Γεννήθηκα στη Κύπρο στη δεκαετία του ‘90. Παρόλο που ήμουν ένα παιδί που έκανε εύκολα παρέες και του άρεσε να περνά χρόνο με τους φίλους του, αναζητούσα επίμονα και τη μοναξιά. Ήθελα να κάνω παρέα με τον εαυτό μου. Να βλέπω σειρές, να ακούω μουσική

Οι περισσότερες αναμνήσεις που έχω από την παιδική μου ηλικία είναι μπροστά σε μία τηλεόραση ή σε ένα ραδιόφωνο. Θυμάμαι ακόμα την σιντιέρα που είχα στο παλιό μας σπίτι. Ήταν τεράστια και γεμάτη CDs. Σε κάθε γενέθλια, γιορτή και Χριστούγεννα, όταν με ρωτούσαν τι δώρο θέλω, απαντούσα CD. 

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί λάτρευα τόσο την μουσική. Ήταν σαν μια εσωτερική ανάγκη που ανάβλυζε από μέσα μου. Δε διανοούμουν πως θα πήγαινα σπίτι μετά το σχολείο και δε θα αφιέρωνα 3-4 ώρες τη μέρα ακούγοντας μουσική

Θυμάμαι ακόμη την οικογένειά μου να με “χρησιμοποιεί” ως μουσικό παιχνίδι

Έβαζαν διάφορα τραγούδια και εγώ έπρεπε να βρω τον τίτλο και τον τραγουδιστή– δεν είχαμε Shazam τότε. Ήξερα απ’ έξω τραγούδια που κανείς δεν καταλάβαινε πως μπορεί ένα 6χρονο παιδί να τα ξέρει. Από Τζένη Βάνου και Μαρινέλλα, μέχρι Γαρμπή και Βανδή. 

Τα άκουγα όλα από την τηλεόραση. Καθόμουν μπροστά της με ένα στυλό κι ένα μπλοκάκι κι έγραφα τους στίχους σε όποιο τραγούδι άκουγα. Μετά πήγαινα στο κατάστημα, αγόραζα τα CDs και μάθαινα τα τραγούδια απ’ έξω. Κάπως έτσι, πέρασε η ζωή μου. Με τηλεόραση, σειρές, ταινίες και μουσική. 

Κάποια στιγμή, ζήτησα να κάνω μαθήματα τραγουδιού. Μου το αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Τότε δεν κατάλαβα το γιατί. Χρόνια αργότερα – με την βοήθεια της ψυχολόγου μου – κατάλαβα ότι ήξεραν πως αν με άφηναν τότε να ασχοληθώ με αυτό θα παρατούσα τα μαθήματά μου. 

Τελειώνοντας το σχολείο, δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω

Δεν ήξερα τι να σπουδάσω. Το να σπουδάσω μουσική δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Ήξερα και πως για να σπουδάσεις μουσική πρέπει να έχεις γνώση κάποιου μουσικού οργάνου κι εγώ δεν είχα. Αποφάσισα να ξεκινήσω μαθήματα σε ένα κολλέγιο, για να ακολουθήσω τη δουλειά του μπαμπά μου. Ορκωτός λογιστής. 

Τα μαθήματα διαρκούσαν 3 ώρες κάθε μέρα. Ακόμα με θυμάμαι να κοιτάω με πραγματική απόγνωση την ώρα στο κινητό κάθε 3 λεπτά, για να δω πότε θα τελειώσουμε. Τότε κατάλαβα πραγματικά τι σήμαινε το: «Δεν περνάει με τίποτα η ρημάδα η ώρα». Κατάλαβα ότι δε μπορούσα να συνεχίσω να το κάνω αυτό στον εαυτό μου. Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου που ένιωσα πως δεν πατούσα στη γη. Πως ήμουν στον αέρα.

Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω με την ζωή μου. Μαζί με αυτό συμβαίναν και πολλά άλλα στην ζωή μου τότε. Ένας μεγάλος τσακωμός, ένας δύσκολος χωρισμός και πολλοί καυγάδες συνέβαλαν στο να δημιουργηθεί η “τέλεια καταιγίδα”, επονομαζόμενη ως “κλινική κατάθλιψη”. 

Η μουσική ήταν πάντα το καταφύγιό μου

Από παιδί, κάθε φορά που δεν ήμουν καλά, κλεινόμουν στο δωμάτιο μου, έσβηνα τα φώτα και άκουγα μουσική. Για ώρες. Αυτό έκανα και τότε. Έβγαινα από το δωμάτιο μου ελάχιστα. Έρχονταν οι γονείς μου για να δουν τι κάνω και τους έδιωχνα. Κοιμόμουν, έτρωγα και άκουγα μουσική. Αυτή ήταν η μέρα μου και την ακολουθούσα με θρησκευτική ευλάβεια. Όλη μέρα, κάθε μέρα. Αυτά. Μόνο. Δεν ένιωθα τίποτα, είχαν παγώσει όλα μέσα μου.

Οι γονείς μου προσπαθούσαν συνεχώς να με πείσουν να δω κάποιον ψυχολόγο. Το αρνιόμουν κατηγορηματικά. Πίστευα πως μπορούσα να το διαχειριστώ και μόνη μου. Πίστευα πως ήταν κάτι παροδικό.

Ότι θα ξυπνούσα την επόμενη μέρα και θα ήμουν όπως παλιά. Κάθε μέρα, έλεγα: “Αύριο θα ξυπνήσω και θα κάνω αυτό και αυτό”. Και όταν ερχόταν η επόμενη μέρα και καταλάβαινα ότι δε μπορώ, έλεγα: ”Δεν πειράζει αύριο”. Αλλά το αύριο δεν ερχόταν ποτέ. 

Δεν είχα κάτι παθολογικό

Απλώς το μυαλό μου δε μπορούσε να δώσει εντολές στο σώμα μου. Αρνιόταν. Αδρανούσε. Ήθελε μόνο να κοιμάται. Σε διάρκεια περίπου ενός χρόνου, είχα βγει από το σπίτι περίπου 10 φορές. Αναγκαστικά. Μετά από απόγνωση και φωνές των γονιών μου. 

Μια μέρα του Σεπτέμβρη είδα πως είχε ανοίξει μια σχολή μουσικής δίπλα από το σπίτι μας. Ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που ένιωσα κάτι. Σ’ αυτόν τον ένα χρόνο, το μυαλό μου δε με είχε αφήσει να βιώσω οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα.

Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο για να γραφτώ. Να ξεκινήσω μαθήματα. Φοβόμουν όμως. Το σκεφτόμουν 3 μήνες. Κάθε μέρα έλεγα θα πάρω αύριο και κάθε αύριο, μεθαύριο. Κατάλαβα ότι αν δεν έκανα κάτι θα περνούσαν 100 χρόνια και ακόμη θα έλεγα αύριο.

Αποφάσισα να ντυθώ και να πάω εκεί. Ήθελα να κάνω πιάνο. Με έκανε να νιώθω ασφαλής το γεγονός πως θα κρυβόμουν πίσω από ένα μεγάλο όργανο. Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που κάθισα στο πιάνο. Μετά από τόσο καιρό, ένιωθα ξανά ασφαλής. Ένιωσα πως πατούσα ξανά στη γη.

Σταμάτησα να αιωρούμαι 

Ζήτησα να πηγαίνω τα πρωινά που οι γονείς μου θα έλειπαν. Δεν ήθελα να τους πω κάτι ακόμη. Ήθελα να το κρατήσω για μένα. Τους πρώτους 3 μήνες πήγαινα 1 φορά την εβδομάδα και αυτή ήταν και η μοναδική φορά που έβγαινα από το σπίτι. Μετά ζήτησα να πηγαίνω 2 και μετά 3. 

Ξεκίνησα να βγαίνω έξω για να πηγαίνω στο ωδείο να διαβάσω. Μετά ζήτησα να κάνω και θεωρία της μουσικής και αργότερα, ξεκίνησα και μαθήματα τραγουδιού. Ήταν για πολύ καιρό ο μόνος λόγος που έβγαινα από το δωμάτιο μου. 

Μου πήρε αρκετό καιρό για να ξεκινήσω να βγαίνω από το σπίτι όπως και πριν. Να κάνω καινούργιους φίλους και να βρω ξανά τον εαυτό μου. Μόλις ολοκλήρωσα τα επίπεδα που χρειάζονταν για να σπουδάσω μουσική, έφυγα για σπουδές στην Αγγλία. 

Η μουσική με έσωσε. Στην κυριολεξία. Μου άπλωσε το χέρι να σηκωθώ. Με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες δυσκολίες, ανεξάρτητα από το πόσο δύσβατο και στρωμένο με αγκάθια μπορεί να φαίνεται ένα μονοπάτι, δεν είναι. 

Κι ακόμη κι αν αισθανόμαστε φυλακισμένοι μέσα στη δίνη των σκέψεων, των αναμνήσεων και των βιωμάτων μας, πρέπει να θυμόμαστε ότι πάντα υπάρχει ένα μικρό παραθυράκι. Κι όπως πολύ σοφά αναφέρει ένας στίχος από το τραγούδι “Anthem” του Leonard Cohen

“There is a crack, a crack in everything
That’s how the light gets in”

Ο καθένας μας έχει κάτι να διηγηθεί, κάτι να φοβηθεί και κάτι να κρύψει. Κι αν όλα γύρω σου μοιάζουν γκρίζα και μουντά, πάρε το πινέλο και τις νερομπογιές σου και σκόρπισε απλόχερα χρώματα παντού. Ακριβώς όπως το έκανες ως παιδί.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα