Η Λένα και η Ιωάννα μιλούν για τον καλύτερό τους φίλο, Ζακ Κωστόπουλο, το αβάσταχτο της απουσίας του και για τους λόγους που θα νιώθουν πάντα ευγνωμοσύνη για εκείνον.
Στις 21 Σεπτεμβρίου συμπληρώνονται 6 χρόνια από το μεσημέρι εκείνο που η Γλάδστωνος μετατράπηκε από μια κουκίδα στον χάρτη, σε ένα τεράστιο σύμπαν οργής και πόνου. Ο Ζαχαρίας (Ζακ) Κωστόπουλος, δολοφονήθηκε εκείνο το μεσημέρι στην Ομόνοια από τους αμετανόητους –μέχρι και σήμερα– Σπυρίδων Δημόπουλο και Αθανάσιο Χορταριά. Στο Εφετείο, που ολοκληρώθηκε στις 10 Ιουλίου του 2024, το δικαστήριο κήρυξε ομόφωνα ενόχους τους κατηγορουμένους, για τις πράξεις που τους αποδίδονταν, ενώ λαμβάνοντας υπόψη τις ελαφρυντικές περιστάσεις, επέβαλε ποινή κάθειρξης 5 ετών στον Σπυρίδωνα Δημόπουλο και 6 ετών στον Αθανάσιο Χορταριά.
Παρακολουθώντας όλα αυτά τα χρόνια τις διαδικασίες αυτής της υπόθεσης, βλέποντας ανθρώπους που δεν ένιωσαν στιγμή το βάρος του θανάτου και της καταστροφής που προκάλεσαν, σκέφτηκα ότι ίσως τελικά στη Γη κατοικούν δαίμονες. Κι επειδή η σκέψη αυτή είναι αβάσταχτη, πήρα τηλέφωνο την Ιωάννα Λαμπροπούλου και τη Λένα Μαδούρα. Οι παιδικές φίλες τους Ζακ με διαβεβαίωσαν ότι στο απόλυτο σκοτάδι φωσφορίζει η ελπίδα, που δεν είναι άλλη από τον καλύτερό τους φίλο.
«Με τον Ζαχαρία γνωριστήκαμε στο δημοτικό, καθόμασταν στο ίδιο θρανίο ενώ παράλληλα μέναμε στην ίδια γειτονιά. Από τότε και μέχρι να συμβεί ό,τι συνέβη, παραμείναμε φίλοι. Δεν μίλαγε ιδιαίτερα, ήταν πάντα σεμνός, ενώ δεν ερχόταν σε αντιπαράθεση με κανέναν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έχει μείνει πολύ έντονα η εικόνα του να έρχεται στο σχολείο με κάτι φωσφοριζέ κορδόνια και στη συνέχεια με rollers, που για εμάς ήταν κάτι το φοβερό τότε», μου λέει η Ιωάννα.

Με τη Λένα, γνωρίστηκαν στα 15 τους
«Πηγαίναμε κι εμείς στο ίδιο σχολείο, αλλά όχι στην ίδια τάξη. Μας γνώρισε η Ιωάννα και κολλήσαμε αμέσως. Είχαμε κοινά ενδιαφέροντα, ακούγαμε την ίδια μουσική, αγαπούσαμε τον χορό. Στην επαρχία, δεν είναι πολύ εύκολο να βρεις άτομα στο ίδιο μήκος κύματος. Ήμασταν τα μαύρα πρόβατα, διαφορετικοί όλοι με τον τρόπο μας. Θυμάμαι ότι γύρω στα 16 μας έκανε coming out, δεν άργησε. Εμένα, ήταν η πρώτη μου επαφή με μια τέτοια πληροφορία, δεν είχα ιδέα. Η πρώτη μου ερώτηση ήταν: “Γιατί;”, για να μου πει: “Γιατί έτσι είμαι”».
Στην κουβέντα μας υπάρχουν αρκετές παύσεις, και προτάσεις που συχνά τρεμοπαίζουν καταλήγοντας σε μια κοφτή ανάσα. Και οι δύο επιστρέφουν σχεδόν κάθε φορά στα πολύωρα γέλια τους και στην ανεμελιά που κατάφεραν να μοιραστούν μαζί του.
«Για μένα ο Ζαχαρίας ήταν ένα πολύ φωτεινό κομμάτι της ζωής μου. Δεν μου χάλαγε ποτέ χατίρι, σε κανέναν όμως δεν χάλαγε χατίρι. Ήταν ένας πολύ δικός μου άνθρωπος και θα είναι, δεν πρόκειται να αλλάξει αυτό. Κάθε φορά που βρισκόμασταν, γινόμασταν όπως όταν ήμασταν παιδιά. Μαζί νιώθαμε αθάνατοι, ότι τίποτα δεν μπορεί να μας τραυματίσει. Ο Ζαχαρίας, δεν είχε ποτέ δεύτερες σκέψεις. Ό,τι έλεγε αυτό ήταν και εμείς δίπλα του νιώθαμε ότι όλα μπορούν να συμβούν. Αν δεν τον είχα γνωρίσει, πιθανόν η σκέψη μου να ήταν 100 χρόνια πίσω σήμερα», λέει η Ιωάννα.
«Όταν τελειώσαμε το σχολείο, βρισκόμασταν όσο πιο συχνά μπορούσαμε. Μεγαλώνοντας όλα δυσκολεύουν, αλλά πάντα κρατούσαμε επαφή, με τη σχέση μας να γίνεται πιο ουσιαστική. Συζητώντας με τα παιδιά, διαπιστώνουμε ότι με τον καθένα μας είχε διαφορετική σχέση. Εμάς οι κουβέντες μας μεγαλώνοντας βάρυναν, έγιναν πιο φιλοσοφικές, χωρίς να χάνουμε ποτέ τον χαβαλέ μας. Μου μίλαγε για τα συναισθήματά του. Εκ των υστέρων, βέβαια, κατάλαβα ότι δεν μου τα έλεγε όλα γιατί δεν ήθελε να μας στεναχωρεί. Αυτό όμως το διαπιστώνεις μετά. Ήταν τόσο καλός στις συζητήσεις, που δεν σου άφηνε περιθώριο να σκεφτείς τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό που έλεγε. Τον θαύμαζα πάρα πολύ. Μου άνοιξε καινούργιες πόρτες, τον κοίταγα από μακριά και σκεφτόμουν: “Τι ωραία που μεγαλώνεις και πόσο χαίρομαι που είσαι φίλος μου”», περιγράφει η Λένα.

Τις ρωτάω για το πώς ένιωθαν όταν μοιραζόταν μαζί τους τις επιθέσεις που δέχονταν εξαιτίας της δημόσιας παρέμβασής του στον δημόσιο χώρο και λόγο.
«Τις μοιραζόταν σαν καθημερινή συζήτηση, όταν είχε διάθεση. Δεν ζήταγε βοήθεια, δεν κλαιγόταν, πείσμωνε όλο και περισσότερο. Αυτά τα είχαμε συναντήσει απ’ την αρχή, τα πράγματα στην επαρχία δεν είναι εύκολα. Αλλά και στην Αθήνα έχω ζήσει να του επιτίθονται σχολιάζοντας και τραμπουκίζοντας τον. Ο φόβος με παρακινούσε να του πω να προσέχει, παράλληλα όμως ήμουν σίγουρη ότι δεν τον ενδιέφεραν και καθόλου αυτά που του έλεγα. Μόνο πείσμωνε», λέει η Λένα.
Η κουβέντα μας φτάνει στην ημέρα της δολοφονίας
Η Ιωάννα μου λέει ότι είχε αρχίσει να τον ψάχνει απ’ το προηγούμενο απόγευμα της δολοφονίας του. «Πήρα τηλέφωνο τον φίλο μας τον Πάνο που ήταν εκτός Αθηνών και μου είπε να μιλήσω με έναν άλλο άνθρωπο που ίσως ήξερε. Δεν συνεννοηθήκαμε καλά κι όλο το βράδυ έμεινα με μια αγωνία και άυπνη. Είχα αφήσει τον υπολογιστή ανοιχτό στο messenger για να δω αν παραδόθηκαν τα μηνύματα. Μόλις πάτησα το πρωί το ποντίκι να εμφανιστεί η οθόνη, με κάλεσε ο αδερφός του ο Νίκος και μου το είπε. Ήμουν σε φοβερό σοκ, κατέβηκα στην Αθήνα να πάρουμε τα πράγματα και τον σκύλο του, να δούμε τι έγινε. Είναι μια ταραχή που δεν θα ξεπεράσω ποτέ. Δεν ξέρω αλήθεια πώς να σου το περιγράψω».
Η Λένα, ενημερώθηκε από την Ιωάννα. «Τότε έμενα στην Ιτέα, ήμουν στη δουλειά, μου έστειλε μήνυμα και μου είπε ότι σκότωσαν τον Ζαχαρία γιατί μπήκε να κλέψει ένα κοσμηματοπωλείο –ήταν η πρώτη πληροφόρηση που είχαμε ακόμη. Πάγωσα, έφυγα απ’ τη δουλειά, ούρλιαζα. Είδα το βίντεο γιατί ήθελα να ξέρω τι έγινε. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τα συναισθήματά μου, νόμιζα ότι έβλεπα ταινία, δεν μπορούσα και δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι ο κολλητός μου βίωσε αυτό που βίωσε. Η κυρίαρχη σκέψη μου όλα αυτά τα χρόνια, αυτό που με πονάει μέσα στην καρδιά μου όσο τίποτα, είναι το πόσο πολύ φοβήθηκε. Ήταν φρικαλέο».
«Στην αρχή, παρακολουθούσα όσα εξελίσσονταν. Οι δημοσιογράφοι έπεσαν πάνω μας, εγώ είχα δηλώσει απ’ την αρχή ότι δεν θέλω καμία επαφή. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ αυτή τη δημοσιότητα. Το καλό είναι ότι ο Ζαχαρίας είχε ανθρώπους να τον στηρίξουν μετά θάνατον. Ευχαριστώ απ’ τα βάθη της καρδιάς μου εκείνους κι εκείνες που το έκαναν χωρίς να τον γνωρίζουν, νιώθω όμως ότι πέρασε σε ένα φάσμα ιδέας. Του αρμόζει το ξέρω, όμως εγώ δεν μπορούσα να το δω έτσι».

Η Ιωάννα κατέθεσε και στα δύο δικαστήρια που ακολούθησαν. «Την πρώτη φορά, δεν επιτρεπόταν να μπω στην αίθουσα, μέχρι να με καλέσουν. Μπαίνοντας, έπαθα σοκ με όσα λέγονταν για εκείνον και κατάλαβα ότι στο δικαστήριο δεν βρίσκεις τελικά καμία δικαίωση. Γι’ αυτό και δεν ξαναπήγα. Ήταν αβάσταχτο να ακούω όσα έλεγαν για εκείνον. Τι σημασία έχει αν ήταν gay ή οροθετικός, αν έβαφε τα νύχια του; Τι σημασία θα είχε ακόμη κι αν όντως είχε μπήκε να ληστέψει; Βλέπεις ταινίες και λες ότι οι άνθρωποι που κάνουν κακό θα τιμωρηθούν, ενώ στην πραγματική ζωή δεν παθαίνουν τίποτα. Ο νεκρός μέσα σε αυτές τις αίθουσες δεν έχει κανένα δικαίωμα. Είχε κάτι το σαδιστικό όλο αυτό, έπαιρναν ικανοποίηση απ’ το να τον κατηγορούν. Δεν ήθελαν να τελειώσει αυτή η δίκη γιατί έβγαζαν ό,τι μαύρο υπήρχε μέσα τους, πάνω του. Όταν τελείωσε, ανάσανα, σκέφτηκα ότι ο Ζαχαρίας έφυγε επιτέλους απ’ αυτό το πεζοδρόμιο. Είναι απογοητευτικό, το ξέρω, αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο μέσα σε αυτή τη βαρβαρότητα».
Την πρώτη φορά που πήγα στην πορεία, πάνω στον χρόνο δηλαδή, ήταν πολύ συγκινητικό για εμάς. Κλαίγαμε την περισσότερη ώρα. Έπειτα, είδα μια κοπέλα με τούλινη φούστα να πετάει γκλίτερ. Είχε ροζ μαλλιά, ήταν σαν νεραϊδούλα. Την κοίταξα και σκέφτηκα πόσο όμορφα θα ένιωθε ο Ζαχαρίας αν την έβλεπε. Τη δεύτερη φορά που πήγα, ένιωθα θυμωμένη. Πάντα σκέφτομαι την αγάπη που παίρνει απ’ τους ανθρώπους, αλλά δεν ξαναπήγα. Κάποια στιγμή θα κατέβω ξανά, απλά ξέρεις για εμάς όλο αυτό δεν τελειώνει εκεί, ακολουθούν βαριές ημέρες που το κουβαλάμε μέσα μας. Δεν πιστεύω ότι μας βλέπει από κάπου, μακάρι όμως να μπορούσε να το κάνει. Θα χαμογελούσε για την τόση αγάπη».

Η Λένα μου εξηγεί ότι δεν έχει επαφή με τις επετείους, πως για εκείνη είναι το ίδιο συναίσθημα κάθε μέρα. «Συσπείρωσε τόσο κόσμο, γιατί τους είχε εμπνεύσει όσο ζούσε. Προσωπικά, δεν μπορούσα να δω αυτή την ανθρωποφαγία, έστω και για χάρη της μνήμης του. Κατέβηκα μόνο στην πρώτη πορεία και μια φορά στο δικαστήριο όταν κατέθετε η Ιωάννα».
Μου μιλά για τον Νίκο, τον αδερφό του Ζακ. «Δεν έχω να πω λόγια για τον Νίκο, θεωρώ ότι είναι το κέντρο βάρους όλης της κατάστασης, το πήρε όλο απάνω του. Ο Ζαχαρίας τον λάτρευε και είμαι σίγουρη ότι ισχύει και το αντίστροφο».

Και οι δύο μου λένε ότι δεν υπάρχει περίοδος της ζωής τους που δεν σκέφτονται πως θα ήθελαν να μοιραστούν όσα ζουν και σκέφτονται μαζί του
«Τον σκέφτομαι κάθε μέρα, σε καθετί που συμβαίνει. Τα τελευταία χρόνια, συλλογίζομαι συνέχεια τι θα μου έλεγε γι’ αυτό το δικαστήριο. Ξέρεις, καμιά φορά θυμώνω και μαζί του που δεν πρόσεχε. Δεν θυμώνω, καταλαβαίνεις… μου λείπει όμως τόσο πολύ, περνάω απ’ όλα τα συναισθήματα. Δεν ξέρω τι να πω για τους δολοφόνους του. Νιώθω όμως μια περίεργη ικανοποίηση στη σκέψη ότι στις τελευταίες τους στιγμές στη ζωή, θα θυμούνται τον Ζαχαρία και αυτό που έκαναν», λέει η Ιωάννα ενώ η Λένα μου εξηγεί ότι τους έχει μπλοκάρει στο μυαλό της:
«Προσπαθώ να κρατήσω τον Ζαχαρία μέσα μου όπως τον είχα από παιδί, να μην μου τον πειράξει κανένας. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν τέτοια πράγματα. Μου λείπει αφάνταστα πολύ, είναι αναντικατάστατος. Ξέρεις… μεγαλώνοντας δεν είναι εύκολο να κάνεις φίλους. Δεν θα υπάρξει για μένα ξανά αυτό που είχα με τον Ζαχαρία. Ήταν φως μπροστά, πίστευε ότι την αλλαγή θα τη φέρουμε εμείς κι αυτό δεν μας το έλεγε, μας το έδειχνε. Είμαι ευγνώμων που ήταν στη ζωή μου, διαφορετικά θα ήμουν άλλος άνθρωπος. Είχε ένα μαγικό άγγιγμα για τους ανθρώπους που ήταν “ανοιχτοί”, ένα ραβδάκι που σε έκανε να πιστεύεις ότι στο τέλος το καλό νικά».