Ο Μπουτάρης έφυγε από τη ζωή τη στιγμή που το Φεστιβάλ Κινηματογράφου βρισκόταν στην κορύφωσή του.
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε, η Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε ρυθμούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου, ενός από τους ελάχιστους πολιτιστικούς θεσμούς που δίνουν μία ανάσα στους Θεσσαλονικείς να δουν την πόλη τους ως κέντρο. Σε αυτήν ακριβώς τη συνθήκη, έμελλε να πληροφoρηθούμε ότι ο Γιάννης Μπουτάρης έφυγε από τη ζωή.
Ακριβώς πάνω στην κορύφωση των λίγων ημερών που η πόλη υπενθυμίζει στους φιλοξενούμενους, αλλά κυρίως στον εαυτό της, πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι. Τις ημέρες που θυμάται το πραγματικό και σπουδαίο παρελθόν της.
Tο φετινό post-festival depression το οποίο μοιράζονται από σήμερα αναμεταξύ τους οι Θεσσαλονικείς συνδέθηκε, λοιπόν, κατά τρόπο τυχαίο αλλά σίγουρα συνεπή, με το φευγιό ενός ανθρώπου που εκπροσώπησε όσο κανείς άλλος την εικόνα μίας πόλης πολυπολιτισμικής, συμπεριληπτικής, φιλικής στο περιβάλλον, εξωστρεφούς και σύγχρονης.
Την εικόνα μιας πόλης, η οποία θα κινούνταν πια χειραφετημένη από τη σκιά της Αθήνας και συνολικά από τη σκιά του ελληνικού κράτους, παίρνοντας τον δικό της διακριτό ρόλο με το βλέμμα στην υπέροχη ιστορία της που την καθιστούσε επί αιώνες ένα σταυροδρόμι διαφορετικών ανθρώπων, σκέψεων και πολιτισμών.
Έλεγε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Μπουτάρης σε μία πολύ ωραία συνέντευξη που έδωσε πριν κάποιον καιρό στη Lifo: «Ποιο είναι το παρελθόν της Θεσσαλονίκης; Πέρα από τα αρχαιολογικά μνημεία, τον Μέγα Αλέξανδρο, τη Μακεδονία, την ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, ανασύραμε στην επιφάνεια το τρίπτυχο “Έλληνες – Τούρκοι – Εβραίοι”».
Στις δύο θητείες του ως δήμαρχος, ο Μπουτάρης πράγματι έμεινε πιστός σε αυτόν τον στόχο ανάδειξης εκείνης της άλλης Θεσσαλονίκης, η οποία θα προσπαθούσε να πιάσει και πάλι τον σφυγμό της, εγκλωβισμένη από το μπετόν εθνικοφροσύνης που φρόντισε να πετάξει πάνω της το ελληνικό κράτος επί έναν αιώνα, από τη διαρκή εθνική του ανασφάλεια να την κάνει απόλυτα και καθαρά μια «ελληνική» πόλη και τίποτα παραπάνω.
Οι δύο Θεσσαλονίκες
Ο Μπουτάρης ήταν εκ πρώτης όψεως ένας άνθρωπος που συνδέθηκε με το ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ αλλά και με τη φιλελεύθερη Δράση. Η πορεία του μοιάζει, από μακριά, έως και αλλοπρόσαλλη. Αν βάλουμε, όμως, ως πυξίδα μας την πόλη του πρώτα και τη ζωή του μετά, τότε δεν μπορούμε παρά να πούμε ότι ο Μπουτάρης υπήρξε μέχρι το τέλος συνεπέστατος.
Επί δεκαετίες υπήρχαν δύο Θεσσαλονίκες. Από τη μία πλευρά, η Θεσσαλονίκη του Άνθιμου, του Καρατζαφέρη, του Παναγιώτη Ψωμιάδη, του Βελόπουλου, της Λατινοπούλου και του «ΠΑΤΡΙΣ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ». Από την άλλη, υπάρχει η Θεσσαλονίκη του Μπουτάρη, του πρώτου Thessaloniki Pride που διοργανώθηκε επί των ημερών του, της ανάδειξης του ιστορικού πολυπολιτισμικού παρελθόντος της πόλης.
Και αν η πρώτη Θεσσαλονίκη φαινόταν (και ήταν πανίσχυρη) στήνοντας πολιτικές καριέρες σε εθνικόφρονες κάθε είδους, ο Μπουτάρης δεν στρογγύλεψε τον λόγο του. Δεν έβγαλε το σκουλαρίκι, δεν έκρυψε τα τατουάζ και τα προβλήματα με τον αλκοολισμό, δεν προσπάθησε να γίνει αγαπητός ή έστω ανεκτός από τους απέναντι. Τους κέρδισε όντας ο εαυτός του. Δύο φορές: μία το 2010 και άλλη μία το 2014. Για 9 χρόνια, η «άλλη Θεσσαλονίκη» ερχόταν στο προσκήνιο.
Το γεγονός αυτό, φυσικά, δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Ο Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη αγαπήθηκε από πολλούς, μισήθηκε από ακόμα περισσότερους. Τον είπαν «Εβραίο, προδότη, τουρκόφιλο, ομοφυλόφιλο, οροθετικό, αλκοολικό». Εκείνος δεν πτοούνταν.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είχε γίνει και πάλι αφορμή για εκείνη την άλλη Θεσσαλονίκη να πάρει την εκδίκησή της. Ο σκοταδισμός επέστρεψε και η πόλη έμοιαζε να αρχίζει, ταυτόχρονα με τις τεράστιες ελληνικές σημαίες, να κλείνεται και πάλι στο καβούκι της. Να γίνεται φοβική και παραδομένη στις παρελάσεις της και στον αιώνιο ανταγωνισμό της με το φάντασμα της Αθήνας.
Στο τέλος της θητείας του, ο κύριος Γιάννης, άνθρωπος κοντά στα 80 τότε, ξυλοκοπήθηκε άγρια από έναν εθνικιστικό όχλο που τον έσπρωξε, τον έριξε κάτω, τον εξύβρισε και τον χτύπησε. Αυτοί οι άνθρωποι τον γρονθοκοπούσαν με λύσσα, λες και εκείνη ήταν η μεγαλύτερη στιγμή όλης της ζωής τους, σε μια προσπάθεια να τον κερδίσουν. Δεν τα κατάφεραν όμως. Έφυγε από τη δημαρρχία, όταν κατά δήλωσή του, ήταν χορτάτος από την εμπειρία.
Χθες, στην τελετή λήξης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης χρειαζόταν απλά η φωτογραφία του και ένα τραγούδι που χρησιμοποιείται για πολλούς αλλά λίγοι το αξίζουν. Εκείνος καθισμένος και γαλήνιος, ανάμεσα σε αμπέλια, να κοιτάει μέσα από την οθόνη τη γεμάτη αίθουσα, στην οποία, κάποτε, έκατσε δίπλα από τον Τζιμ Τζάρμους.
Από κάτω, τα χειροκροτήματα ήταν πολλά, αφιερωμένα πρώτα στον ίδιο τον άνθρωπο, τον κύριο Γιάννη· μετά, όμως, σε όσα εκείνος συμβόλιζε για την πόλη του.