ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ

Πώς ορίζεται ο συναισθηματικός υπερκαταναλωτισμός και πώς διαχωρίζεται από τις φυσιολογικές αγορές;

Οι αγορές είναι μια ιδιαίτερα δημοφιλής ενασχόληση, ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τις θηλυκότητες. Αν μη τι άλλο, βέβαια, όλ@ θέλουμε να είμαστε καλοντυμέν@ και να έχουμε ποικιλία από ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ στη γκαρνταρόμπα μας. Εκτός αυτού, πολλ@ λατρεύουν τα διακοσμητικά για το σπίτι ή τα gadgets που κάνουν τη ζωή μας ένα τσακ πιο εύκολη. Επομένως, κατά γενική ομολογία, τα ψώνια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας.

Τι γίνεται, όμως, όταν χάνεται το μέτρο;

Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυκλοφορεί ένα πασίγνωστο meme, το οποίο θέτει το εξής ερώτημα: «Θα στείλει ή θα αναγκαστώ να παραγγείλω παπούτσια;»

MEME

Παρ’ όλο που μπορεί να προκαλέσει γέλιο ένα τέτοιο meme στην αρχή, σε δεύτερη ανάγνωση δημιουργούνται αρκετές σκέψεις. Ειδικότερα: Πώς συνδέεται ένα φλερτ με μία αγορά; Γιατί παρακινούμαστε να αγοράσουμε κάτι – που πιθανότατα δεν χρειαζόμαστε – επειδή δεν έστειλε μήνυμα το ενδιαφερόμενο πρόσωπο;

Μήπως η σύνδεση αυτών των δύο καταστάσεων προμηνύει κάποιο ζήτημα;

Φυσιολογικές αγορές VS συναισθηματικός υπερκαταναλωτισμός

Κάπως έτσι, μπορούμε να παραδεχτούμε πως υπάρχουν τέτοιου είδους περιστάσεις, κατά τις οποίες καταφεύγουμε σε αγορές, με την ελπίδα ότι έτσι θα καλύψουμε κάποιο συναισθηματικό κενό. Το κενό αυτό μπορεί να ακούει σε πολλά ονόματα: Χωρισμός, διαμάχη, προκλήσεις στη δουλειά, κακές επιδόσεις στην εξεταστική.

Σημασία έχει πως οι αγορές καλούνται να αναλάβουν χρέη ψυχοθεραπείας, ακόμη κι αν όλο αυτό είναι απλώς μία φούσκα και τίποτα παραπάνω. 

Διότι, βαθιά μέσα μας ξέρουμε πολύ καλά ότι το συναίσθημα της ευφορίας που μας γεννάται όταν αγοράζουμε ένα καινούργιο ζευγάρι μπότες, είναι ξεκάθαρα περιστασιακό. Κι όταν ξεθωριάσει, επιδιώκουμε να συνεχίσουμε τις αγορές προϊόντων που πιθανότατα δεν χρειαζόμαστε απαραίτητα, μόνο και μόνο για να καλύψουμε όπως-όπως ένα συναισθηματικό κενό.

Αυτός, λοιπόν, είναι ο συναισθηματικός υπερκαταναλωτισμός, τον οποίο συναντάμε αρκετά συχνά στις δυτικές κοινωνίες. Και η ειδοποιός διαφορά από τις φυσιολογικές αγορές είναι το κίνητρο. Αν, δηλαδή, αγοράσουμε ένα τζιν παντελόνι, επειδή αυτό που είχαμε σκίστηκε, τότε η αγορά αυτή είναι κάτι παραπάνω από εύλογη.

Από την άλλη, αν αγοράσουμε πέντε τζιν επειδή «έχουμε τις μαύρες μας», τότε μιλάμε ξεκάθαρα για συναισθηματικό υπερκαταναλωτισμό. Κι εκτός από την (εξ ορισμού) προβληματική διάσταση τέτοιων κινήσεων, οι πράξεις αυτές είναι επιζήμιες και για τον τραπεζικό μας λογαριασμό.

Ποια είναι η θέση της επιστήμης;

Ήδη από το 1800, είχε διαπιστωθεί μέσα από επιστημονικές έρευνες ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στην υπερβολική κατανάλωση και στην ψυχική ευεξία. Συγκεκριμένα, το 1899, ο Αμερικανός οικονομολόγος, Veblen, αποκάλυψε ότι οι άνθρωποι «ζούσαν σε εποχές συσσώρευσης πλούτου και επικρατούσε τεράστιο πνεύμα ανταγωνισμού, χωρίς ωστόσο να σημειώνεται αύξηση στα επίπεδα της ευημερίας».

Αυτή η παρατήρηση εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά σχετική με την κοινωνία μας και το πώς ζούμε σήμερα.

Η ιστορία που προβάλλεται μέσα από τη σύγχρονη έρευνα είναι πολύ παρόμοια. Ο Tim Kasser, ένας καταξιωμένος ψυχολόγος και γνωστός για το έργο του στον υλισμό και την ευημερία, παρατηρεί ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ του υπερκαταναλωτισμού και των αυξημένων επιπέδων άγχους και κατάθλιψης.

Εκτός αυτού, διαπίστωσε ότι όταν οι άνθρωποι έδιναν προτεραιότητα σε υλιστικούς στόχους, έτειναν να έχουν κακή ευημερία. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, είχαν χαμηλότερα επίπεδα ευτυχίας και ικανοποίησης. Ταυτόχρονα, καλούνταν να αντιμετωπίσουν περισσότερα ζητήματα ψυχικής υγείας, όπως το άγχος και η κατάθλιψη. Παρατήρησε, επίσης, ότι συμπεριφέρονταν διαφορετικά. Ήταν πιο χειριστικοί και ανταγωνιστικοί απέναντι στους άλλους, ενώ δεν διακρίνονταν από ιδιαίτερη ενσυναίσθηση.

Πώς γίνεται αντιληπτό ότι ο συναισθηματικός υπερκαταναλωτισμός κρούει τη θύρα;

Ευτυχώς, ο συναισθηματικός υπερκαταναλωτισμός αφήνει τα ίχνη του, οπότε μπορούμε να τα εντοπίσουμε αρκετά εύκολα. Το βασικότερο είναι να αναλογιστούμε αν πραγματικά χρειαζόμαστε ένα προϊόν ή αν το βάζουμε στο καλάθι των αγορών μας, επειδή έτσι θεωρούμε ότι θα νιώσουμε καλύτερα – ακόμη κι αν δεν μας είναι απαραίτητο.

Καταπολεμώντας τον συναισθηματικό υπερκαταναλωτισμό

Μια καλή πρόταση για να ξεφύγουμε από τη μάστιγα του υπερκαταναλωτισμού, είναι να αγοράζουμε στοχευμένα. Αυτό σημαίνει, οργάνωση. Αν αισθανόμαστε ότι υπάρχει πιθανότητα να παρασυρθούμε και να αγοράσουμε μέχρι και τις κρεμάστρες από τα μαγαζιά, τότε μία λίστα θα λειτουργήσει ως σωτήρια λέμβος.

Προτού επισκεφθούμε τα καταστήματα, μπορούμε να κάνουμε μια εμπεριστατωμένη ανασκόπηση της γκαρνταρόμπας, του σπιτιού και των προσωπικών μας αντικειμένων και κατόπιν, να δημιουργήσουμε μία λίστα με πιθανές ελλείψεις. Με αυτό τον τρόπο, είναι αρκετά δύσκολο να γίνουν ατασθαλίες.

Εκτός αυτού, μπορεί να οριστεί ένα πλαφόν στο budget. Αναλογικά, δηλαδή, με τα έσοδά μας, είναι έξυπνο να ορίζουμε (έστω κατά προσέγγιση) ένα ποσό, το οποίο θα δαπανάται για προσωπικές αγορές. Συνδυαστικά δε με τη λίστα που προαναφέρθηκε, οι υπερκαταναλωτικές κινήσεις θα μειωθούν στο ελάχιστο.

Συν τοις άλλοις, η υιοθέτηση τέτοιων πρακτικών έχει ως φυσικό επακόλουθο και την καλύτερη διαχείριση των οικονομικών.

Μέτρον άριστον

Η πασίγνωστη ατάκα που προέρχεται από την αρχαιότητα και, οριακά, σχετίζεται με τα πάντα: Μέτρον άριστον. Σαφώς, η αίσθηση της απόκτησης ενός νέου αντικειμένου αφυπνίζει αισθήματα, όπως ο ενθουσιασμός και η χαρά.

Εντούτοις, χρειάζεται πάντα να θυμόμαστε ότι το αίσθημα της χαράς, μακροπρόθεσμα, δεν βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις αγορές. Αντιθέτως, μπορεί να θεωρηθεί ως μια ψευδαίσθηση, καθώς δεν λειτουργεί επουλωτικά στο εκάστοτε συναισθηματικό κενό, αλλά επιφανειακά.

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
1
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα