Γιατί ο περιορισμός των social media στους ανηλίκους είναι ένα αναποτελεσματικό μέτρο; Τι πρέπει πραγματικά να γίνει;
Το τελευταίο διάστημα, αρκετές δυτικές χώρες γοητευτήκαν από την επιλογή της Αυστραλίας να απαγορεύσει τη χρήση των social media σε ανηλίκους κάτω των 16 ετών. Ανάμεσα σε αυτές τις χώρες είναι και η Ελλάδα, όπου ήδη από τον Δεκέμβριο ξεκίνησε να προετοιμάζεται η κοινή γνώμη για ένα αντίστοιχο μέτρο.
Η ελληνική θέση και η γνωστή συνταγή
Η αρχή έγινε από τη Σοφία Ζαχαράκη, υπουργό Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, που προανήγγειλε δεσμίδα μέτρων με στόχο τον περιορισμό χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τους ανηλίκους κάτω των 15 ετών. Στις 30 Δεκεμβρίου 2024 πραγματοποιήθηκε στο Ωδείο Αθηνών εκδήλωση για την παρουσίαση της Εθνικής Στρατηγικής Προστασίας των Ανηλίκων από τον Εθισμό στο Διαδίκτυο, στην οποία παρέστη και ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσιάζοντας την εφαρμογή parco.gov.gr και το Kids Wallet.
Αν και η πρωτοβουλία είναι σημαντική, για άλλη μία φορά τα προτεινόμενα μέτρα κινούνται στη λογική της ατομικής ευθύνης και μόνα τους είναι ανεπαρκή, καθώς είναι συμπληρωματικά και δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του. Η ελληνική πρόταση είναι μία πλατφόρμα που ενημερώνει και συμβουλεύει τους γονείς σχετικά με τα εργαλεία γονικού ελέγχου (parental control) και εισάγει το Kids Wallet, μία εφαρμογή για ταυτοποίηση των ανήλικων χρηστών. Οι δύο αυτές προτάσεις συνοδευτήκαν από την αναγκαιότητα να υπάρξουν επικοινωνία και σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ γονέων και παιδιών και την ελπίδα να εμπνεύσουν και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.
Social media και εκπαίδευση
Η ελληνική κυβέρνηση επενδύει στον «επικοινωνισμό» και προσπαθεί να πείσει πως έχει ένα σχέδιο που θα επιλύσει ένα σύνθετο ζήτημα έτσι εύκολα. Το βασικό πρόβλημα, όμως, σε ό,τι έχει να κάνει με τα social media είναι το τεράστιο έλλειμα εκπαίδευσης γύρω από αυτά και τα διάφορα φαινόμενα της επικοινωνίας.
Αν και τα παιδιά έρχονται ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους σε επαφή με την τεχνολογία, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα μάθημα έως και την τελευταία τάξη του Λυκείου που να ασχολείται αποκλειστικά με τις επιδράσεις της υψηλής τεχνολογίας, την ασφαλή εφαρμογή της, αλλά και την ενημέρωση. Τα εν λόγω ζητήματα υποβαθμίζονται σε σελίδες διάφορων άλλων εγχειριδίων που συχνά δεν εμπεριέχονται καν στη διδακτέα ύλη ή θεωρούνται -ακόμα χειρότερα- αποκλειστικά μέρος της Πληροφορικής.
Με απλά λόγια, ο όποιος κοινωνικός και ψυχολογικός χαρακτήρας τους αγνοείται εμμονικά, ενώ το κράτος κουνάει αρκετά συχνά το δάχτυλό του σε πολίτες που δεν γνωρίζουν τίποτα σχετικά με την ποιότητα της ενημέρωσης ή της ορθής χρήσης των νέων τεχνολογιών.
Δεν είναι τυχαίο πως ένα μεγάλο κομμάτι των πολιτών πέφτει συχνά θύμα τόσο της παραπληροφόρησης όσο και των ηλεκτρονικών απατών. Ανάμεσα σε αυτούς δεν είναι μόνο οι boomers, αλλά και αρκετοί νέοι που δεν είχαν το προσωπικό ενδιαφέρον ή τα ερεθίσματα για να ασχοληθούν με τα νέα μέσα και το διαδίκτυο.
Τι χρειαζόμαστε
Αρχικά, αναμόρφωση στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα με την εισαγωγή ενός σχετικού μαθήματος, ήδη από το νηπιαγωγείο. Η διαρκής ενημέρωση και εκπαίδευση των νέων παιδιών δύναται να λειτουργήσει ως μορφή «εμβολιασμού» (inoculation theory) τόσο απέναντι στις πληροφοριακές διαταραχές που είναι γνωστές στο ευρύ κοινό ως παραπληροφόρηση, όσο και στις λανθασμένες και κακές χρήσεις των νέων τεχνολογιών και των social media.
Η κλιμακωτή και διαρκής εκπαίδευση των μαθητών είναι απαραίτητη για τη θωράκιση τόσο της κοινωνίας όσο και της οικονομίας για τις επερχόμενες αλλαγές που φέρνει η τεχνητή νοημοσύνη (AI). Μέσω αυτών των μαθημάτων, τα άτομα θα είναι ικανά να αναγνωρίζουν το περιεχόμενο που έχει σχεδιαστεί από τεχνητή νοημοσύνη, όπως επίσης και να ελέγχουν με ποιοτικά κριτήρια τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τα διάφορα κανάλια επικοινωνίας.
Ένα τέτοιο μάθημα όμως δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα αν αντιμετωπιστεί εξαρχής ως εργαλειακό. Στόχος δεν είναι μόνο η πρακτική εκπαίδευση, αλλά η καλλιέργεια ενός συνολικού τρόπου σκέψης. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να γίνεται αναφορά στις κοινωνιολογικές, πολιτισμικές και ψυχολογικές προεκτάσεις της τεχνολογίας και πώς όλες αυτές συνδέονται με την πραγματική οικονομία.
Όσο συζητάμε για απαγόρευση και όρια, εμμένουμε σε αναποτελεσματικές πρακτικές του παρελθόντος. Οι ανήλικοι χρειάζονται την παρουσίαση ενός τρόπου σκέψης, ευκαιρίες και ερεθίσματα για την καλλιέργεια προστατευτικών συμπεριφορών και κατανόηση ενός ευρύτερου πλαισίου λειτουργίας του κόσμου. Η ενημέρωση δεν μπορεί να θεωρείται αποκλειστικά ατομική ευθύνη, την ώρα που τα κράτη γίνονται ολοένα και πιο ψηφιακά, αξιοποιώντας νέα εργαλεία.
Οικογένεια και ρύθμιση της τεχνολογίας
Παράλληλα, ο ρόλος της οικογένειας είναι σημαντικός. Ο γονικός έλεγχος είναι ένα χρήσιμο εργαλείο ήπιας επιτήρησης και δεν μπορεί να αναπληρώσει σε καμία περίπτωση τις διαπροσωπικές σχέσεις. Για να υπάρξει, όμως, καλύτερη σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών, οι πρώτοι θα πρέπει να έχουν περισσότερο προσωπικό χρόνο. Από τη στιγμή που στην Ελλάδα προσανατολιζόμαστε στην αύξηση του χρόνου εργασίας -αντί της μείωσης, όπως στις περισσότερες χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης- θα πρέπει να είμαστε σίγουροι πως το κενό των γονέων θα συνεχίσει να αναπληρώνεται από την τεχνολογία.
Όσο περισσότερο εξουθενώνονται οι γονείς, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το χάσμα επικοινωνίας καθώς ο ποιοτικός χρόνος με τα παιδιά μειώνεται προς όφελος της παραγωγής. Το ελληνικό κράτος μιλάει για τον ρόλο της οικογένειας, αλλά οι ευρύτερες οικονομικές πολιτικές του λειτουργούν ως αποεπένδυσή της.
Τέλος, η τεχνολογία πρέπει να ρυθμιστεί με έναν τέτοιον τρόπο που να προστατεύει τους πολίτες και όχι τις ίδιες τις εταιρείες ή να αφήνει παράθυρα για εμπορική εκμετάλλευση των ανηλίκων.
Έχουμε διαβάσει πολλές φορές για το φαινόμενο των “Sephora Kids”, δηλαδή τα σημερινά 12χρονα που λατρεύουν τις ακριβές κρέμες που απευθύνονται σε ενήλικες επιδερμίδες. Η διαμόρφωσή τους έγινε μέσα από τα αναρίθμητα φίλτρα ομορφιάς που παρέχουν οι διάφορες πλατφόρμες. Αν και το TikTok απαγόρευσε προσφάτως τη χρήση τους για τους ανήλικους χρήστες, συνεχίζει να προωθεί, μέσω του αλγορίθμου του, περιεχόμενο που εστιάζει στην αξία της καλής εικόνας και την περίοπτη κατανάλωση.
Η συνέχιση της εμπορικής αντιμετώπισης των νέων, παρά το αστείο παραπέτασμα της απαγόρευσης, είναι και αυτή που ανατροφοδοτεί το ενδιαφέρον για μία καριέρα ως influencers. Σε αυτό οι ρυθμίσεις δεν μπορούν να έρθουν μόνο από τα κράτη, αλλά και από τις ίδιες τις εταιρείες. Οι πρακτικές τους να ανασχεδιάζουν για όλο και πιο νεανικά κοινά τις συσκευασίες, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους αποκαλύπτει πως τελικά το πρόβλημα του «εθισμού» δεν οφείλεται στα ίδια τα άτομα, αλλά στον τρόπο με τον οποίο γίνεται το εμπόριο.
Εάν θέλουμε να λύσουμε, λοιπόν, το πρόβλημα των «κολλημένων» παιδιών σε μία οθόνη, θα πρέπει να έχουμε ουσιαστικές ρυθμίσεις, αναμόρφωση των αλγορίθμων και των πλατφορμών και φυσικά, προτάσεις για μία ποιοτικότερη ζωή στον πραγματικό κόσμο -για γονείς και παιδιά.