αγκαλιές

Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος, η διηγηματογράφος Λίζα Καβάγιου, ο μουσικός και συγγραφέας Πρόδρομος Γιαγκόπουλος, η ηθοποιός Ηλιάννα Μαυρομάτη και η εικονογράφος Missy Merida μοιράζονται μαζί μας ιστορίες για αγκαλιές που θα θυμούνται με μεγάλη συγκίνηση, για πάντα.

Credit: Γιάννης Παρασκευάς

Οι αγκαλιές της γιαγιάς μου της Άννας δεν έμοιαζαν με άλλες και σίγουρα δεν ήταν οι τυπικές γιαγιαδίστικες αγκαλιές όπως τις φαντάζεσαι. Δεν είχαν αυτό το όμορφο σφίξιμο. Τα χέρια κάπως νωθρά. Ο κορμός πάντοτε απομακρυσμένος από τον δικό σου. Τα μάγουλα δεν χάιδευαν τα δικά σου. Αναρωτιόμουν ως παιδί! Μα δεν τη γεμίζει με ζεστασιά και ασφάλεια αυτή η πράξη αγάπης; Σκεφτόμουν, πώς να μεγάλωσε η αινιγματική αυτή γυναίκα; Κι άρχισα να ρωτάω και να μαθαίνω ιστορίες. Το σκληρό μεγάλωμά της, οι δυσκολίες της ζωής της, οι αγώνες, ο μόχθος, οι ευθύνες της… Να λοιπόν γιατί αυτή η γλυκύτητα του βλέμματος της δεν γέμιζε ολόκληρο το σώμα της. Έτσι άρχισα να την αγκαλιάζω σφιχτά εγώ και για τους δυο και πρώτος να της λέω «σ’ αγαπώ».

Για όλα τα σ’ αγαπώ που δεν άκουσε και τις αγκαλιές που δεν ένιωσε στη ζωή της. Πέντε χρόνια πριν. Η γιαγιά ζει την τελευταία και πιο σκληρή δοκιμασία της ζωής της. Έχει  χάσει το ένα της παιδί, τον θείο μου. Έχω ανεβεί στο σπίτι της για λίγα λεπτά μόνο, για να την αποχαιρετήσω, καθώς επιστρέφω στην Αθήνα μετά από ένα σύντομο ταξίδι μου στην Πάτρα, την πόλη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Εκείνο το απόγευμα, εντελώς απροσδόκητα και για πρώτη φορά, με σφίγγει στην αγκαλιά της πρώτη και μου λέει στο αυτί ψιθυριστά ένα γεμάτο «σ’ αγαπώ». Τώρα έφτιαξα μια παράσταση για εσένα και μοιράζομαι με ανθρώπους την ιστορία αυτής της αγκαλιάς μας που όντως δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Η παράσταση «ΜΑ ΓΚΡΑΝ’ΜΑ» σε δραματουργία και σκηνοθεσία Δημήτρη Χαραλαμπόπουλου παρουσιάζεται στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου στο Θέατρο REX – Σκηνή «Κατίνα Παξινού» (Πανεπιστημίου 48).

Ο Κωστής έπαιρνε συνέχεια αποβολές. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στο γραφείο του διευθυντή. Τελευταίο θρανίο, μα πρώτος στις φάρσες, στα αστεία, στην παρέα, στην μπάλα. Τολμούσε ό,τι δεν τολμούσε κανείς μας, δοκίμαζε όρια και αμφισβητούσε κανόνες. Ήταν ένας κυκλώνας ενέργειας, που παρατηρούσαμε με δέος. Κανείς δεν ήταν κολλητός του. Προσαρμοζόταν εκείνος σε όποια παρέα ήθελε και έπαιζε μέχρι να φάει την επόμενη τιμωρία. Στην τετάρτη δημοτικού, ο Κωστής έκανε κάτι που θυμόμαστε όλοι. Ένας συμμαθητής μας, ο Γιώργος, έχασε τον πατέρα του και πήγαμε όλη η τάξη στην κηδεία. Πλησιάζοντας στην εκκλησία σέρναμε τα πόδια μας αργά, σχολιάζαμε αμήχανα το λιβάνι που είχε ποτίσει τις μύτες μας, τον παπά που έψελνε παράφωνα. Ο Γιώργος από μακριά ήταν αγνώριστος με τα επίσημα ρούχα του, τα πρησμένα μάτια. Ακίνητος και παγωμένος, στεκόταν μακριά από τους συγγενείς του.

Αφού η δασκάλα συλλυπήθηκε τον φίλο μας εν ονόματι όλων, σταθήκαμε πίσω του στοιχισμένοι σε δώδεκα δυάδες. Μετρούσαμε τα Αλληλούια από μέσα μας μηχανικά. Ο Κωστής ήταν η δυάδα μου. Κοιτούσε τριγύρω, έξυνε το κεφάλι και μασούσε την τσίχλα του με θόρυβο. Έμοιαζε σα να ετοιμάζει κάτι που θα τον έβαζε πάλι σε μπελάδες. Αγχωμένος εγώ, του έγνεψα «τι;» με την παλάμη κι εκείνος ξεφύσηξε και πήρε φόρα. Χώθηκε ανάμεσα στις δυάδες ρίχνοντας αγκωνιές σε όποιον του έκλεινε τον δρόμο. Όταν έφτασε μπροστά, σήκωσε το δεξί του χέρι και περίζωσε τους ώμους του Γιώργου. Τον έσφιξε πάνω στο στέρνο του και με το αριστερό τού έτριψε το περιβραχιόνιο. Τον κράτησε για λίγο σαν το πιο πολύτιμό του τρόπαιο, προμηνύοντας με καμάρι πως ο φίλος του θα τα καταφέρει και σε αυτό. Ο Γιώργος στον Κωστή αφέθηκε και έκλαψε. Όταν σήμανε η καμπάνα, ο Κωστής γύρισε στη θέση του. Στην τετάρτη δημοτικού ο Κωστής έκανε κάτι που θυμόμαστε όλοι.

Η συλλογή διηγημάτων «Σημείο Επαφής» της Λίζας Καβάγιου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος.

Η μαία μού τον παρέδωσε τυλιγμένο σε μια πετσέτα, παντζαροκόκκινο και κλαίοντα σαν ιτιά. Αισθανόμουν πως κρατούσα ένα δεμάτι στάχυα, χαλαρά πιασμένα στη βρίζα, που τα άκρα του ανακατεύονταν με τον αέρα. Τα δικά του άκρα αναζητούσαν την επαφή. Προσπάθησα να τον κρατήσω καλύτερα. Μου είχαν δείξει αλλά εκείνη τη στιγμή χρειαζόμουν πυροτεχνουργό να μου κάνει μια επανάληψη. Του μίλησα. Προσπάθησα να αστειευτώ με το πόσο ταλαιπώρησε τη μητέρα του, όμως δεν είχε δει ακόμη Γούντι Άλεν, άρα δεν ήταν έτοιμος να αντιληφθεί το καλό χιούμορ. Του συνέστησα μερικές ταινίες. Και κάποιες μουσικές. Του είπα πόσο φοβάμαι τον ερχομό του. Αναρωτήθηκα αν θα είναι περήφανος για μένα.

Του εξήγησα πως, πολλές φορές, το παίζω δυνατός για να μην καταρρεύσω. Του υποσχέθηκα πως εκείνος θα μπορεί να εμπιστευτεί και την αδυναμία μου. Κι ύστερα με πήραν τα δάκρυα. Κι αυτός ο ανόητος σταμάτησε. Σα να μου έλεγε: «τι θα γίνει τώρα; Θα κλαίμε κι οι δύο;». Κι αγκάλιασε με τα δυο του κλαδάκια, τους αραχνοΰφαντους άρπαγες, το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μου χεριού. Κι ήταν σα να έσκυψαν να με αγκαλιάσουν όλα τα δέντρα του κόσμου. Και τα σύννεφα. Και οι βροχές που θα φέρουν. Και κάθε ένα από τα αμέτρητα φώτα του ουρανού. Κι όλα στη δική του γλώσσα μου έλεγαν «Μην φοβάσαι. Αυτό είναι το μερτικό σου από την ευτυχία». Έμεινα ακίνητος για να μη χαλαρώσει το σφίξιμό του. Έμεινε σε εκείνη την αγκαλιά για να μην φοβηθώ. Ποτέ ξανά.

Ο Πρόδρομος Γιαγκόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Του αρέσουν οι ιστορίες και κάποιες φορές τις κάνει βιβλία (κυκλοφορούν τρία από τις εκδόσεις Γράφημα), άλλες τραγούδια (με συγκροτήματα όπως οι Jane Doe και οι Pulsar) και σπανιότερα κείμενα σε ιστοσελίδες και τα σόσιαλ.

Credit: mavra gidia

Η αγκαλιά ή καλύτερα οι αγκαλιές που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είναι εκείνες των γονιών μου. Στις χαρές, στις λύπες, στα καλά και στα άσχημα, λειτουργούσαν πάντα σαν καταφύγιο. Η μυρωδιά της αγκαλιάς τους νομίζω θα με ακολουθεί σαν φύλακας άγγελος σε όλη μου τη ζωή. Θα ανατρέχω με τη μνήμη μου εκεί κάθε φορά που νιώθω ευτυχισμένη, προδομένη, απελπισμένη ή φοβισμένη. Ίσως η ασφάλεια αυτής της αγκαλιάς είναι που αναζητώ μεγαλώνοντας σε φίλους, συντρόφους, συνεργάτες, και δυστυχώς είναι αναντικατάστατη και ασύγκριτη. Την ανιδιοτέλεια της αγάπης που εκδηλώνεται μέσα από αυτήν την αγκαλιά και που φυσικό είναι κανείς άλλος να μην μπορεί να την προσφέρει. Αυτή η αγκαλιά που σου θυμίζει από πού ήρθες, που σε κάνει να ξεχνάς τα όρια με τον έξω κόσμο και σε προφυλάσσει από όλη την οδυνηρή εμπειρία της ζωής. Όσα λάθη κι αν κάνεις, όσα στραβά κι αν έχεις, είναι πάντα εκεί για να κρυφτείς. 

Η Ηλιάννα Μαυρομάτη πρωταγωνιστεί στην παράσταση «H αισθηματική αγωγή· ερευνώντας ένα αρχείο ρωγμών» σε σκηνοθεσία Παντελή Φλατσούση που παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη 1).

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αγκαλιάς θα ήθελα πολύ να μιλήσω για το βιβλίο της Μαρίας Λοϊζίδου από τις εκδόσεις Ψυχογιός που είχα την τιμή να εικονογραφώ και ξεκλείδωσε μέσα μου την πιο ζεστή και πουπουλένια ανάμνηση αγκαλιάς  της ζωής μου, η οποία βρίσκεται και μέσα στο βιβλίο μας. Στη εισαγωγή  του βιβλίου, η Μαρία Λοϊζίδου γράφει: «Λένε πως οι άνθρωποι ζουν σε σπίτια. Μα εγώ ξέρω πως ζουν σε φωλιές φτιαγμένες από χέρια που μπλέκονται μεταξύ τους. Τις ονομάζουν αγκαλιές».

Η αγκαλιά της γιαγιάς μου ήταν η δική μου φωλιά, εκείνη η ζεστή και μυρωδάτη αγκαλιά που μπορεί να επουλώσει οτιδήποτε σπασμένο μέσα σου. Η γιαγιά μου με μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στην αγκαλιά της και μέσα από την αγκαλιά εκείνη έμαθα να μιλώ, να περπατάω, να τρέφομαι, να ονειρεύομαι. Η αγκαλιά της γιαγιάς μου είχε μυρωδιά από γαρύφαλλο και ζάχαρη καμένη. Η τελευταία μας αγκαλιά είναι εκείνη που με πλημμυρίζει δάκρυα, γιατί ήταν χρόνια καθηλωμένη σε ένα κρεβάτι και θυμάμαι τα χέρια της να ανοίγουν πόρτες μέσα μου σαν να έφτανα για πάντα σπίτι. Η γιαγιά μου και η αγκαλιά της ήταν, είναι και θα είναι για μένα σπίτι, το ασφαλές μέρος που καταφεύγω κάθε φορά που χρειάζομαι να ανακτήσω δυνάμεις. Στο σήμερα, η αγκαλιά του γιου μου είναι το καταφύγιό μου και η φόρτισή μου, του αγαπημένου μου το κλειδί που ξεκλειδώνει κάθε δυσκολία και των σκυλοπαιδιών μου, η τρυφεράδα του κόσμου αυτού. Θα μπορούσα να κρυφτώ για πάντα μέσα σε μια αγκαλιά κι εύχομαι από την καρδιά μου όλ@ να έχουν μια αγκαλιά στη ζωή τους.

H Έλενα Καρανικολού στην πραγματικότητα (και στα όνειρα) ακούει μόνο στο Μissy Merida. Ζει στην Αθήνα, είναι αυτοδίδακτη εικονογράφος, μητέρα, σύζυγος και σκυλομαμά.

Γνωμούλα;
+1
2
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
6
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα