Έχουν φυλή, φύλο ή εποχή οι ραγισμένες καρδιές; Πονούν λιγότερο οι άνθρωποι στα χρόνια του μεταμοντέρνου καπιταλισμού;
Άραγε μετασχηματίζεται η οδύνη του χωρισμού ανάλογα με το σημείο του χάρτη που θα ακουμπήσει ο δείκτης στο γύρισμα της σφαίρας, όσο ο κόσμος εξελίσσεται και αλλάζουμε χιλιετίες;
Οι ανθρώπινοι δεσμοί μετασχηματίζονται μέσα στο χώρο και στο χρόνο. Ο ερωτικός λόγος διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή, από τόπο σε τόπο, όπως και οι πρακτικές της συντροφικότητας. Υπάρχει ωστόσο κάτι διαχρονικό και πανανθρώπινο. Κι αυτό είναι η θλίψη του αποχωρισμού, η πίκρα της απώλειας, η ραγισμένη καρδιά μετά από τον αποχωρισμό του πολύτιμου Άλλου.
Αν χωρίσατε πρόσφατα και νιώθετε ακόμα την καρδιά σας να πονά σε σημείο που πάει να σπάσει, αυτό έχει τόσο ιατρική όσο και ψυχαναλυτική εξήγηση. Μια μελέτη της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ στις ΗΠΑ είχε δείξει πως το σύνδρομο Takatsubo ή αλλιώς το σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς, γνωστό ως μια νοσογόνο κατάσταση καρδιακής ανεπάρκειας. Το σύνδρομο Takatsubo πλήττει συχνά ανθρώπους που έχουν βιώσει έντονο και βαθύ συναισθηματικό στρες, κάτι που συχνά συμβαίνει μετά από έναν επώδυνο χωρισμό.
Μία άλλη έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν είχε καταλήξει μάλιστα στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που υποφέρουν το σύνδρομο της «ραγισμένης καρδιάς» ενδέχεται να μην αναρρώσουν ποτέ πλήρως. Όταν ψυχολόγοι ρώτησαν τους συμμετέχοντες στην έρευνα να αξιολογήσουν είδη συναισθηματικού και φυσικού πόνου, παρομοίασαν τον πόνο του χωρισμού με τον πόνο της γέννας δίχως αναλγητικά και με τις χημειοθεραπείες.
Οι επιστήμονες μέσα από αυτή τη μελέτη απέδειξαν πως αυτό το σύνδρομο συνδέεται με μια περιοχή του εγκεφάλου στον πρόσθιο φλοιό αντιδρά στην αίσθηση του φυσικού πόνου, αλλά και στον συναισθηματικό πόνο. Το σύνδρομο Takatsubo ανακαλύφθηκε στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990, όταν ασθενείς παραπονέθηκαν για συμπτώματα που θύμιζαν καρδιακό επεισόδιο, παρότι δεν συνέτρεχαν άλλοι λόγοι.
Οι ραγισμένες καρδιές ωστόσο ανέκαθεν υπήρχαν και μάλλον πάντα θα υπάρχουν. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε αν ανατρέξουμε στην παγκόσμια λογοτεχνία, στην ιστορία, στην ελληνική μυθολογία. Πως γίνεται ωστόσο να πονάμε τόσο πολύ, όταν χωρίζουμε στην εποχή του «ανθρώπου χωρίς δεσμούς» –φράση δανεική από τον Πολωνό στοχαστή Ζίγκμουντ Μπάουμαν– όλοι εμείς που συχνά δείχνουμε να αρκούμαστε στην προσωρινότητα των συναισθημάτων, δημιουργώντας χαλαρούς δεσμούς που λύνονται εύκολα;
Οι άνθρωποι της ρευστής νεωτερικότητας έχουν την τάση να αναζητούν διαρκώς νέες ηδονές εκ του ασφαλούς για να μη ρισκάρουν το ενδεχόμενο οδύνης που εμπεριέχει ένας πραγματικός έρωτας. Δεν αφήνονται με ευκολία στον πόνο, αλλά τον καμουφλάρουν με αντίδοτα, αρνούνται τη θλίψη του αποχωρισμού, διασπώντας την προσοχή του και «καταπίνοντας το τραύμα». Αυτό δεν σημαίνει πως όταν χάνουν τον σημαντικό Άλλο δεν πονούν, αλλά πως βρίσκονται σε μια μάταιη προσπάθεια να αποφύγουν τη θλίψη.
Στην πραγματικότητα, όμως, βυθίζονται συχνά σε μια κατάθλιψη, την οποία αδυνατούν να αναγνωρίσουν, καθώς δεν αναγνωρίζουν το αντικείμενο της απώλειας ούτε σαν χαμένο, ούτε σαν μη χαμένο. Άλλοτε πάλι εμφανίζουν μια παθολογική νοσταλγία για μια παρελθούσα ευτυχία, την οποία στην πραγματικότητα δεν είναι καν σε θέση να προσδιορίσουν. Ίσως γιατί το μεγαλύτερο στοίχημα στη ζωή του ανθρώπου είναι η διαχείριση της νοσταλγίας, δηλαδή της λαχτάρας επιστροφής σε εκείνον τον γενέθλιο τόπο χαράς.
Κανένας μας δεν μπορεί αποφύγει συνεπώς τον πόνο που εμπεριέχει η απώλεια. Διότι όταν αγαπάμε κάποιον –γράφει ο Αλέν Μπαντιού– εξαρτιόμαστε από αυτόν, εξαρτιόμαστε από την απάντησή του…
Συνεπώς το σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς μας αφορά περισσότερο από ποτέ. Γιατί όσο και να προσπαθούμε να μη δεσμευόμαστε για να αποφύγουμε την πραγματική σύνδεση, όσο κι αν απωθούμε ή αρνούμαστε την ευαλωτότητά μας, δεν μπορούμε να γλιτώσουμε ούτε από τον έρωτα ούτε από τον πόνο του αποχωρισμού ενός αγαπημένου προσώπου.
Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε και να αποδεχόμαστε την απώλεια, ώστε να μην την «καταπίνουμε» και κατ’ επέκταση να και μην σωματοποιούμε. Για να καταφέρουμε να νοσταλγούμε χωρίς να νοσούμε θα πρέπει να μάθουμε να πενθούμε. Και για να να πενθούμε χωρίς να σπάνε οι καρδιές μας, θα πρέπει να μάθουμε να αποχαιρετούμε όσα χάνουμε και να μεταβολίζουμε σταδιακά τον αποχαιρετισμό σε καλωσόρισμα.
Είμαστε ο τρόπος που χωρίζουμε, ο τρόπος που αποχωριζόμαστε τον Άλλο, ο τρόπος που μπαίνουμε και βγαίνουμε από τις σχέσεις μας, σε έναν κόσμο ρευστό γεμάτο από πραγματικότητες σημαδεμένες από απώλειες και αποχωρισμούς.