psaragores

Είναι τα καταστήματα που ανεβάζουν πρώτα τα ρολά τους. Οι εργαζόμενοι βρίσκονται εκεί ήδη από τις πέντε το πρωί. Παραλαμβάνουν τα ψάρια που έχουν αλιευθεί στα βαθιά της Λέσβου και ξεκινούν την προετοιμασία για να τα διαθέσουν στον κόσμο. Η διαδικασία αυτή γίνεται αμέτρητα χρόνια. Σε ορισμένα ψαράδικα καταλαβαίνεις το πόσο από το έτος ίδρυσης που έχουν γραμμένο στις τέντες τους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα μικρά ψαράδικα που βρίσκονται στην αγορά της Μυτιλήνης, την πρωτεύουσα του νησιού. Στην ουσία, κάθε ημέρα ακολουθείται μία άτυπη ιεροτελεστία. Οι ντόπιοι θα βγουν νωρίς – νωρίς το πρωί από το σπίτι για να πάνε να βρουν φρέσκα θαλασσινά. Παρότι τα μαγαζιά κλείνουν περίπου στη μία το μεσημέρι, οι ώρες που σχηματίζονται ουρές μπροστά από τους πάγκους είναι οκτώ με δέκα το δίωρο. Είναι κάτι που τηρείται με συνέπεια καθημερινά. Οι άνθρωποι που πάνε δεν είναι οι ίδιοι κάθε μέρα, αλλά η συνήθεια είναι κοινή για όλους.

Τα ψαράδικα παραμένουν ένα σημείο συνάντησης για την κοινωνία. Οι εργαζόμενοι ξέρουν καλά τους πελάτες και οι πελάτες γνωρίζονται μεταξύ τους. Ωστόσο, τα ψαράδικα, τα μικρά μαγαζιά που είναι βαμμένα με το χρώμα της θάλασσας έχουν εξελιχθεί και σε σημεία συνάντησης μιας άλλης εποχής. Η παλιά πελατεία δεν ανανεώνεται από νεότερη. Εκείνοι που πηγαίνουν να ψωνίσουν είναι κυρίως 50 ετών και πάνω. Μπορείς να τους φανταστείς και αρκετά νεότερους να κάνουν το ίδιο.

photo credits: Κώστας Παπαντωνίου

Η ζωή πίσω από τους πάγκους

Οι συνθήκες είναι δύσκολες για τους εργαζόμενους, ειδικά τώρα τον χειμώνα, μας λέει η Αγγελική, 45 χρονών. Είναι ένας από τους πέντε ανθρώπους που δουλεύουν το ψαράδικο «Φρεσκάδα». Πριν αφήσει το σπίτι της έχει ντυθεί όσο πιο ζεστά μπορεί. «Τα ρούχα είναι συγκεκριμένα. Από τα νύχια μέχρι τον λαιμό φοράω από μέσα ισοθερμικά συν φούτερ, συν δύο μπουφάν. Από την άλλη, όλα αυτά δεν μπορούν να είναι πολύ μεγάλα γιατί δεν είσαι ευκίνητος για να δουλέψεις».

Την παγωνιά στο νησί τη νιώθεις εντονότερη λόγω του αέρα. Σ’ ένα ιχθυοπωλείο, ωστόσο, την αίσθηση εντείνουν τα ίδια του τα προϊόντα και βέβαια ο πάγος που χρειάζεται για να συντηρηθούν. «Το πρωί δεν μπορούμε να πιάσουμε τα ψάρια. Ρίχνουμε λίγο νερό από πάνω για να μαλακώσουν γιατί έχουν κοκκαλώσει. Σκέψου ότι το ψυγείο που είναι φτιαγμένο για να λειτουργεί σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, το πρωί δεν παίρνει μπρος, γιατί έχει απ’έξω ακόμη χαμηλότερες. Ενώ αντίθετα το καλοκαίρι με τη ζέστη έχει τύχει να χαλάσει το μοτέρ». Τα γαλάζια γάντια που φοράνε δεν βοηθούν πολύ. Ούτε για τα κοψίματα ενώ καθαρίζουν τα ψάρια, ούτε για το κρύο. «Είναι για να μένουν τα χέρια μας καθαρά. Προσπαθούμε και προσέχουμε. Πλένουμε συνέχεια».

Η Αγγελική βρέθηκε σε αυτή τη δουλειά πριν από πέντε χρόνια. Όλο τον προηγούμενο καιρό δούλευε σε οικογενειακή επιχείρηση με ρούχα. «Με την πανδημία όμως έκλεισε η αγορά, έκλεισε η ένδυση-υπόδηση και τότε αποφασίσαμε με τον άντρα μου να έρθω να βοηθήσω στο ψαράδικο, το οποίο είχαν οι δικοί του και ο ίδιος συνεχίζει να το δουλεύει». Οι συνθήκες ήταν τελείως διαφορετικές εξαιτίας της πανδημίας. «Το 2019 γνώρισα διαφορετική δουλειά από αυτή που είμαι τώρα. Ήταν όλος ο κόσμος μέσα στα σπίτια λόγω του κόβιντ. Δεν έβγαινε κανένας έξω. Ήμασταν συνέχεια σε ένα τηλέφωνο και πηγαινοερχόμασταν, κάνοντας delivery». Το πιο βάναυσο για εκείνη όμως ήταν η αλλαγή στα ωράρια και το ξύπνημα μέσα στο ξημέρωμα. «Συνήθως τα ψαράδικα εδώ στο νησί δεν είναι ανοικτά το απόγευμα. Οπότε μπορεί να είναι πολύ πρωινό το ξύπνημα, αλλά μετά έχεις ελεύθερη τη μέρα και μπορούμε να δούμε τις οικογένειές μας».

photo credits: Κώστας Παπαντωνίου

Τα προβλήματα με την κακοκαιρία και την υπεραλίευση

Τα ιχθυοπωλεία δεν δουλεύουν όλες της μέρες της εβδομάδας. Εξαρτώνται από τα τερτίπια του καιρού. «Αν δεν κάνει καλοσύνη δεν μπορούν να πάνε οι ανεμότρατες που έχουμε τώρα τον χειμώνα ή αν πάνε μπορεί να μην βγάλουν την απαραίτητη ποσότητα ψαριών και να παραμείνουν ολόκληρη τη μέρα αντί για τη μισή προκειμένου να μην ξοδέψουν τζάμπα πετρέλαιο». Ακόμη όμως κι αν δεν υπάρχουν στη μέση τα μποφόρ, πάντα θα υπάρχει το αποτύπωμα της υπεραλίευσης.

«Υπάρχει ένας νόμος που λέει ότι το καλοκαίρι οι ανεμότρατες δεν βγαίνουν. Βγαίνουν μόνο τα μικρά καΐκια, γρι – γρι τα λέμε εμείς, που βγάζουν σαρδέλα – γαύρο και κολιούς. Οι Τούρκοι από την άλλη, δεν ξέρω αν έχουν νόμο ή όχι, αλλά κάνουν ό,τι θέλουν. Που σημαίνει ότι αλιεύουν όλο το καλοκαίρι οι δικές τους ανεμότρατες κι έρχονται και σ’ εμάς, πολύ κοντά, αν όχι και μέσα. Το αποτέλεσμα είναι να λιγοστεύουν τα ψάρια. Εδώ λέμε για τη γη, που την καλλιεργούμε, ότι πρέπει για έναν χρόνο να ξεκουραστεί».

photo credits: Κώστας Παπαντωνίου

Στα ψάρια από δέκα χρονών

Ο Γιάννης, ο σύζυγος της Αγγελικής βρίσκεται στη δουλειά από δέκα χρονών παιδί. Τα απογεύματα δούλευε στις αποθήκες με τα ψάρια και τα πρωινά ξύπναγε κατάκοπος για να πάει στο σχολείο. Το θυμάται ως ένα ατελείωτο «χαμαλίκι».

Το ψαράδικο το άνοιξε ο παππούς του, πρόσφυγας από το Αϊβαλί που βρίσκεται απέναντι από τη Λέσβο. Παλιότερα ήταν κρεοπωλείο. Ενώ ξεπλένει τα χέρια του από τα ψάρια που έβαλε μέσα στο γνωστό χάρτινο χωνί για να τα δώσει στον πελάτη, μου λέει να κοιτάξω γύρω. «Οι πιο νέοι που βλέπεις στο επάγγελμα είμαστε εμείς. Μετά δεν υπάρχουν καινούριοι. Μόνο στα χωριά έχει παραπάνω. Και τι θα γίνει μετά; Θα τα παίρνουν όλα από το σούπερ μάρκετ». Όπως συμβαίνει και με άλλα μικρά μαγαζιά, τα κέρδη είναι περιορισμένα για τα ψαράδικα. Όχι μόνο γιατί είναι μικρή η διαφορά στην τιμή που πωλούν τα ψάρια σε σχέση με τα λεφτά που δίνουν για να τα πάρουν χονδρική, της τάξεως ακόμη και του ενός και δύο ευρώ, αλλά και γιατί ο κόσμος δεν αγοράζει πια το ίδιο συχνά.

photo credits: Κώστας Παπαντωνίου

«Το ψάρι θεωρείται ακριβό κι όχι άδικα», λέει η Αγγελική. «Για να φάει μια τετραμελής οικογένεια μεσαίους μπακαλιάρους που έχουν 12 ευρώ το κιλό θα πρέπει να πληρώσει 24. Και σε μια ώρα μετά το φαγητό τα παιδιά θα πεινάνε πάλι και θα φωνάζουνε. Με τα ίδια λεφτά παίρνεις μια σακούλα με κρέας». Παλιά μια οικογένεια μπορεί να έτρωγε ψάρι μια με δυο φορές την εβδομάδα. «Τώρα το έχει κάνει μία με δύο φορές στις 15 ημέρες».

Η αγορά θαλασσινών ως συνήθεια (που χάνεται)

Ένας σταθερός πελάτης είναι ο Αντώνης. «Παίρνω ψάρια δυο φορές την εβδομάδα. Ψωνίζω ανάλογα την εποχή. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάιο είναι η κουτσομούρα, το μπαρμπούνι, ο μπακαλιάρος και οι πρόσφυγες. Πάρα πολύ γλυκό ψάρι. Αυτό είναι μπακαλιάρος. Γλώσσα…», λέει ενώ δείχνει με το χέρι του το κάθε ψάρι από πάνω στον πάγκο. Για το γεγονός ότι δεν βγαίνουν να ψωνίσουν από την αγορά οι νεότεροι, εκφράζει μια συνολικότερη ανησυχία. «Οι νέοι βαριούνται που ζουν. Ιδέα δεν έχουν. Άμα φύγουμε εμείς, αυτοί τελειώσανε. Και στις εκκλησίες δεν θα πατάει κανένας. Και γενικά τις νηστίσιμες εποχές του χρόνου εμείς οι παλιοί κάνουμε ταραμοσαλάτα, θα πάρουμε τα τουρσιά μας. Οι νέοι δεν τα ξέρουν. Θα εξαφανιστούν αυτά σε λίγα χρόνια».

Στο ιχθυοπωλείο του Γιάννη επί της κεντρικής οδού Ερμού, το βάρος των αναμνήσεων ανταγωνίζεται το βάρος που δημιουργεί η τωρινή κατάσταση. Σ’ έναν τοίχο γεμάτο με φωτογραφίες μού δείχνει τη διαδρομή του στον κλάδο. «Όταν ήρθα εδώ να ανοίξω το μαγαζί, είχε ακόμη άσφαλτο, δεν είχε γίνει ο πεζόδρομος. Πρώτα, τα ψάρια βρίσκονταν πάνω στον δρόμο. Ευλογία θεού. Αυτή η φωτογραφία είναι από το 1986. Αυτή από το 1977. Αυτή είναι το 1984. Κι αυτή επίσης. Αναμνήσεις έχουμε και χρέος, το κυριότερο».

photo credits: Κώστας Παπαντωνίου

Του Γιάννη δεν του αρέσει να μιλά για τις καθημερινές δυσκολίες, υπό την έννοια ότι «αν έχει δουλειά δεν κουράζεσαι, αν δεν έχει όμως πεθαίνεις». Βλέπει και ο ίδιος τη ζημιά που έχει κάνει η υπεραλίευση, έχοντας άποψη για το τι συμβαίνει στη θάλασσα από το 1971 που ξεκίνησε να εργάζεται. «Όταν φωνάζανε κάποτε οι ψαράδες Απρίλιο-Μάιο να σταματούν τα καΐκια, η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα. Μάιο μήνα η κουτσομούρα είναι κομμένη. Τα ξεπατώσανε όλα».

Τα πάνω – κάτω για τη δική του επιχείρηση και την αγορά ήρθαν το 2016 με την προσφυγική και οικονομική κρίση. «Τότε έφυγε και το ένα μας παιδί από τα τρία στο εξωτερικό κι έχουμε να το δούμε 8 χρόνια. Ακόμη και για τις διακοπές του αλλού επιλέγει να πηγαίνει». Στην αγορά σήμερα βλέπει 5-10 ανθρώπους να περπατάνε «και αυτοί δείχνουν ξεχασμένοι». Όσο βρίσκομαι στο μαγαζί, δεν μπαίνει ψυχή. «Τι να κάνει κι ο κόσμος, με τον κόσμο θα τα βάλουμε; Παλιά ερχόμουν και δεν προλάβαινα να καθίσω».

Αν του δινόταν πάλι η ευκαιρία να γίνει νέος και να επιλέξει τη ζωή που θα έκανε, θα επέλεγε κι εκείνος τη μετανάστευση. «Θα έκανα οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να περίσσευε κάτι να ζήσω με αξιοπρέπεια. Είκοσι χρονών με αυτές τις συνθήκες; Απλά θα έφευγα. Να σκάβω όλη μέρα για 700 ευρώ μικτά, με 500 ευρώ το ενοίκιο και βάλε; Ο περισσότερος νέος κόσμος που έχει μείνει στη Λέσβο έχει καταλήξει να κάνει ντελίβερι από εδώ και από εκεί».

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα