή του Πολυτεχνείου, γράφει για το θέατρο και παράλληλα ασχολείται και με τη ζωγραφική. Αν ρωτήσεις το Γιάννη τι δεν θα ήθελε ποτέ να κάνει στη ζωή του, η απάντηση που θα λάβεις είναι:

«Να καταλήξω κάπου. Δεν μπορώ, γενικότερα, να δεχτώ την έννοια της κατάληξης. Θέλω πάντα να δοκιμάζω καινούργια πράγματα και να βιώνω καινούργιες εμπειρίες. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει αυτό που λέμε “αυθεντία” σ’ ένα είδος. Όσο υπάρχει το περιθώριο της αλλαγής και της εξέλιξης ενός είδους, δεν μπορεί να υπάρξει και αυθεντία. Σ’ αυτό που πιστεύω, όμως, είναι στην αυθεντικότητα. Για μένα, από εκεί πηγάζει και η ειλικρίνεια». 

«Αυτό που θέλω πάντα, είναι με ό,τι και αν καταπιάνομαι να είμαι ειλικρινής».

Παρά το νεαρό της ηλικίας σου (σ.σ. είναι μόνο 28 χρονών), έχεις ασχοληθεί και έχεις καταφέρει πράγματα που άλλοι χρειάζονται μια ολόκληρη ζωή. Πώς ξεκίνησαν όλα; Πώς μπήκαν στη ζωή σου όλα όσα ασχολείσαι σήμερα; 

Η αρχή όλων ήταν η ζωγραφική. Ξεκίνησα από πολύ μικρός να ζωγραφίζω και αργότερα να ασχολούμαι με το graffiti. Ήταν πάντα η καλλιτεχνική μου διέξοδος και η πρώτη μου «δίοδος», αν θες, στον καλλιτεχνικό κόσμο. Όλα τ’ άλλα, μαζί με τις ακαδημαϊκές σπουδές, ήρθαν στην πορεία. 

Τι ήταν, όμως, αυτό που σε έκανε να στραφείς προς το δρόμο της συγγραφής και όχι της ζωγραφικής – που ήταν και η πρώτη σου αγάπη; 

Μπορεί να σου φανεί περίεργο αυτό που θα σου πω, αλλά όλα τ’ άλλα μπορώ να σταματήσω να τα κάνω. Τη ζωγραφική δεν πρόκειται. Νιώθω ότι είναι από τις μόνες σταθερές στη ζωή μου και δεν θέλω να την «εξευτελίσω» ή να την «εξαντλήσω», αντιμετωπίζοντας την επαγγελματικά.

Από την άλλη, η Νομική μπήκε στη ζωή μου με το πρόσχημα ότι είναι το μόνο λογικό επακόλουθο, εφόσον οι γονείς μου εργάζονταν ως δικηγόροι. Ήμουν και καλός μαθητής, οπότε φάνηκε σαν μια φυσική πορεία όλο αυτό. Δυστυχώς, όμως, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι τόσο νωθρό και προσηλωμένο στην παπαγαλία, που κάπως «ευτελίζει» ακόμα και την πιο ενδιαφέρουσα σπουδή. 

«Η νομική μπήκε στη ζωή μου, ακολουθώντας το βαλκανικό στερεότυπο της οικογένειας».

Και πώς μετά από τη Νομική, μπαίνει το θέατρο στη ζωή σου;

Ααα! Το θέατρο μπήκε στη ζωή μου εξ απαλών ονύχων. Από τα πρώτα χρόνια του νηπιαγωγείου και συνεχίστηκε με τεράστια επιτυχία μέχρι και την τετάρτη δημοτικού. Μετά, κάπως χάθηκαν οι δρόμοι μας και μία κοπέλα στάθηκε τελικά η αφορμή για να ξαναβρεθούμε και να ξανασυστηθούμε. Η φάση με την κοπέλα δεν συνέβη ποτέ τελικά, αλλά μου έμεινε το θέατρο.  

Αυτή ήταν και η αφορμή για να μπει το θέατρο ενεργά πια στη ζωή σου; 

Περίπου. Με αφορμή την κοπέλα αυτή, βρέθηκα σ’ ένα εργαστήρι δραματικής τέχνης. Εκεί κατάλαβα ότι η τέχνη της υποκριτικής με ενδιέφερε πολύ, αλλά όχι η έκθεση της.

Ήξερα, λοιπόν, από την πολύ αρχή πως με ενδιέφερε περισσότερο η σκηνοθεσία, παρά η υποκριτική. Πίστευα, όμως, και πιστεύω ακόμη, πως ένα καλός σκηνοθέτης πρέπει πρώτα να είναι ηθοποιός για να μπορεί να γνωρίσει την τέχνη εις βάθος. Οπότε, η σκηνοθεσία ήταν αυτό που με ενδιέφερε, και με ενδιαφέρει ακόμη. 

Με τη συγγραφή συναντηθήκαμε κάπως «τυχαία». Μία από τις δασκάλες μου, η Γεωργία Μαυραγάνη, μου ζήτησε να τη βοηθήσω με το κείμενο του «Ταξικού εχθρού», που ετοίμαζε τότε για τη νεανική σκηνή του Εθνικού. Ως πιο νέος άνθρωπος και κάποιος που είχε κοινές αναφορές με μερικούς από τους ήρως του κειμένου – graffiti, street art – μου ζήτησε να το δουλέψουμε παρέα. Κάπως έτσι, ήταν που μπήκε το μικρόβιο.

«Δεν υπάρχουν καλά έργα από νέους συγγραφείς σήμερα».

Θα είχε μπει πιστεύεις η συγγραφή στη ζωή σου αν δεν είχε έρθει αυτή η πρόταση της Γεωργίας τότε; 

Δεν το ξέρω αυτό, αλήθεια. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι πως σίγουρα δεν θα ήταν ίδια η πορεία μου. Χρωστάω πολλά στη Γεωργία. 

Και πώς προκύπτουν οι «Προβοκάτορες» σου; 

Τελειώνοντας τη σχολή, και ψάχνοντας τι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω και ποιο έργο ήταν αυτό που θα μου έκανε το “κλικ” για να κάνω την πρώτη μου σκηνοθεσία, είδα ότι δεν υπήρχε κάποιο έργο που να μιλά για τη γενιά μου. Για το σήμερα. Έτσι, αποφάσισα να γράψω τους «Προβοκάτορες».

Αυτή ήταν η αρχή και η σηματοδότηση μιας νέας ιστορίας στη ζωή μου. Και μπαίνοντας σιγά-σιγά στα 30 και σκεπτόμενος ότι θέλω να ακολουθήσω πιο πιστά έναν καλλιτεχνικό δρόμο, καταλαβαίνω ότι τελικά η συγγραφή θα γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. 

«Η πλειονότητα των 30άρηδων σήμερα, ζει ακόμη σε μια κατάσταση μετεφηβείας». 

Πιστεύεις ότι η ηλικία των 30 είναι μια κομβική ηλικία για να πάρεις αποφάσεις; 

Απόλυτα. Και αυτό που, δυστυχώς, συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο, είναι πως είναι και μια ηλικία που – έτσι όπως έχει διαμορφωθεί στην κοινωνία μας σήμερα, και ειδικά στην Ελλάδα λόγω της προσκόλλησής της στο πυρήνα της οικογένειας, αλλά και λόγω της κατάστασης της ανεργίας και του εισοδήματος – η πλειονότητα των «κοντά στα 30» και «λίγο μετά τα 30», ζει ακόμη σε μια κατάσταση μετεφηβείας.

Και είναι τόσο τρομακτικό αυτό. Γιατί τα 30 δεν είναι τα νέα 20, και τα 40 δεν είναι τα 30. Αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, τότε το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να χάσουμε κάποια από τα σημαντικότερα χρόνια της ζωής μας.

Είναι εύκολο στην Ελλάδα να εμπιστευτούν τους νέους ή πιστεύεις ότι μας διακατέχει μία παρελθοντολαγνεία; 

Αναμφίβολα, έχουμε μια ροπή προς την παρελθοντολαγνεία. Και ειδικά στο χώρο των τεχνών αυτό που έχω δει πως ισχύει ένα μία «πίστη σε τοτέμ» και παράλληλα, μια λογική της «εποχής των δεινοσαύρων». Τους είναι πολύ δύσκολο να εμπιστευτούν ένα νέο άνθρωπο και να τον πιστέψουν. Να πιστέψουν ότι μπορεί να έχει να δώσει πράγματα. Και αν είσαι τυχερός και σε εμπιστευτούν, δε σου δίνεται το περιθώριο λάθους. Αν κάνεις κάτι και πάει καλά, πρέπει οπωσδήποτε να πάει και το επόμενο και μετά το επόμενο και τότε, και μόνο τότε, έχεις περιθώριο λάθους. 

Και ευτυχώς για εμάς, στον αντίποδα και το αντίβαρο όλου αυτού, υπάρχει ο Γιώργος Κουτλής και η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, μας εμπιστεύθηκε και αυτό που μας είπε ήταν: «Πάμε να κάνουμε κάτι όλοι μαζί και όπως βγει, βγήκε». Κάπως έτσι, νιώσαμε και εμείς ασφαλείς και απαλλαγμένοι από το άγχος της «τελειότητας» και προσπαθήσαμε να φτιάξουμε κάτι σαν ομάδα. Και βγήκε κάτι πολύ ωραίο. 

«Στην προσπάθειά μας να εξαλείψουμε τις ταμπέλες, το μόνο που τελικά καταφέραμε είναι να τις διευρύνουμε». 

Τι είναι αυτό που σε τρομάζει περισσότερο στη γενιά μας σήμερα; 

Ότι έχουμε μια αλγοριθμική άποψη για την πραγματικότητα. Ο καθένας μας νομίζει ότι ζει σ’ έναν διαφορετικό κόσμο από τον διπλανό του, ανάλογα με το τι πιστεύει ο ίδιος. Αν, για παράδειγμα, εσύ έχεις κάποιες συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις, θα νομίζεις – και θα είσαι και σίγουρος – ότι όλοι γύρω σου έχουν τις ίδιες ακριβώς απόψεις με σένα. Αν πάλι οι δικές σου απόψεις είναι αντίθετες από του άλλου, θα πιστεύεις και πάλι ότι όλοι βλέπουν τα πράγματα με τον τρόπο που τα βλέπεις και εσύ. Όλοι λοιπόν, καταλήγουν να πιστεύουν πως η δική τους προσωπική άποψη είναι και αυτή που ενστερνίζεται όλως ο κόσμος. Και όλη αυτή η πόλωση καταλήγει να επηρεάζει την κοινωνία μας και να δημιουργεί μια επικίνδυνα τοξική πόλωση. 

Νιώθεις ότι έχουμε γίνει περισσότερο για την πάρτη μας; Ότι έχουμε χάσει το “εμείς” και έχουμε προσηλωθεί στο “εγώ” μας; 

Μας ενδιαφέρει το “εγώ” μας. Σ’ αυτό βασίζεται, άλλωστε, και όλο το self-love και self-care που τόσο πιστά προσπαθούμε να ακολουθήσουμε. Είναι, όμως, μια κατευναστική συμπεριφορά. Ακολουθεί λίγο το μοτίβο του: «Είναι δική μου ανάγκη». «Θα το ακολουθήσω εγώ». Και στην extreme μορφή του, αυτό που καταφέρνουμε τελικά, είναι να γινόμαστε περισσότερο ατομικιστές. 

«Αυτό, τελικά, που καταφέρνει το self-care είναι να μας κάνει λιγότερο θυμωμένους και περισσότερο πειθήνιους».

Επειδή οι «Προβοκάτορες» σου είχαν πολλά στοιχεία κοινωνικής σάτιρας μέσα, δεν μπορώ να μην σε ρωτήσω για το αν και κατά πόσο πιστεύεις πως “έχει τελικά όρια η σάτιρα”; 

Η σάτιρα, αυτή καθ’ αυτή, δεν έχει όριο. Το όριο είναι προσωπικό. Πόσο μπορείς εσύ, που γράφεις ή εξιστορείς, να παίξεις το κεφάλι σου κορώνα-γράμματα για να πεις ένα αστείο”; Εκεί έγκειται, λοιπόν, και το όριο. Και αυτό γινόταν από πάντα. Σκέψου ότι ο γελωτοποιός, κάθε φορά που έλεγε ένα αστείο που δεν άρεσε στον βασιλιά, πολύ απλά του έκοβε το κεφάλι. Η κωμωδία ήταν, είναι και θα είναι ένα επιθετικό είδος. Αν θες να επιτεθείς με τον οποιοδήποτε τρόπο σε κάποιον μέσα από τη χρήση της κωμωδίας, πρέπει να είσαι έτοιμος και να “πεθάνεις”. 

«Το ότι δεν γελάμε με κάτι, δεν σημαίνει ότι και θα πρέπει να το φιμώσουμε».

Τι ετοιμάζεις στη συνέχεια και ποια είναι τα όνειρα σου για το μέλλον; 

Έχω ήδη ξεκινήσει να γράφω το επόμενο θεατρικό μου έργο και αυτό είναι το βασικό μου project για τώρα. Και εν μέρει, είναι και ένα κομμάτι των ονείρων μου για το μέλλον. Το να μπορώ, δηλαδή, να βιοπορίζομαι από τα καλλιτεχνικά και να μπορεί και το κράτος να αναγνωρίσει ότι το να είσαι καλλιτέχνης, είναι επάγγελμα. Δεν είναι χόμπι.

Και αν μας έκανε ένα καλό η απόφαση του Υπουργείου – να εξισώσει το πτυχίο από τις καλλιτεχνικές σχολές με το απολυτήριο Λυκείου – είναι ότι μας έκάνε να διεκδικήσουμε περισσότερα πράγματα, που στην ουσία θα έπρεπε να ήταν αυτονόητα. Πράγματα που σε άλλες χώρες είναι δεδομένα για τους καλλιτέχνες.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα