Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Στέργιο Πάσχο, εν αναμονή των αποκλειστικών προβολών της νέας του ταινίας, «Λούλα LeBlanc, στον κινηματογράφο Cinobo Πατησίων, από τις 24 Φεβρουαρίου, μετά την πρεμιέρα της στο 65ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ο σκηνοθέτης των βραβευμένων ταινιών «Άφτερλωβ» και «Ο Τελευταίος Ταξιτζής» διακρίνει τις ταινίες σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτές που δημιουργεί κανείς και σ’ αυτές που του συμβαίνουν. Η τρίτη μεγάλου μήκους του Στέργιου Πάσχου, «Λούλα LeBlanc» ανήκει ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία.

Πολλά τα εμπόδια μέχρι να ολοκληρωθεί, ελάχιστα τα χρήματα και οι ημέρες γυρίσματος, μέσα στη δεύτερη καραντίνα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης θυμάται αυτά τα γυρίσματα ως ό,τι πιο δύσκολο είχε φέρει εις πέρας μέχρι τότε, αλλά ταυτόχρονα μαγικό. «Φτάναμε κάθε φορά στον χώρο και ένιωθα ότι συμμετέχουμε σε μια μυσταγωγία τελείως δική μας, ενώ η πόλη κοιμόταν».

Η αφίσα της ταινίας σε σύνθεση Γιώργου Γούση

Η ιστορία της «Λούλα LeBlanc» τοποθετείται σε δύο μέρες του Σεπτεμβρίου του 1999.

26 Σεπτεμβρίου 1999
Ο Αλέκος (εξαιρετικός στη λιτότητά του ο Θανάσης Παπαγεωργίου) είναι νεκρός. Η έφηβη εγγονή του, Μαργαρίτα (Δανάη Νίλσεν), αρνείται πεισματικά να πάει στην κηδεία και εκμεταλλεύεται την απουσία των γονιών της για να οργανώσει ένα αυτοσχέδιο πάρτι στο σπίτι.

Τρεις μέρες πριν
Χωρίς να γνωρίζει πως πρόκειται για το τελευταίο του βράδυ, ο Αλέκος παρευρίσκεται σε μια συγκέντρωση παλιών φίλων, με αφορμή τα γενέθλια της Λούλας (Michele Valley), του πρώτου του έρωτα, η οποία τώρα πάσχει από άνοια.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας “Λούλα LeBlanc”, Στέργιος Πάσχος. Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Στις ταχύτητες που επιβάλλουν οι μόλις 14 μέρες γυρίσματος για μια μεγάλου μήκους ταινία, ο Στέργιος Πάσχος πιστεύει ότι είτε καταρρέεις υπό το βάρος της πίεσης, είτε συντονίζεσαι απόλυτα με το ένστικτό σου και τα ζητούμενα της κάθε στιγμής.

Ευτυχώς, στην ομάδα της «Λούλα LeBlanc» συνέβη το δεύτερο, όπως λέει ο σκηνοθέτης. Στο μοντάζ, ο Στέργιος Πάσχος ένιωσε να εξερευνά το «κρυφό, ψιθυριστό παραλήρημα» του υλικού που προέκυψε, στο οποίο ελπίζει να κάνει κοινωνό τον θεατή, στις αποκλειστικές προβολές που θα πραγματοποιηθούν στο Cinobo Πατησίων από τις 24 Φεβρουαρίου, παρουσία του σκηνοθέτη και των συντελεστών της ταινίας.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Μετά από 7 μικρού μήκους ταινίες και 3 μεγάλου μήκους, βλέπετε έναν κοινό άξονα, ένα μεγαλύτερο ερώτημα που διατρέχει αρκετές από τις δουλειάς σας;

Όλα αυτά τα χρόνια δεν το είχα σκεφτεί, αλλά φέτος, εντελώς συμπτωματικά, ήρθε στο μυαλό μου ενώ έψαχνα κάτι άλλο. Νομίζω πως η απώλεια βρίσκεται στον πυρήνα κάθε ταινίας.

Κάποιος θάνατος -κυριολεκτικός ή μεταφορικός- συμβαίνει, και τότε αρχίζει μια ιστορία. Ακόμα δεν ξέρω γιατί μου συμβαίνει αυτό. Ίσως το ανακαλύψω σε είκοσι χρόνια.

Η «Λούλα LeBlanc» είναι μια ταινία για…

…τους ανθρώπους που χάθηκαν απ’ τη ζωή μας και τους ξανασυναντάμε σαν υπνοβάτες στα όνειρα μας.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Ποια ήταν η δική σας αφετηρία για να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία;

Η κεντρική ιδέα του πρώτου μέρους, όταν μου την αφηγήθηκε η συνεργάτις μου στο σενάριο, Αντζελίκα Κατσά. Θυμάμαι ότι μόλις άκουσα την ιστορία σε τρεις γραμμές, κατάλαβα αμέσως ότι έχω ερωτευτεί.

Πώς θα θέλατε να αφηγείστε τη ζωή σας στον εαυτό σας, όταν φτάσετε στην ηλικία του ήρωά σας;

θα ήθελα να μην αφηγούμαι την ζωή, αλλά να την ζω όπως τώρα. Ευσεβείς πόθοι!

Ο χρόνος φαίνεται να παίζει κεντρικό ρόλο στην αφήγηση. Πώς αποφασίσατε να δομήσετε την ιστορία ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και την υπόσχεση του μέλλοντος που προσωποποιεί η εγγονή του Αλέκου, Μαργαρίτα;

Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας μιας ταινίας, συμβαίνουν πάρα πολλά πράγματα που είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς αργότερα. Συχνά, παίρνεις αποφάσεις χωρίς να ξέρεις το γιατί ή, πολλές φορές, χωρίς καν να συνειδητοποιείς ότι τις παίρνεις.

Τώρα που με ρωτάτε, το σκέφτομαι κι εγώ, αλλά δεν νομίζω πως μπορώ να καταλήξω σε μια ικανοποιητική απάντηση. Ούτε είχα σκεφτεί ποτέ ότι στο πρόσωπο της Μαργαρίτας προσωποποιείται το μέλλον.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Ποια ήταν η πιο έντονη στιγμή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της «Λούλα LeBlanc»;

Νομίζω πως ήταν η σκηνή όπου η Μισέλ (Michele Valley) τραγούδησε για πρώτη φορά το τραγούδι. Στο σενάριο, ήταν μια σκηνή που εύκολα θα μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια και να βγει φτηνή.

Αρκετοί μου είχαν πει να την κόψω ή να την αλλάξω, αλλά μέσα μου είχα την πεποίθηση ότι μπορούσαμε να τα καταφέρουμε και να ισορροπήσουμε στις λεπτές αποχρώσεις που απαιτούσε. Ήξερα σίγουρα πως ήθελα να το δοκιμάσω.

Το πρώτο πλάνο που γυρίσαμε ήταν ένα πολύ σφιχτό τριπλό γενικό με έναν ακραίο τηλεφακό. Η σκηνή είχε μεγάλη διάρκεια, και είχα αποφασίσει να κάνουμε πρόβα μόνο μέχρι ένα σημείο—ώστε να ξέρουμε όλοι τι γίνεται τεχνικά—και να την αφήσω να εξελιχθεί πλήρως μόνο τη στιγμή που θα τη γυρίζαμε.

Είπα «πάμε» και επικράτησε απόλυτη σιγή στον χώρο. Η Μισέλ και η Μαρία μπήκαν αργά και κάθισαν αριστερά και δεξιά του Θανάση. Η σκηνή άρχισε να ξεδιπλώνεται μεθοδικά, με έναν δικό της ρυθμό. Η πρώτη λήψη κράτησε δεκατέσσερα λεπτά.

Όταν είπα «στοπ», ένιωθα το αίμα να βουίζει στο κεφάλι μου. Σήκωσα το βλέμμα και είδα το συνεργείο γύρω μου με δάκρυα στα μάτια. Κατάλαβα αμέσως ότι θα τα καταφέρναμε.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Έχετε πει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν χίλιοι λόγοι για να μην κάνεις ταινία και μόνο ένας για να κάνεις. Τι είναι αυτό που σας κινεί και συνεχίζετε παρά το ότι όλα είναι εναντίον του κινηματογραφικού δημιουργού στην Ελλάδα;

Η ταινία είναι αυτή που κάθε φορά με κινεί. Όταν έρθει μια ιδέα που επιμένει, δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορώ να την διαχειριστώ.

Έχει χρειαστεί να κάνετε διαφορετικές δουλειές, καθαρά για βιοποριστικούς λόγους; Υπήρξε περίοδος που σκεφτήκατε σοβαρά να μην κάνετε επόμενη ταινία;

Ναι, φυσικά. Συνέχεια δουλεύω κάπου άλλου, σχεδόν κανείς σκηνοθέτης και σεναριογράφος δεν βιοπορίζεται από το σινεμά στην Ελλάδα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, νομίζω πως είναι απολύτως υγιές να σκέφτεται κανείς να σταματήσει. Εγώ προσωπικά το σκέφτομαι κάθε φορά που τελειώνω μια ταινία και μέχρι να μου έρθει η ιδέα για την επόμενη.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Σε μια υποθετική συνθήκη όπου θα σας καλούσαν από τον καινούριο φορέα (ΕΚΚΟΜΕΔ), τι προτάσεις θα είχατε «για να ενισχυθεί η ελληνική κινηματογραφική παραγωγή», κατά την αγαπημένη έκφραση του πολιτικού προσωπικού;

Θα έριχνα όλο το βάρος στη διανομή, ιδρύοντας ταινιοθήκες που θα προβάλλουν αποκλειστικά ελληνικό κινηματογράφο -σύγχρονο και κλασικό- σε όλη την Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις της επαρχίας.

Παράλληλα, θα δημιουργούσα ένα πλήρως αποκατεστημένο ψηφιακό αρχείο με ολόκληρη την κινηματογραφική κληρονομιά της χώρας, στο οποίο θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση όλοι με ένα μικρό αντίτιμο.

Φωτογραφία: Γιάννης Μποζιάρης

Από την εμπειρία μου μέχρι στιγμής, έχω διαπιστώσει ότι υπάρχουν πολλοί θεατές που αγαπούν τις ελληνικές ταινίες και τις αναζητούν μανιωδώς. Δυστυχώς, όμως, η πρόσβαση σε αυτές είναι εξαιρετικά περιορισμένη.

Και αυτό είναι κρίμα -αφενός, γιατί οι ταινίες φτιάχνονται για να προβάλλονται, όχι για να σαπίζουν στα ντουλάπια, και αφετέρου, γιατί πρόκειται για χαμένα έσοδα. Αντί να επιστρέφουν στην παραγωγή, καταλήγουν σε πειρατικά sites, όπου οι ταινίες προβάλλονται στη χειρότερη ποιότητα.


* Η φωτογράφιση του Στέργιου Πάσχου πραγματοποιήθηκε στον κινηματογράφο Cinobo Πατησίων, 28ης Οκτωβρίου 79, Αθήνα 104 34

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΡΟΒΟΛΩΝ

ΠΡΕΜΙΕΡΑΔευτέρα 24 Φεβρουαρίου, 21:30 

• Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου19:45 

• Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου19:45 

• Σάββατο 1η Μαρτίου21:45 

• Πέμπτη 6 Μαρτίου19:30

• Τρίτη 11 Μαρτίου22:00

Για εισιτήρια, πατήστε ΕΔΩ

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
1
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα