Βραχιόλι-κολλητική ταινία που κοστίζει 3 χιλιάρικα, επώνυμη τσάντα-σακούλα σκουπιδιών, NFT-εικόνα πιθήκου αξίας 3 εκατομμυρίων. Η επιδεικτική κατανάλωση ως απόρροια του σημερινού καπιταλισμού. Μέχρι που θα έφτανες για να φλεξάρεις ότι έχεις λεφτά;
Στην φετινή εβδομάδα μόδας του Παρισιού έκανε την εμφάνισή του το νέο βραχιόλι του οίκου Balenciaga. Ήταν μια κολλητική ταινία – ναι, αυτή που αγοράζουμε από το σούπερ μάρκετ με 2 ευρώ – και έφερε πάνω της το λογότυπο του brand.
Το συγκεκριμένο αντικείμενο δεν τράβηξε πολλή προσοχή στην πασαρέλα, παρά μόνο όταν ανέβηκε στο e-shop δίπλα στην αδιανόητη τιμή των 3μιση χιλιάδων δολαρίων. Για ακόμα μια φορά, η Balenciaga προκαλεί.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η συγκεκριμένη εταιρεία λανσάρει παράξενα προϊόντα σε υπερβολικά υψηλές τιμές. Το 2017 είχε κυκλοφορήσει μια τσάντα, ολόιδια με την μπλε τσάντα των ΙΚΕΑ, ωστόσο η συγκεκριμένη δεν κόστιζε 99 λεπτά όπως η αυθεντική, αλλά 2 χιλιάδες δολάρια.
Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε μια δερμάτινη τσάντα παρόμοια στην όψη με σακούλα σκουπιδιών στην τιμή των 1.950 δολαρίων, με τον creative director Demna Gvasalia να εξηγεί: «ήθελα να δημιουργήσω την πιο ακριβή σακούλα σκουπιδιών».
Παρά τα αμέτρητα αμφιλεγόμενα προϊόντα αλλά και το σκάνδαλο που ξέσπασε πριν 2 χρόνια, μετά την καμπάνια που περιλάμβανε μικρά παιδιά με σαδομαζοχιστικά props και που οδήγησε σε μαζικό κάλεσμα για cancel, η Balenciaga αποτελεί ακόμα σήμερα μια από τις πιο πετυχημένες εταιρείες και τα προϊόντα της άπιαστο όνειρο για πολλές/ούς.
Το 2016, ο Kanye West κυκλοφόρησε ένα κυριολεκτικά σκισμένο πουλόβερ στην τιμή των 2,243 δολαρίων, η Jil Sander λάνσαρε χάρτινη σακούλα στα 290 δολάρια, η Prada έβγαλε έναν συνδετήρα 185 δολαρίων, ενώ η Apple πανάκι καθαρισμού στα 19.
«Βρισκόμαστε σε κοινωνικό πείραμα;» αναρωτιούνται οι επικριτές των παραπάνω που υποστηρίζουν πως ίσως όλα αυτά είναι ένα τεστ για το μέχρι που θα φτάναμε στο όνομα του υπερκαταναλωτισμού.
Άλλες/οι ήδη βρίσκονται στο κατάστημα και πληρώνουν την δεκαπλάσια τιμή για κάτι που μπορείς πανεύκολα να βρεις σε κατάστημα της γειτονιάς. Όλες/οι γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν πληρώνεις το πανάκι ή τον συνδετήρα αλλά το brand. Και ένα μέρος του κόσμου ξοδεύει τεράστια ποσά απλά και μόνο για να φλεξάρει ότι μπορεί.
Πριν λίγους μήνες, ξέσπασε φρενίτιδα στις ΗΠΑ με αυτό που φαίνεται να είναι το προϊόν της χρονιάς, το Stanley Cup που δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα επαναχρησιμοποιούμενο θερμός σε διάφορα χρώματα. Η ιδιαιτερότητά του οφείλεται στην τιμή του που ξεκινάει από τα 30 και φτάνει τα 170 δολάρια, ενώ η δημοφιλία του γεμίζει τα καταστήματα Target, με τους καταναλωτές να στήνονται σε ουρές από το προηγούμενο βράδυ πριν κυκλοφορήσει νέα κολεξιόν και να πιάνονται στα χέρια, προκειμένου να τα αποκτήσουν.
Το φλεξάρισμα δεν γίνεται όμως πάντα προκλητικά και με θόρυβο ούτε προέρχεται αποκλειστικά από νεόπλουτους.
Για πολλά χρόνια, brands όπως η Rolex και η Hermes πωλούσαν τα προϊόντα τους σε τιμές και με μεθόδους που απευθύνονταν σε πολύ λίγες/ους, και συνεχίζουν ακόμα σήμερα.
Η Birkin bag, η minimal μονόχρωμη τσάντα του οίκου Hermes, κοστίζει από 10 χιλιάδες δολάρια μέχρι εξαψήφια ποσά και για να την αποκτήσεις δεν αρκεί απλά να μπεις σε ένα κατάστημα. Απαιτείται μια μεγάλη διαδικασία κατά την οποία η/ο ενδιαφερόμενη/ος μαθαίνει την ιστορία της εταιρείας, ενώ πρέπει παράλληλα να είναι πιστή/ός πελάτισσα/ης και φυσικά πλούσια/ος. Τα παραπάνω αποτελούν ήσυχα status symbols, αλλά έχουν και πάλι τον ίδιο στόχο.
Ο όρος «επιδεικτική κατανάλωση» αποδίδεται στον οικονομολόγο Thornstein Veblen και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το γεγονός ότι οι καταναλωτές δεν λαμβάνουν αποφάσεις αγοράς με ορθολογικά κριτήρια, αλλά με βάση κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Υποστήριζε πως η αγορά ακριβών αντικειμένων είναι ο τρόπος μας να επικοινωνήσουμε το κοινωνικό μας status στους υπολοίπους και φυσικά να τους εντυπωσιάσουμε.
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Pierre Bourdieu το πήγε ένα βήμα παρακάτω και πρόσθεσε πως η αγορά ακριβών αντικειμένων αποσκοπεί και στο να αποκτήσουμε μια απόσταση από τις χαμηλότερες τάξεις.
Σήμερα, το φλεξάρισμα είναι παντού γύρω μας. Παρά το αυξανόμενο επίπεδο της φτώχειας, τους πολέμους και τα άπειρα προβλήματα της ζωής, η επιθυμία μας να ξεχωρίσουμε λόγω της ικανότητας να αγοράσουμε κάτι ακριβό, υπερισχύει. Ακόμα και αν αυτό είναι κάτι χωρίς λειτουργική αξία, όπως για παράδειγμα η εικόνα ενός πιθήκου.
Η υπερ-ψηφιοποίηση της εποχής έχει φέρει στο προσκήνιο ακόμα ένα άλλο status symbol, τα NFTs. Τα NFTs (non-fungible tokens) είναι ουσιαστικά μοναδικά ψηφιακά αγαθά που περιέχουν πληροφορίες αποθηκευμένες σε κρυπτογραφημένη αλυσίδα καταχωρίσεων, δηλαδή blockchain. Κάθε NFT περιέχει μοναδική υπογραφή, καθιστώντας το αυθεντικό, και η αξία του καθορίζεται από την σπανιότητα, αλλά και την ζήτησή του.
Ίσως τα πιο δημοφιλή NFTs είναι τα Bored Apes, μία συλλογή εικόνων ενός πιθήκου με διαφορετικά ρούχα και αξεσουάρ με τιμή από μερικές δεκάδες μέχρι εκατομμύρια δολάρια. Το ακριβότερο Bored Ape πωλήθηκε έναντι 3,4 εκατομμυρίων δολαρίων. Η απόκτησή τους δεν εξυπηρετεί κάποια ανάγκη παρά μόνο την επίδειξη της οικονομικής ικανότητας και ανωτερότητας (και φυσικά το ενδεχόμενο να πωληθεί αργότερα για περισσότερα χρήματα).
Ποιο είναι το κοινό σε όλα τα παραπάνω; Είτε πρόκειται για διαχρονικά αντικείμενα, είτε για μια μόδα της στιγμής, είτε μπορούμε να τα αγοράσουμε χωρίς δεύτερη σκέψη, είτε αποταμιεύουμε μια ζωή γι’ αυτά, πίσω από όλα κρύβεται η υπερκαταναλωτική μας μανία και φυσικά το καπιταλιστικό όνειρο του πλούτου.
Και η υπεροχή του σήμερα για πολλούς/ές είναι δυστυχώς αδιαμφισβήτητη.