Είδαμε την παράσταση της Νεφέλης Μαϊστράλη και νιώσαμε πως το σίδερο που έκαψε τότε ένα 12χρονο κορίτσι, ζεματάει ακόμη στο σήμερα.
«Εκείνο που απειλεί τους καταπιεσμένους και τη μνήμη τους περισσότερο και από την ίδια την καταπίεση είναι η αορατότητά της, ο άρρητος ή υπόρρητος χαρακτήρας της, που τους κάνει συχνά να αμφιβάλλουν για την ίδια τους την ύπαρξη, αλλά και για τα βιώματα εκείνα, τα οποία πουθενά δεν αναγνωρίζονται ως καταπίεση».
Το απόσπασμα της Ελένης Βαρίκα από το βιβλίο της «Με διαφορετικό πρόσωπο: Φύλο, διαφορά και οικουμενικότητα», το ανακάλυψα διαβάζοντας όσα γράφει η Ποθητή Χαντζαρούλα στο «Σμιλεύοντας την υποταγή: Οι έμμισθες οικιακές εργάτριες στην Ελλάδα, το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα» και δεν μπορεί να σταματήσει να γυρνά στο μυαλό μου έπειτα από την παράσταση «Σπυριδούλες» που είδα το απόγευμα της Κυριακής, βγάζοντας με στην Ακαδημίας συγκινημένη, θυμωμένη κι ευτυχώς με έναν τρόπο παράδοξο, ενδυναμωμένη.
Σκέφτομαι τη γιαγιά μου τη Χρυσούλα, ίδιο όνομα, ολόιδια μύτη και γκρίνια. Σκέφτομαι πως πέθανε πρόσφατα κι όμως δυσκολεύομαι να προσδιορίσω ακριβώς τον χρόνο, ίσως γιατί ακόμη όταν περνάω απ’ το σπίτι που έμενε και δεν υπάρχει πια, τη βλέπω ακόμη να ανακατεύει κεφτεδάκια στη σάλτσα, να μου λέει ότι όταν ήρθε ψυχοκόρη στην Αθήνα και στην Κηφισιά, ήταν δεν ήταν δέκα χρονών. Έτσι έμαθε να μαγειρεύει τόσο καλά, να πλένει, να σιδερώνει, να φροντίζει. Τη θυμάμαι να μιλάει για τα «αφεντικά» της με ευγνωμοσύνη, παραβλέποντας πολλές φορές την αυστηρότητα που δέχονταν σαν παιδί και που μετέφερε μέσα απ’ τις αφηγήσεις της.
Η Χρυσούλα απ’ τη Μικρά Ασία, η Ελένη από τη Σύρο, η Μαρία από τα Γιάννενα, η Κατερίνα από το Διδυμότειχο, η Δέσποινα από την Καρδίτσα, η Σπυριδούλα που τη σιδέρωσαν τα αφεντικά της στον Πειραιά, επειδή νόμιζαν ότι τους είχε κλέψει χρήματα.
Τα γεγονότα
Η Σπυριδούλα ήταν μια από τις δούλες των Αθηνών. Τα μικρά κορίτσια, δηλαδή, που έρχονταν από την επαρχία στην πρωτεύουσα για να γίνουν υπηρέτριες και να μην είναι βάρος στις οικογένειές τους που δεν είχε να τα ζήσει. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, βρέθηκε να κάνει την υπηρέτρια στους Γιώργο και Αντιγόνη Βεϊζαδέ. Η Σπυριδούλα, μόλις 12 χρονών τότε, εργάζονταν από το πρωί μέχρι το βράδυ κάνοντας ακόμη και τις πιο σκληρές δουλειές του σπιτιού, χωρίς ξεκούραση, με τιμωρίες, απομόνωση και ξύλο.
Όταν το ζευγάρι την κατηγόρησε ότι τους έκλεψε 50 δολάρια, εκείνη το αρνήθηκε. Το αρνιόταν ακόμη κι όταν δεμένη χειροπόδαρα στο τραπέζι του σαλονιού τη σιδέρωναν σαν πουκάμισο, βάζοντάς της στο στόμα ένα πανί για να μην ακούγονται οι φωνές της, πάνω απ’ το ανοιχτό ραδιόφωνο. Τα τραύματά της δεν έκλειναν για μέρες, οπότε και χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο όπου έσπασε τη σιωπή της και εξήγησε σε νοσοκόμες και γιατρούς τι της είχε συμβεί.
Ο σάλος που ξέσπασε, τάραξε την ελληνική κοινωνία και δημιούργησε μια ρωγμή που μέσα της μπορούσες να δει κανείς επιτέλους τις καταπιεσμένες αυτού του κόσμου.
Η παράσταση
Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι πλέον να παρακολουθώ παραστάσεις που πραγματεύονται με τόσο ξεκάθαρο τρόπο ένα πραγματικό γεγονός. Παρ’ όλα αυτά, στο Θέατρο Τζένη Καρέζη, μπήκα με την αίσθηση του ότι κάτι καλό θα συμβεί και πράγματι ήταν κάτι πιο πέρα κι απ’ αυτό. Μια σύγχρονη ματιά στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν της ελληνικής πραγματικότητας. Συγκινητικές ερμηνείες που δεν εκβιάζουν το συναίσθημα, δυναμικές φωνές και μουσική που σε φόρτιζε, αποφορτίζοντάς σε.
Η σύνδεση με το σήμερα, με τις γυναίκες και τους άντρες που εργάζονται σε σπίτια με αφώτιστες τις ιστορίες τους, ήταν μια σημαντική υπενθύμιση του ότι ο αγώνας του καταπιεζόμενου ανθρώπου δεν σταματά ό,τι ημερομηνία κι αν γράφει το ημερολόγιο αυτού του κόσμου.
Οι «Σπυριδούλες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, η παράσταση της θεατρικής ομάδας 4Frontal που συ-σκηνοθέτησαν οι Θανάσης Ζερίτης και Χάρης Κρεμμύδας, έπειτα από μία σειρά παραστάσεων στο Φεστιβάλ Αθηνών πέρυσι, επέστρεψαν ευτυχώς στη σκηνή με τις φωνές των γυναικών που υπήρξαν ψυχοκόρες και οικιακές εργάτριες, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
Αξίζει να δείτε αυτή την παράσταση, γιατί η ιστορία έχει συνέχεια, ο πόνος διαθέτει διάρκεια και η μνήμη συνιστά συνεχή υπενθύμιση.
Αξίζει αυτή η κόκκινη μπογιά στον τοίχο, αξίζει το σύνθημα «ΟΥΤΕ ΔΟΥΛΑ – ΟΥΤΕ ΚΥΡΑ», να μην το θεωρήσουμε ούτε σήμερα δεδομένο, να γράψει μέσα μας ανεξίτηλα.