Πώς ο θάνατος αποτυπώνεται στα social media, αλλά και τι σχέση έχει αυτό με την άρνηση για το τέλος της ζωής;
Θα έχετε παρατηρήσει πως συχνά ο θάνατος βρίσκει διάφορους τρόπους και εισβάλλει στο ψηφιακό πεδίο. Από τις αναρίθμητες νεκρολογίες αφιερωμένες σε διάφορες διασημότητες που μεταπηδούν στο επέκεινα μέχρι «ψηφιακά μοιρολόγια» συγγενών και φωτογραφίες νεκρών ανθρώπων που ποτέ δεν γνωρίσαμε, αλλά νιώθουμε ανεξήγητη λύπη και αμηχανία για τον χαμό τους, ακόμα και αν ο βιολογικός χρόνος τους δικαιολογούσε την κατάληξή τους. Αυτά, όπως και πολλά άλλα, συνθέτουν την ψηφιακή εμπειρία του θανάτου.
Το διπλό πένθος
Ο θάνατος ως διαδικασία συμβαίνει με δύο τρόπους, είτε ξαφνικά είτε αργά και βασανιστικά. Έτσι, το πένθος προσαρμόζεται ανάλογα.
Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή σε έναν γρήγορο και ξαφνικό θάνατο, η αναγγελία της απώλειας είναι ένα έντονο τραυματικό γεγονός που δημιουργεί συνήθως κατάρρευση ή αργεί να γίνει αντιληπτό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το πένθος να λειτουργεί ως ένας συναισθηματικός χείμαρρος και να έχει έντονες αποτυπώσεις.
Στην περίπτωση, όμως που ο θάνατος έχει προαναγγελθεί λόγω ασθένειας ή γήρατος, το πένθος έχει μία εντελώς διαφορετική διάσταση. Γίνεται συνώνυμο της κατάθλιψης και κατατρώει το άτομο.
Η κάθε στιγμή που περνάει είναι ένα μαρτύριο, καθώς το γεγονός δεν έχει επιτελεστεί, αλλά αναμένεται. Αυτό έχει ως συνέπεια το πένθος να ξεκινά πολύ πριν από το ίδιο το γεγονός του θανάτου και να διαρκεί από μέρες έως και μήνες. Σε αυτή την περίπτωση τα άτομα γεμίζουν ενοχές και δυσκολεύονται να απολαύσουν στιγμές της ζωή, γνωρίζοντας πως ο θάνατος είναι στο κατώφλι και μπορεί να μην είναι δίπλα στο αγαπημένο τους πρόσωπο την τελευταία του στιγμή. Έτσι, σε αυτή την περίπτωση ο θάνατος λειτουργεί ως ανακούφιση και σταδιακή ψυχική αποφόρτιση.
Σιωπή και υπερβολή
Όσο και αν εμπλέκονται το ευρύτερο πολιτιστικό υπόβαθρο και οι οικογενειακές επιδράσεις, η διαχείριση του θανάτου είναι μία εντελώς προσωπική υπόθεση.
Ο κάθε άνθρωπος έχει εντελώς διαφορετικούς μηχανισμούς επεξεργασίας του τραύματος. Έτσι, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση αν κάποιος επιλέγει τη σιωπή και την απομόνωση και κάποιος άλλος την υπερβολή και την εξωτερίκευση. Οι δύο αυτές συμπεριφορές, όπως και οι ατομικά προσαρμοσμένες διακυμάνσεις τους, στην πράξη αποτελούν τυποποιήσεις και δεν είναι τίποτα περισσότερο από συναισθηματικές στρατηγικές, με στόχο την επούλωση του ψυχικού τραύματος της απώλειας.
Ο θάνατος ως post
Όταν μία διασημότητα πεθαίνει, υπάρχει στιγμιαία αύξηση του ενδιαφέροντος για το έργο της. Είτε μιλάμε για σκηνοθέτες, συγγραφείς, μουσικούς, πολιτικούς, σχεδιαστές μόδας, είτε για οποιονδήποτε, ο θάνατος είναι ένα σημείο αναφοράς, για να επιστρέφει το κοινό πίσω σε αυτό που δημιούργησαν.
Το ίδιο ακριβώς μπορούμε να παρατηρήσουμε πως συμβαίνει και με τους καθημερινούς ανθρώπους.
Το πρώτο που φέρνει στο μυαλό ο θάνατος ενός οικείου προσώπου είναι η δημιουργικότητα αυτών των ανθρώπων και ο τρόπος συσχέτισης μαζί τους. Η μαγειρική, το μποστάνι, το ψάρεμα, οι ζωγραφιές, τα γραπτά, οι βόλτες και πολλά άλλα γίνονται σημεία αναφοράς ώστε ο νεκρός να παρουσιαστεί στο ευρύ κοινό μέσα από τις εξαίρετες δεξιότητές του ή τις μοναδικά θετικές εμπειρίες που θα λείψουν στον άνθρωπο που κοινοποιεί τον θάνατο υπό τη μορφή ενός post.
Γιατί όμως θέλουμε να μιλήσουμε στο κοινό και τους φίλους μας για τους νεκρούς μας;
Το «ψηφιακό μοιρολόι» ως αγχολυτικό
Μία πρώτη ερμηνεία είναι πως εμπλεκόμαστε σε ένα «ψηφιακό μοιρολόι». Αυτό που βρίσκει θέση στον λόγο μας είναι και αυτό με το οποίο μπορούμε να έρθουμε αντιμέτωποι και να το κατανοήσουμε καλύτερα.
Όσα δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς μας προκαλούν άγχος. Ο θάνατος μας δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα, παρά απαντήσεις. Έτσι, σε κάθε πολιτισμό ο λόγος (discourse) ήρθε ως αναπλήρωμα νοήματος. Μέσω αυτού δημιουργήθηκαν οι νεκρικές λαλιές (μοιρολόγια), οι διάφοροι μύθοι και παραδόσεις, η σύνθεση του «άλλου κόσμου» και ένα φαντασιακό σύμπαν εντελώς ανθρώπινης έμπνευσης, με σκοπό να ξεγελαστεί η άγνοια για το σκοτεινό αυτό σημείο που λέγεται θάνατος.
Αποτυπώνουμε τους νεκρούς μας όχι μόνο για να τους αναπολούμε οι ίδιοι, αλλά για να είμαστε σίγουροι πως και εμείς όταν θα «φύγουμε», θα υπάρχουν άλλοι για να μας θυμούνται και να φροντίζουν πως δεν θα χαθούμε για πάντα, δηλαδή δεν θα βιώσουμε έναν «εξοστρακισμό» από την κοινότητα της οποίας είμαστε μέλη. Από τις αρχαίες εγχαράξεις στις πέτρες μέχρι τα posts στο Facebook ή το Instagram και τη φιλόδοξη προσπάθεια για uploading της συνείδησης, αναζητούμε το ίδιο πράγμα: τη διατήρηση και την επαφή μας με τον υλικό κόσμο.
Δεν έχουμε κάνει έναν από τους βασικότερους συμβιβασμούς: ο θάνατος είναι αναπόδραστος. Εξαίρεση αποτελούν όσοι έχουν επιλέξει τη θρησκεία (π.χ. μοναχοί και μάρτυρες), οι οποίοι προσμένουν τον θάνατο με μοναδικό αίτημα την εκπλήρωση των φαντασιώσεών τους, καθώς αδυνατούν να αντλήσουν απόλαυση με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.
Το κυνήγι της αιώνιας νεότητας
Μία δεύτερη ερμηνεία είναι η διατήρηση της εικόνας. Ο αιώνιος εχθρός του ανθρώπου είναι ο χρόνος.
Στην ύστερη νεωτερικότητα και στην εποχή που όλα πρέπει να λάμπουν, το γήρας και ο θάνατος είναι καταστάσεις που πρέπει να αποφευχθούν με κάθε πιθανό τρόπο.
Ας σκεφτούμε γιατί τα smartphones μας είναι γεμάτα φίλτρα που μας κάνουν να δείχνουμε νεότεροι και πιο όμορφοι, αλλά και πόσο συχνά τα social media μάς καλούν να ανεβάσουμε φωτογραφίες ή video μας και να τα συγκρίνουμε με παλαιότερα, ώστε να δούμε την προσωπική εξέλιξή μας.
Προσέξτε, εξέλιξη όχι γέρασμα, γιατί στον κόσμο της διαφήμισης και του marketing όλα πρέπει να έχουν ένα θετικό αποτύπωμα.
Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι καταναλώνουν περισσότερο. Εάν ο θάνατος μπορεί να εξισωθεί με κάτι το θετικό, όπως για παράδειγμα πολλά likes, τότε σταδιακά αποκτά ένα διαφορετικό αποτύπωμα. Η νεκρική φωτογραφία με μερικά λόγια στο Facebook και στο Instagram ή τα lives στο TikTok από τις κηδείες είναι τρόποι ώστε να διατηρήσουμε άφθαρτη την εικόνα του νεκρού μας, αλλά και συνέπεια του ότι είμαστε μαθημένοι να αναζητούμε συνέχεια τη νεότητα, ακόμα και μπροστά στο τέλος της ζωής.
Λήθη
Το αποτέλεσμα, όμως, όλου αυτού του «θορύβου» της τεχνολογίας είναι να αλλοιώνουμε εν τέλει τις πραγματικές αναμνήσεις μας με αυτά τα άτομα. Δαπανούμε περισσότερο χρόνο να μιλήσουμε γι’ αυτά και τον χαμό τους στους «άλλους», παρά να δούμε πως οι άνθρωποι με τους οποίους μεγαλώσαμε ή δουλέψαμε μαζί δεν «φεύγουν» ποτέ. Αποτελούν κομμάτια της βιωμένης εμπειρίας μας, μας έχουν καθορίσει και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να επικοινωνηθεί με κανέναν τρόπο -όσο ταλαντούχοι και αν είμαστε στο storytelling.