Ήταν Αύγουστος και είχαμε βρεθεί σε ένα χαλαρό ταβερνάκι για μπύρες.

Η Κ. ήταν φανερά προβληματισμένη, αλλά δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει να μου μιλάει για αυτό που την απασχολούσε. Της είπα ότι είμαι εδώ, ότι μπορώ να ακούσω τα πάντα και ότι φυσικά η συζήτηση μεταξύ μας είναι safe space. Τότε ανοίχτηκε. Όσα μου είπε εκείνο το απόγευμα, με σόκαραν πολύ. Δε νομίζω να μπορέσω ποτέ ξανά να δω την ελληνική κοινωνία – αλλά και τον τρόπο που λειτουργούν τα media με τα ίδια μάτια.

Την Κ. την γνωρίζω κάποια χρόνια μέσα από κοινές παρέες και δραστηριότητες. Πάντα ένιωθα ότι έχει περάσει δύσκολα, δεν μπορούσα όμως να φανταστώ ποτέ ακριβώς τι είναι αυτό που την έχει τραυματίσει τόσο. Εκείνο το απόγευμα του καλοκαιριού, που βρεθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας παρέα και με την Μ. να μιλάμε όλες μαζί, ήταν και το απόγευμα που θα άλλαζαν όλα.

Η Κ. ένιωσε ασφαλής και άρχισε να ανοίγεται για όσα της συνέβησαν. 

Πριν κάποια χρόνια, ένα άτομο γνωστό στη δημόσια σφαίρα, την είχε εκμεταλλευτεί σεξουαλικά με τρόπο αποτρόπαιο και παραβιαστικό. Λεπτομέρειες δεν χρειάζεται να αναφέρω, αλλά η υπόθεση είχε ήδη πάει στα δικαστήρια τη στιγμή που μοιραζόταν μαζί μας την ιστορία, χωρίς όμως κανένας να γνωρίζει τίποτα. Ή έστω, έτσι θέλαμε να πιστεύουμε.

Ταραγμένη, η φίλη μας μάς έλεγε πως φοβάται πολύ για την πορεία της υπόθεσης. Οι γονείς της δεν είχαν ιδέα για όσα της είχαν συμβεί. Επίσης, ιδέα δεν είχε, ακόμα, σχεδόν κανένα άτομο στον κοινωνικό της περίγυρο. Η Κ. ένιωθε ακόμα ντροπή και ενοχές, όπως νιώθουν πάρα πολλά θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και παραβιστικών συμπεριφορών. Και γι’ αυτό, δεν άντεχε ούτε στην ιδέα να γίνει γνωστή η ταυτότητα και το όνομά της.

“Το μυστικό σου είναι ασφαλές μαζί μας”, της είπαμε, διατηρώντας την ψευδαίσθηση ότι κάτι τέτοιο εξαρτώταν από τις δικές μας πράξεις. Η πραγματικότητα, όμως, ήρθε για ακόμη μια φορά, σκληρή και αμείλικτη να της χτυπήσει την πόρτα.

Η είδηση διέρρευσε και μαζί της και η δικογραφία. 

Λίγο καιρό μετά, τα τηλέφωνά μας χτυπούσαν ασταμάτητα, από ρεπόρτερ-κοράκια που διψούσαν για μια σταγόνα είδησης. Μέσα σε λίγες ώρες, τα κανάλια και τα site είχαν μιλήσει: Και τη σιωπή μας, ακόμα, την είχαν κάνει δήλωση.

Τα τηλέφωνα από ρεπόρτερ προς γνωστούς, φίλες, συνεργάτες της Κ. έδιναν και έπαιρναν για μέρες, μέχρι που μπόρεσαν και βρήκαν και το δικό της αριθμό. Μια παρουσιάστρια, διάσημη για την (ελλειπή) ηθική της, την κάλεσε η ίδια, και με τρεμάμενη, δήθεν συγκινημένη φωνή, της ζητούσε να μάθει πώς νιώθει, λέγοντάς της πως είναι στο πλάι της και νοιάζεται για εκείνη. Το ίδιο κιόλας απόγευμα η παρουσιάστρια έδειξε live ολόκληρη επίπλαστη στιχομυθία που είχε και καλά εξελιχθεί μεταξύ τους. 

Η Κ. έκανε μήνυση. Στην εκπομπή, στην παρουσιάστρια. Έκανε μήνυση και σε όσους έβγαλαν τη δικογραφία. Κυνήγησε, με όση δύναμη της απέμενε, την ηρεμία της, το δίκαιο, την αξιοπρέπεια. Απέναντι σε ένα μπούγιο ανθρώπων χωρίς σεβασμό και όρια. 

Η φίλη μου κλείστηκε στο σπίτι μέσα στον πανικό. Οι “δημοσιογράφοι” που με κάθε τους φράση δήλωναν το ενδιαφέρον τους για εκείνη, ήταν οι ίδιοι που είχαν διαρρεύσει τα στοιχεία της και την κυνηγούσαν με κάθε μέσο και κάθε λεπτό, μέχρι η είδηση επιτέλους να καταλαγιάσει και να δώσει τη θέση της στο επόμενο hot θέμα της επικαιρότητας.

Κι εμείς, στο πλάι, να παρακολουθούμε σαστισμένες: Τι, άραγε, σκέφτονται οι άνθρωποι αυτοί και βάζουν την καριέρα τους πάνω από κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας;

“Γιατί άργησε να μιλήσει;”, διαβάζαμε στα σχόλια κάτω από τα άρθρα. “Μα καλά, κι αυτή τώρα το θυμήθηκε;”. “Ολες τώρα κατάλαβαν ότι τις κακοποίησαν”.

Η Κ. έκλαιγε και έριχνε το φταίξιμο στον εαυτό της. “Δεν ξέρω αν έπρεπε να κινηθώ νομικά”, μου είπε σε μια στιγμή μετανιωμένη. “Δεν ξέρω αν άξιζε τον τόσο πόνο και την έκθεση”.

Να θέλω να φωνάξω και να μην ξέρω πώς και πού. 

Να θέλω να γράψω κείμενα τόσο μεγάλα που να μην τελειώνουν οι λέξεις. Για τον κόσμο αυτό που ζούμε που μας τιμωρεί είτε τολμήσουμε να μιλήσουμε είτε όχι. Μας τιμωρεί και μόνο που υπάρχουμε. Δεν ήταν όμως η ώρα τότε να το κάνω, κινδύνευα άλλωστε να την εκθέσω ακόμα χειρότερα. 

Κάποια χρόνια μετά, βρήκα λίγη από τη δύναμη που χρειαζόμουν. Να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά και να εκφράσω ένα μέρος από όλα όσα νιώθω. Για την Κ. και την κάθε Κ που, όπως εκείνη, προσπάθησε να παλέψει με τα τέρατα που την κακοποίησαν και βρέθηκε κακοποιημένη πολλαπλά από τα μέσα ενημέρωσης και, “χάρη” σ’ αυτά, την κοινωνία ολόκληρη. 

Θα μιλήσει άραγε ποτέ κανείς; Θα βάλει καμία στη θέση τους όλους αυτούς που κυνηγούν τα θύματα τόσο έντονα που τα κάνουν να μετανιώνουν που μίλησαν; Θα μπει επιτέλους με κάποιον τρόπο μια τάξη σε αυτό το χάος; 

Το να σου φέρονται παραβιαστικά και να σε εκμεταλλεύονται είναι ένας πόνος ανυπόφορος. 

Το να σε διαμπομπεύουν, να σε κυνηγούν, να σε εκθέτουν με κάθε τρόπο στα σχόλια είναι ένα νέο κεφάλαιο στην οδύνη. 

Εχουμε 2023, πλέον, και μια ακόμη είδηση που αφορά σε παραβιαστική και κακοποιητική συμπεριφορά διάσημου, βγαίνει και πάλι στη δημοσιότητα. Φερόμενος ως θύτης αυτή τη φορά ο ηθοποιός και πολιτικός Α. Γεωργούλης. Δεν περνάνε λίγες ώρες και το όνομα της γυναίκας που τον κατήγγειλε έχει διαρρεύσει από τη δικογραφία. 

Η γυναίκα αυτή ήταν ακόμη πιο άτυχη από την Κ. αφού το όνομά της δεν έφτασε μόνο στα αυτιά των ρεπόρτερ, αλλά κυκλοφόρησε σε όλες τις σελίδες και τα κανάλια – μαζί με φωτογραφίες από διάφορες περιόδους της ζωής της. “Σιγά μην ήθελε αυτή ο Γεωργούλης” διαβάζω. “Άλλη μια που θέλει να κάνει καριέρα στην πλάτη ενός διάσημου”.

Τα προσβλητικά σχόλια δίνουν και παίρνουν και η γυναίκα που κατήγγειλε, όχι στα μέσα ενημέρωσης, αλλά στα δικαστήρια την κακοποίησή της, μένει για ακόμη μια φορά απροστάτευτη απέναντι στη χυδαιότητα του κάθε σχολιαστή. Η ίδια δηλώνει στο προσωπικό της προφίλ ότι η οικογένειά της δεν είχε ιδέα για όλα αυτά πριν το θέμα γίνει δημόσιο. Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ενημέρωσης, θρέφουν το ένα το άλλο και δημιουργούν από κοινού ένα ανεξέλεγκτο και αδηφάγο τέρας. 

Το ίδιο έργο ξανά και ξανά. Ανά κάποιους μήνες κάποια ή κάποιος καταγγέλλει κακοποίηση, βιασμό, ξυλοδαρμό από κάποιο διάσημο – συνήθως – άντρα. Ακόμα και στις περιπτώσεις που το άτομο που κάνει την καταγγελία δεν επιθυμεί να μαθευτεί το όνομα ή τα προσωπικά του στοιχεία, η δικογραφία καταλήγει να βρίσκεται μαγικά στα χέρια των ρεπόρτερ και το θύμα να κρέμεται για μέρες στα μανταλάκια, να διαπομπεύεται και να επανατραυματίζεται ξανά και ξανά. 

Ας σταματήσουμε να θρέφουμε το τέρας. Ο ανθρώπινος πόνος είναι, πάνω απ’ όλα, πόνος. Και τα θύματα πρέπει να μπορούν να έχουν εξασφαλισμένα ένα ασφαλές περιβάλλον για να μπορούν να προβαίνουν σε καταγγελία, χωρίς να φοβούνται ότι αύριο η οικογένειά τους θα παρακολουθεί μαζί με όλη την Ελλάδα ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από την καταγγελία τους, συνοδευμένες με υβριστικά και χυδαία σχόλια. 

Ας κλείσουμε την τηλεόραση. Ας μην δώσουμε κλικ στα άρθρα. Ας πάρουμε πίσω τη δύναμη που παίρνουν από εμάς όλα αυτά τα μέσα. 

Για την Κ. και για κάθε Κ. 

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα