Είναι σπάνιο για μία δημοσιογράφο να δέχεται περισσότερες ερωτήσεις από αυτές που η ίδια θέτει κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης. Και εν προκειμένω, συνέβη με τον Mahdi Fleifel, τον ντοκιμαντερίστα και σκηνοθέτη με καταγωγή από την Παλαιστίνη. Αφορμή, η σημερινή προβολή των τεσσάρων μικρού μήκους ντοκιμαντέρ του στην φετινή έκδοση του 15ου Ethnofest, Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου της Αθήνας. 

Και αποτελεί πραγματικά μια αποκάλυψη, τόσο η στάση του δημιουργού απέναντι στο έργο του, όσο και ο τρόπος με τον οποίο αποκωδικοποιεί τον κόσμο γύρω του εν γένει. 

Σκέφτομαι ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η χρήση της λέξης «κόσμος» στην περίπτωση του Mahdi, καθώς για τον ίδιο φαίνεται να μην υπήρξε ποτέ ξεκάθαρα «ένας» τέτοιος. 

Θα περιγράψει τον εαυτό του ως «εξόριστο». 

Στην πραγματικότητα, είναι ένας δημιουργός που πάντα ισορροπούσε και εξακολουθεί να ισορροπεί, ανάμεσα σε δύο κόσμους διαμετρικά αντίθετους και παρ’ όλα αυτά, καταφέρνει να τους φέρνει κοντά σε ανύποπτο χρόνο, ακόμα κι αν το μόνο μέσο που διαθέτει είναι ένα απαρχαιωμένο smartphone.

Mahdi Fleifel

Το ντεμπούτο του Mahdi, «A World Not Ours», έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Τορόντο λαμβάνοντας πάνω από 30 βραβεία. Το 2016 κέρδισε την Αργυρή Άρκτο για την ταινία «A Man Returned». Η επόμενή του ταινία, «A Drowning Man», επιλέχθηκε στο Επίσημο Διαγωνιστικό των Καννών και ήταν υποψήφια για BAFTA. Το ντοκιμαντέρ του, «I Signed The Petition», κέρδισε το βραβείο του καλύτερου μικρού μήκους ντοκιμαντέρ στο IDFA και ήταν υποψήφια για τα European Film Awards το 2018. 

Αλλά στην πραγματικότητα, μικρή σημασία έχουν όλα αυτά, μπροστά σε όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Και στην δημιουργική του πορεία αλλά και στην συνέντευξη. 

«Οι γονείς μου ήταν Παλαιστίνιοι πρόσφυγες από το καμπ του Ein el-Helweh. Σήμερα, αυτό είναι το μεγαλύτερο προσφυγικό καμπ στον Λίβανο και παρ’ όλα αυτά, εγώ γεννήθηκα σε ένα θωρακισμένο, όμορφο και κλιματιζόμενο διαμέρισμα στο Ντουμπάι. 

Το 1988, όταν ήμουν εννέα χρονών, μετακομίσαμε στη Δανία. Περίπου 10 χρόνια αργότερα, έφυγα για να σπουδάσω στη Βρετανία. Άρχισα να αναρωτιέμαι για το καμπ. Ήθελα με κάποιον τρόπο να καταγράψω όσα συμβαίνουν εκεί. Συνδύασα το πάθος μου για τον κινηματογράφο και μερικές από τις παιδικές μου αναμνήσεις και κάπως έτσι προέκυψε η ταινία «A world not ours». 

Ένας από τους βασικούς χαρακτήρες είναι ο παιδικός μου φίλος Abu Eyad, ο οποίος αφήνει το καμπ για να έρθει στην Ευρώπη. Καταλήγει, έτσι, στην Αθήνα και μαζί του κι εγώ. 

Τότε, ανοίχτηκε μπροστά μου ένας ολόκληρος νέος κόσμος. Εδώ προέκυψε και η ιδέα του «A Land Unknown», αλλά επειδή πάλευα πολύ να βρω τη σωστή οπτική, τον κατάλληλο τρόπο να αφηγηθώ την ιστορία, την απαραίτητη χρηματοδότηση, κατέληξα να επιστρέφω στην Αθήνα ξανά και ξανά. Εν μέρει αυτό συνέβαινε επειδή την αγαπώ, εν μέρει και γιατί είχα ήδη ξεκινήσει να ακολουθώ τις ιστορίες αρκετών ανθρώπων, ήταν τόσα αυτά που ήθελα να αφηγηθώ κι έπρεπε να τα ολοκληρώσω. 

Η πρώτη φορά που ήρθα στην Αθήνα, ήταν το 2011. Η αρχική μου σκέψη ήταν να συγκεντρώσω όλες τις ιστορίες σε ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, αλλά ξαφνικά άρχισα να αναγνωρίζω πορτρέτα στους ανθρώπους που ακολουθούσα, που θα μπορούσαν να σταθούν ανεξάρτητα. Με αυτόν τον τρόπο προέκυψε το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «I signed the petition», για παράδειγμα. Στην περίπτωσή μου, είναι ένας συνδυασμός τύχης και περιστάσεων, που όμως προϋποθέτει ότι είμαι κι εγώ πάντα έτοιμος να τα δεχτώ όλα αυτά. Ξέρεις, είμαι σαν ένας ψαράς.

Το ίδιο και το «A Man Returned». Προέκυψε, όταν επέστρεψα στο καμπ του Λιβάνου για να επισκεφτώ τον παππού μου. Πέτυχα στον δρόμο τον Reda, Παλαιστίνιος πρόσφυγας κι αυτός. Τελευταία φορά τον είχα δει στην Αθήνα. Ήμουν αποφασισμένος να μην κινηματογραφήσω τίποτα, μέχρι που μου ζήτησε ο ίδιος να τραβήξω την προετοιμασία του γάμου του. 

Δεν κατάφερα να νιώσω ποτέ τη Δανία σπίτι μου. Πάντα αναζητούσα έναν τόπο, στον οποίο να νιώθω ότι ανήκω. Γι αυτό έφυγα, όταν έκλεισα τα 19 μου, για την Βρετανία. 

Εκεί συνειδητοποίησα πως θέλω να κάνω ταινίες για ζητήματα που με απασχολούσαν βαθιά, με όρους εσωτερικής αναζήτησης. Για παράδειγμα, την ταυτότητά μου, την έννοια του ανήκειν. Είμαι Παλαιστίνιος; Είμαι Δανός; Είμαι Άραβας; Είμαι Ευρωπαίος; 

Προσπαθούσα να βρω απαντήσεις σε όλα αυτά τα περίπλοκα ζητήματα και όταν έφτασα σε μια ηλικία που μπορούσα να κατανοήσω, για παράδειγμα, έργα όπως αυτά του Έντουαρντ Σάιντ, συνειδητοποίησα πως αν τελικά είμαι κάτι, αυτό είναι «εξόριστος». 

Είμαι όλα αυτά τα πράγματα και ταυτόχρονα τίποτα από αυτά. Εξόριστος. 

Γι’ αυτό αποφάσισα να ακολουθώ ανθρώπους που ήταν κι αυτοί σαν εμένα. Κι έτσι ανοίχτηκε μπροστά μου αυτός ο καινούργιος κόσμος. Η Ελλάδα. Ήταν παράξενο γιατί από τη μία πλευρά είναι μία ευρωπαϊκή πόλη από την άλλη, την ένιωθα περίεργα οικεία. Ήταν πολύ κοντά στον Λίβανο, πολύ κοντά στην Παλαιστίνη. Ο ήλιος, ο καιρός, οι άνθρωποι, η ζεστασιά, το ελαιόλαδο. 

Έβγαινα από το σπίτι μου και συναντούσα ανθρώπους που μου έμοιαζαν. Σε ανύποπτο χρόνο δεν ένιωθα πια ξένος. Η ταυτότητά μου σταμάτησε να είναι πια αντικείμενο αμφισβήτησης. Εδώ μπορούσα να ταιριάξω. 

Και είχα ένα σημαντικό προνόμιο. Μπορούσα να έχω πρόσβαση στην καθημερινότητα ανθρώπων που ζουν ως πρόσφυγες στην Αθήνα, μια πτυχή της πόλης, που οι περισσότεροι κάτοικοί της αγνοούν. Είναι τα υπόγεια διαμερίσματα, είναι η Αχαρνών. Από την άλλη, ακριβώς την ίδια στιγμή μπορούσα να πάω για ποτό στο Κουκάκι με συναδέλφους σκηνοθέτες από την Ελλάδα και την Ευρώπη.

Βρισκόμουν ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους και αυτό αποτελεί ένα τεράστιο προνόμιο. Ταυτόχρονα, όμως, φέρει και μία μεγάλη ευθύνη. 

Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να εξηγήσω στους παιδικούς μου φίλους από τη Δανία για το καμπ στον Λίβανο και δεν τους ήταν εύκολο να το αντιληφθούν. Οπότε, όταν ξεκίνησα να κάνω ταινίες, ο πρωταρχικός μου στόχος ήταν αυτός. Άνθρωποι σαν τους παιδικούς μου φίλους να καταφέρουν να κατανοήσουν, όσα συμβαίνουν στην Μέση Ανατολή και με κάποιον τρόπο να προσπαθήσω να τους φέρω κοντά αυτούς τους δύο κόσμους. 

Ξέρω ότι κανένας από τους Δανούς φίλους μου δεν θα πάει ποτέ στο καμπ του Λιβάνου. Για την ακρίβεια, ακόμα και οι ίδιοι οι Λιβανέζοι δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς έχει η κατάσταση εκεί. Είναι εντελώς γκετοποιημένα. Δεν πειράζει. Θα τους το πάω εγώ.

Αν νιώθω προνομιούχος; Ξέρεις είναι δύσκολο να βλέπεις κάποιον που νοιάζεσαι τόσο πολύ να παλεύει, επειδή του έτυχε λάθος νούμερο στη λοταρία. Μπορώ να κλείσω αύριο αεροπορικά και να πετάξω για Χονολουλού. Το σύστημα με προστατεύει. Είμαι τυχερός. 

Από την άλλη, όμως, βλέπεις ανθρώπους που ζουν αόρατοι. Δεν έχουν χαρτιά, δεν τους αναγνωρίζουν. Για την ακρίβεια, δεν τους θέλουν καν στην πόλη. Το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω, θα ήταν να καταγράψω τις ιστορίες τους. Να τους δώσω φωνή. 

Μου κάνει εντύπωση που δεν γνώριζες γι’ αυτά που συμβαίνουν στα πάρκα της Αθήνας. Ήταν και για μένα μία έκπληξη βέβαια. Όταν μου τα αφηγήθηκαν για πρώτη φορά από τη μία ήθελα να μάθω περισσότερες λεπτομέρειες, από την άλλη ένιωθα πως δεν είχα κανένα απολύτως δικαίωμα να υιοθετήσω οποιουδήποτε είδους κριτική στάση απέναντι σε όσα διαδραματίζονταν εκεί. 

Οι άνθρωποι αυτοί δεν το κάνουν για ευχαρίστηση. Δεν είναι π.χ. ότι έχουν κάποια αδυναμία στους μεγαλύτερους άντρες. Απλά το θεωρούν λιγότερο ντροπιαστικό από το να κλέψουν. Είναι ένας τρόπος να επιβιώσουν. Υπάρχει μια ιεραρχία στον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα κι εγώ απλά παρατηρώ. 

Έχω αναρωτηθεί πώς θα έμοιαζε η ζωή μου εάν οι γονείς μου δεν είχαν αποφασίσει να μετακομίσουμε στη Δανία και δεν είχα αποκτήσει, έτσι, το δικαίωμα να έχω διαβατήριο, για παράδειγμα. Πώς θα ήταν αν είχα μεγαλώσει στο καμπ;

Μάλλον αυτά τα ερωτήματα δεν προκύπτουν για να απαντηθούν. Θα είχα «ξεπουλήσει» τον εαυτό μου στα πάρκα; Θα έκλεβα; Θα είχα κοροϊδέψει ή βλάψει κάποιον για να επιβιώσω;  Μάλλον όχι. Αλλά το βρίσκω πραγματικά αποκαλυπτικό αυτό. Να βουτάς στα πιο σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης ύπαρξης και να βλέπεις ότι υπάρχει ακόμα ένας καρδιακός παλμός, μια συνειδητότητα, αγάπη. 

Δεν είμαι πολιτικός, δεν είμαι κοινωνιολόγος, δεν είμαι ανθρωπολόγος. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι οι ανθρώπινες ιστορίες. Δεν μπορώ να σχολιάσω κάτι συγκεκριμένο για την στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στο προσφυγικό. Βλέπω ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα όρια στενεύουν διαρκώς. Για την κατάσταση στην Παλαιστίνη, να πεις τι; Κρίνει το Ανώτατο Δικαστήριο πως συντελείται γενοκτονία, αλλά ακόμα κι αυτό αποδεικνύεται ανεπαρκές, για να σταματήσει τα εγκλήματα που διαπράττονται καθημερινά σε βάρος του παλαιστινιακού λαού.

Γύρισα στην Αθήνα ξανά κάποια στιγμή το 2022 για να κάνω μερικά ακόμα γυρίσματα με τον Reda, έναν από τους πρωταγωνιστές των ταινιών μου. Έξι μήνες αφότου επέστρεψα, πέθανε από υπερβολική δόση στην πλατεία Αμερικής. Αμετανόητος. Αβοήθητος. Ήταν απρόθυμα πρόθυμος να θυσιάσει ολόκληρη την οικογένειά του, τρία παιδιά και μία γυναίκα».

Λίγο πριν χωριστούμε, ο Mahdi με ρώτησε πώς προφέρεται, τελικά, το όνομά μου και μου έβαλε να ακούσω το τραγούδι του Frank Zappa «Evelyn, a Modified Dog»

«Το Εβελίνα είναι καλύτερο», μου είπε.

Οι ταινίες του Mahdi Fleifel “Xenos”, “A Man Returned”, “3 Logical Exits” & “I Signed the Petition” θα προβληθούν σήμερα Σάββατο 30/11 στις 19:30 στο πλαίσιο του 15ου Ethnofest στον κινηματογράφο Άστορ. Βρείτε περισσότερα για την εκδήλωση εδώ

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:
-26 Νοεμβρίου | Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα (Πρεμιέρα)
-27 Νοεμβρίου έως 1 Δεκεμβρίου | Κινηματογράφος Άστορ
-2 έως 8 Δεκεμβρίου | Online
-3 Δεκεμβρίου | Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα

Τιμές εισιτηρίων για τις προβολές στο ΑΣΤΟΡ
5€ ανά προβολή | 3€ ανά προβολή για φοιτητές και ανέργους

Τιμή εισιτηρίων για τις διαδικτυακές προβολές

3€ ανά προβολή

Eισιτήρια μέσω more.com

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
2
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα