Τελικά, αξίζει cancel στους «Απαράδεκτους»; Πόσο πολιτικοποιημένη (μπορεί να) είναι η Τέχνη;
Πριν λίγες ημέρες, η υποψήφια για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, Άννα Διαμαντοπούλου, δημοσίευσε στα κοινωνικά δίκτυά της ένα θεματικό video εμπνευσμένο από τους «Απαράδεκτους».
Ως προς το περιεχόμενο, βλέπουμε ένα οικείο πλάνο από τα γεύματα των «Απαράδεκτων». Η Άννα Διαμαντοπούλου βρίσκεται στην κεφαλή του τραπεζιού (η σημειολογία παραπέμπει στην ηγετική και ταυτόχρονα τιμητική θέση), το δείπνο λαμβάνει τόπο σε κάποιο αθηναϊκό εστιατόριο και έχει τον χαρακτήρα του reunion μιας και η σειρά ολοκληρώθηκε το μακρινό 1993.
Η Δήμητρα Παπαδοπούλου -που ήταν και η δημιουργός- ουσιαστικά παρουσιάζει την παλιά της συμμαθήτρια Άννα Διαμαντοπούλου στην τηλεοπτική παρέα. Η τελευταία, ως υποψήφια, τους εξηγεί πόσο σημαντικό είναι να υπάρχει μεγάλη συμμετοχή στις επερχόμενες εσωκομματικές εκλογές, γιατί θα αλλάξει το πολιτικό σύστημα. Οι διάλογοι εκτυλίσσονται με τον γνωστό παράλογο και κωμικό τρόπο, ενώ στο video το πολιτικό μήνυμα έχει σύντομη διάρκεια.
Άλλωστε, σε τέτοιου τύπου καμπάνιες τα λόγια είναι περιττά, καθώς το γεγονός και μόνο πως ένας καλλιτέχνης δείχνει ανοιχτά τη στήριξή του σε ένα πολιτικό πρόσωπο αρκεί.
Γιατί τους «Απαράδεκτους»;
Ένας βασικός λόγος είναι η προσωπική σχέση της Άννας Διαμαντοπούλου με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου. Αυτή καταγράφεται και στο νέο επεισόδιο της εκπομπής του Ηλία Ψινάκη «Στο Γηροκομείο».
Οι «Απαράδεκτοι» αποτελούν σημείο αναφοράς για την ελληνική τηλεόραση, ενώ μέχρι και σήμερα έχουν φανατικό κοινό παρά το γεγονός πως είναι δημιούργημα του 1991. Δύο στοιχεία που πρέπει να κρατήσουμε για τη συγκεκριμένη εποχή είναι πρώτον πως τα κόμματα και οι πολιτικές ιδεολογίες είχαν εντελώς άλλη βαρύτητα για την ελληνική κοινωνία και δεύτερον ότι βρισκόταν σε εξέλιξη το «σκάνδαλο Κοσκωτά», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το τότε ενδιαφέρον γύρω από την πολιτική.
Ένα από τα χαρακτηριστικά που έκαναν τη συγκεκριμένη σειρά τόσο αγαπητή ήταν τόσο ο κοινωνικός και πολιτικός σχολιασμός, όσο και η σύνδεση με επίκαιρα ζητήματα. Οι χαρακτήρες δεν δημιουργήθηκαν σε έναν κόσμο που έμοιαζε με τον δικό μας και ήταν αποσπασμένος από τα προβλήματα, αλλά έπαιρναν θέση, έχοντας προτερήματα και ελαττώματα που συναντάμε σε διάφορους ανθρωπότυπους στην πραγματική ζωή.
Αυτό το επιπλέον στρώμα πολυπλοκότητας δημιούργησε οικειότητα και ρεαλισμό και κατέστησε τόσο αγαπητούς τους χαρακτήρες. Με τους σημερινούς όρους, θα τους χαρακτηρίζαμε «αυθεντικούς» ή «ολοκληρωμένους», παρά το γεγονός πως ήταν ένα μωσαϊκό συγκυριών της εποχής τους. Αυτή ήταν και μία από τις σημαντικές καινοτομίες της συγκεκριμένης σειράς, η οποία συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη σύνθεση της ύστερης μεταπολιτευτικής κουλτούρας.
Το debate που άνοιξε
Η αξιοποίηση του πολιτισμικού κεφαλαίου των «Απαράδεκτων» ήταν αναμενόμενο πως θα δημιουργούσε συζήτηση στα social media. Αυτό ήθελε άλλωστε και το επιτελείο της Άννας Διαμαντοπούλου, πέραν της προσέγγισης ενός συγκεκριμένου ηλικιακού group το οποίο αποτελεί τη βάση του ΠΑΣΟΚ σήμερα και είναι πολύ πιο πιθανό να συμμετέχει στις συγκεκριμένες εκλογές.
Πλήθος χρηστών αποθέωσαν την Άννα Διαμαντοπούλου για την ευρηματικότητα και την καλαισθησία της -που στην πραγματικότητα ήταν μία επιτυχημένη χρήση της νοσταλγίας– και άλλοι ένιωσαν προδομένοι καθώς θεώρησαν πως οι «Απαράδεκτοι» ξεπουλήθηκαν μεγαλώνοντας.
Εδώ ανοίγει και ένας ενδιαφέρων διάλογος σχετικά με το κατά πόσο η Τέχνη είναι αποπολιτικοποιημένη ή μη, αλλά και τον ρόλο των καλλιτεχνών.
Για πολλούς η Τέχνη είναι έκφραση συναισθημάτων με καθαρά αισθητική διάσταση, οπότε η πολιτική -με την έννοια της εκπροσώπησης συμφερόντων- δεν έχει θέση και την αλλοιώνει. Αυτή είναι μία απόλυτα ρομαντικοποιημένη θέση, η οποία αντιμετωπίζει τη δημιουργία εντελώς αποσπασματικά και αποστειρωμένα, καθώς αγνοεί παντελώς τα βιώματα και το υπόβαθρο του δημιουργού, αλλά και το γεγονός πως η Τέχνη δεν μπορεί να είναι αποσπασμένη από την εποχή της.
Για να μην πέσουμε σε αυτήν την παγίδα που υπάρχει διάχυτη γύρω μας, ας φέρουμε ως παράδειγμα τον φουτουρισμό. Ως καλλιτεχνική πρωτοπορία του 20ου αιώνα, απέρριπτε τον κλασικισμό και ήθελε να σφυρηλατήσει έναν εντελώς νέο κόσμο. Με το «μένος» του απέναντι στο παλιό και τη λατρεία του νέου και της δυναμικής, οι εκπρόσωποί του στήριξαν τα ευρωπαϊκά φασιστικά κινήματα ως φορείς αυθεντικής αλλαγής, καθώς η συγκεκριμένη ιδεολογία -όντας απότοκο του νεωτερισμού- πίστευε στη δύναμη του ίδιου του ανθρώπου που μεγιστοποιούνταν από τις μηχανές, αλλά ταυτόχρονα αποδέχονταν και τις εγγενείς ανισότητες ανάμεσα στις φυλές.
Για να γίνει πιο ξεκάθαρο πως η Τέχνη πάντα είναι πολιτική, ακόμα και κατά την απουσία ενός ξεκάθαρου συμβολισμού ή μηνύματος, ας ορίσουμε πιο γενικά την πολιτική ως τον τρόπο οργάνωσης και ρύθμισης ζητημάτων σχετικά με τη ζωή μας.
Τώρα, ως προς τον ρόλο των καλλιτεχνών, συχνά ακούμε το επιχείρημα της αποπολιτικοποίησης και της υπηρεσίας σε μία ανώτερη ιδέα, την ίδια την Τέχνη. Εάν προσλαμβάνουμε τον καλλιτέχνη ως ένα απλό εργαλείο, τότε ενδεχομένως να έχουμε και το αίτημα αυτός να μη λαμβάνει θέση ούτε και να εκφράζεται, καθώς θεωρούμε πως είναι ακίνητος και ασυγκίνητος όπως τα αντικείμενα. Το πρόβλημα είναι πως ο καλλιτέχνης δεν είναι μόνο ένας ταγμένος δημιουργός με «σεπτές» διαστάσεις, αλλά ένα πολυδύναμο, ενεργό και ζωντανό υποκείμενο με συναισθήματα, βιωματικό υπόβαθρο και ναι, ιδεολογία.
Από τη στιγμή που ένας άνθρωπος αναπτύσσει τη γλωσσική ικανότητα, τότε αυτόματα συνδέεται και με την ιδεολογία, που κάποιοι τόσο απεχθάνονται. Η γλώσσα δεν είναι ένα απλό εργαλείο, αλλά ένα σύνθετο σύνολο σχέσεων, εννοιών και συμβόλων. Το να εστιάζει κάποιος αποκλειστικά στην αισθητική διάστασή της είναι ένας χυδαίος υποβιβασμός -και ενδεχομένως έχει παρερμηνεύσει τον ρόλο της στην επικοινωνία.
Το φαινόμενο του «απολιτίκ καλλιτέχνη»
Πολλά χρόνια τώρα, υπάρχουν καλλιτέχνες που αρνούνται να πάρουν θέση ή να εκφραστούν και δηλώνουν «απολιτίκ». Πίσω από αυτό το φαινόμενο υπάρχουν δύο ερμηνείες.
Η πρώτη είναι ο φόβος τους να αντιμετωπίσουν την κριτική ή ακόμα και ένα ενδεχόμενο cancel culture. Ένα παράδειγμα για να καταλάβουμε το άγχος των δημιουργών, είναι οι αντιδράσεις στον θάνατο του Alain Delon. Ήταν ένας άνθρωπος με σαφέστατα συντηρητικές θέσεις, μία πολυτάραχη και αμφιλεγόμενη προσωπική ζωή, όμως και εξαιρετικός ηθοποιός. Ο θάνατός του έγινε αφορμή ώστε να επιχειρηθεί μία «αποκαθήλωση», διότι οι άνθρωποι έχουν την απαίτηση κάποιος που θαυμάζουν να λατρεύεται ταυτόχρονα και σε όλα του τα επίπεδα.
Η δεύτερη είναι ο πολιτικός κυνισμός. Πολλοί άνθρωποι νιώθουν απογοητευμένοι από τα κόμματα και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η σύγχρονη πολιτική. Παράλληλα, βιώνουν ένα αίσθημα ανημποριάς. Αυτά τα δύο τούς στρέφουν στο να εμπλακούν με πεδία στα οποία νιώθουν πως έχουν περισσότερο έλεγχο και να απορρίψουν οτιδήποτε άλλο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αναζητούμε την άντληση ικανοποίησης σε ό,τι κάνουμε -και ο έλεγχος μάς την προσφέρει.
Η αντιστροφή αυτού είναι οι καλλιτέχνες, όπως η Taylor Swift, που επιλέγουν να πάρουν θέση, διότι νιώθουν πως μέσω της επιρροής τους έχουν τη δυνατότητα να διαμορφώσουν τον κόσμο. Το γεγονός πως η τελευταία δήλωσε ότι είναι “childless cat lady” ήταν μία σαφέστατη φεμινιστική απάντηση στον JD Vance, υποψήφιο αντιπρόεδρο του Donald Trump. Από τη στιγμή που η Taylor Swift γνωρίζει πως έχει γίνει φαινόμενο διότι κινητοποιεί τις μάζες, έχει και ενεργή πολιτική στάση.
Τελικά, αξίζει cancel στους «Απαράδεκτους»;
Το γεγονός πως η Τέχνη εμπεριέχει πολιτική και οι καλλιτέχνες ταυτόχρονα είναι εκφραστές ιδεών, για πολλούς αρκεί ώστε να σταματήσουν να καταναλώνουν τα πολιτισμικά προϊόντα τους ή να τους θεωρήσουν ανάξιους δημόσιου βήματος. Προτού πάρουμε θέση και σηκώσουμε οργισμένα τις τσουγκράνες και τους αναμμένους πυρσούς μας, ας σκεφτούμε αν έχουμε το δικαίωμα παρέμβασης στις επιλογές ενός δημόσιου προσώπου. Μήπως υπό αυτή τη λογική και εμείς είμαστε κάπου λάθος και ενδεχομένως θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε έναν αντίστοιχα ενοχλημένο όχλο, αν εκφραστούμε δημόσια; Η κριτική διαφέρει από το cancel culture.
Η άρνηση της ανθρώπινης διάστασης του καλλιτέχνη, δηλαδή των παθών, των λαθών, των επιλογών, αλλά και της ίδιας της προσωπικότητας, μάς δείχνει πως στην πραγματικότητα δεν λατρεύουμε έναν κοινό θνητό -ή πιο συγκεκριμένα την αντανάκλασή του- αλλά μία σεπτή, ωραιοποιημένη και ιδεοποιημένη εκδοχή αυτού του ανθρώπου στην οποία αποδίδονται χαρακτηριστικά που αντλούνται περισσότερο από τη θρησκεία και λιγότερο από την pop culture.
Εφόσον, λοιπόν, το αντικείμενο της λατρείας δεν πληροί τις απαιτήσεις, αυτό πρέπει να βεβηλωθεί και να τσαλακωθεί, με αφορμή καθετί που δεν συμφωνεί με τις επιθυμίες μας, ώστε στο τέλος να μην μπορεί να μας βλάψει με τη γοητεία του και να μη μαγνητιστούμε από κάτι που θα μας «μολύνει» με αξίες που θα θέσουν υπό αμφισβήτηση τον τέλειο μανιχαϊστικό κόσμο μας.
Το να ακυρώνουμε τους «Απαράδεκτους» και να λέμε πως «ξεπουλήθηκαν» επειδή επέλεξαν να κάνουν endorsement σε μία υποψήφια του ΠΑΣΟΚ, είναι ακριβώς αυτή η ωραιοποιημένη διάσταση που είχαμε, αλλά και το γεγονός πως αρνούμαστε το δικαίωμα μεταβολής στους καλλιτέχνες. Την ίδια στιγμή, όμως, καλωσορίζουμε καλλιτέχνες που τείνουν να εκφράζονται θετικά σε πρόσωπα ή σκοπούς που αποδεχόμαστε τυφλά ή ταιριάζουν με την οπτική μας για τον κόσμο.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα, ειδικά από τότε που μπήκαν τα social media στη ζωή μας, είναι η ακραία πόλωση και το γεγονός πως γινόμαστε ολοένα και λιγότερο ανεκτικοί στο διαφορετικό -και αυτό έχει συνέπειες στην ποιότητα των δημοκρατιών μας. Για την παραπάνω κριτική δεν λαμβάνω υπόψη το astroturfing.
Περί μεταπολιτικής
Με την Άννα Διαμαντοπούλου κάποιος μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, όμως το σίγουρο είναι πως μιλάει πάντα πολιτικά και πρεσβεύει κάτι πολύ συγκεκριμένο εδώ και πολλά χρόνια. Κάποιοι ανεπιτυχώς χαρακτήρισαν αυτό το video μεταπολιτικό και προσπάθησαν να το συνδέσουν με τον τρόπο επικοινωνίας του Στέφανου Κασσελάκη. Τίποτα από τα δύο παραπάνω δεν ισχύει.
Η επιλογή να γίνει ένα spot με τους «Απαράδεκτους» ήταν μία αισθητική πολιτική δήλωση και όχι μεταπολιτική. Όπως προαναφέραμε, αυτά τα πρόσωπα εκφράζουν αξιακά ένα κομμάτι μίας γενιάς του παρελθόντος, με συγκεκριμένα πολιτισμικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, όπως αντίστοιχα η trap εκφράζει σήμερα ένα κομμάτι μίας εντελώς άλλης γενιάς, με πολύ ισχυρότερη ταξική μορφολογία που ταυτίζει την επιτυχία με την περίοπτη κατανάλωση, καθώς έχει αποσυνδεθεί από τις πολιτικές ιδεολογίες και τις μεγάλες αφηγήσεις στο όνομα ενός ακραίου ατομικισμού.
Επιπλέον, η επικοινωνιακή στρατηγική της Άννας Διαμαντοπούλου δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτή του Στέφανου Κασσελάκη. Το αντίθετο, ακολουθεί το μοντέλο που εισήγαγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας το διάστημα 2015-2016.
Οι βασικοί πυλώνες αυτών των δύο καμπανιών είναι: 1) ο τεχνοκρατικός λόγος 2) η εμπειρία των υποψηφίων σε θέσεις ευθύνης 3) το rebranding που υπόσχονται για τα κόμματα 4) η θετική επικοινωνία και 5) η εναντίωση στον λαϊκισμό.
Το μοντέλο που έχει επιλέξει ο Στέφανος Κασσελάκης είναι: 1) επένδυση στον τοξικό λόγο 2) προβολή της προσωπικής ζωής υπό τη λογική του reality tv 3) απουσία ευθέων πολιτικών μηνυμάτων, 4) ιδεολογική ασάφεια 5) ακραία πόλωση μέσω του λαϊκισμού και 6) επανάληψη ενός μεταληθούς αφηγήματος.