Τα Τέμπη, δύο χρόνια μετά, συνεχίζουν και παράγουν πλήθος συναισθημάτων, έχοντας και μία συγκινησιακή διάσταση. Τι χρειάζεται να ξέρουμε γι’ αυτό;
Στις 28 Φεβρουαρίου του 2023, αλλεπάλληλα έκτακτα δελτία μετέφεραν λεπτομέρειες από ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα που έγινε στις 23:21 στα Τέμπη. Θυμάμαι πως οι σχετικές ανακοινώσεις γίνονταν με τεράστια προσοχή, καθώς δεν υπήρχαν ακόμη αρκετές λεπτομέρειες.
Λίγη ώρα αργότερα, οι δημοσιογράφοι μιλούσαν με θλίψη για το δυστύχημα, καθώς επιβεβαιώθηκε πως υπήρχαν εν τέλει θύματα. Κανένας δεν φανταζόταν πως εκείνη τη βραδιά είχε συμβεί το πιο θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας με 57 θύματα.
Τι είναι το συλλογικό τραύμα;
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα έντονο και δυσάρεστο γεγονός, που πλήθος αρνητικών συναισθημάτων, τα οποία πέρα της υψηλής έντασης, έχουν μεγάλη διάρκεια στον χρόνο και δημιουργούν κρίση νοήματος στην ομάδα που το βιώνει.
Οι τραυματικές μνήμες που συγκροτούν το συλλογικό τραύμα δεν χρειάζεται πάντα να είναι βιωμένες πρωτογενώς. Αντιθέτως, η ψυχολογική αποτύπωση είναι τέτοια που οδηγεί τα άτομα σε μία συνεχή ανασύνθεση του τραύματος με σκοπό να γίνει κατανοητό.
Στην πράξη, ένα συλλογικό τραύμα, υπερβαίνει την αντίληψή μας για τον κόσμο, αποδομεί το αίσθημα ασφάλειας που είναι αναγκαίο για κάθε μορφή κοινωνικής σύνθεσης και οδηγεί σε επανερμηνεία της πραγματικότητας με κυρίαρχα συναισθήματα όπως: ευαλωτότητα, ντροπή, φόβος, θυμός, εξουθένωση, απώλεια, δυσφορία και ταπείνωση.
Αν και έχουμε ζήσει αντίστοιχες εθνικές τραγωδίες με αρκετά θύματα όπως το Εξπρές Σάμινα, την Helios Airways, τη Μάνδρα και παλαιότερα το Δερβένι, οι παραπάνω περιπτώσεις δεν μπορούν να λογιστούν σήμερα ως συλλογικά τραύματα, διότι δεν κατάφεραν να έχουν αντοχή στον χρόνο και να επηρεάσουν σε τόσο μεγάλο βαθμό.
Αντιθέτως στη συλλογική μνήμη το Μάτι, η Marfin και ο Γρηγορόπουλος αποτελούν συλλογικά τραύματα, διότι ικανοποιούν τα παρακάτω κριτήρια: α) διατηρούν αντοχή στον χρόνο, β) συνοδεύονται από πλήθος έντονων αρνητικών συναισθημάτων, εκ των οποίων πολλά από αυτά δεν έχουν βρει επίλυση μέχρι και σήμερα και γ) η ανάμνησή τους συνδέεται αυτόματα με την αμφισβήτηση του αισθήματος ασφάλειας.
Τα Τέμπη ως συλλογικό τραύμα
Αν και το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού δεν είχε άμεση επαφή με τις κοινωνίες στις οποίες ζούσαν τα θύματα του δυστυχήματος των Τεμπών, το μέγεθος της τραγωδίας και η διαμεσολαβημένη προβολή ήταν αρκετά, ώστε να δημιουργήσουν τα απαραίτητα κριτήρια για τις σχετικές ταυτίσεις και την καλλιέργεια επώδυνων αναμνήσεων.
Η ξαφνική απώλεια αρκετών νέων ανθρώπων και η συνειδητοποίηση πως η ασφάλεια των μετακινήσεων δεν είναι δεδομένη είναι ο νοηματικός πυρήνας της όλης υπόθεσης. Σε αυτό προστέθηκαν δύο ακόμη στοιχεία: η πολιτική αμέλεια και η κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στον θεσμό της Δικαιοσύνης.
Από τις πρώτες ημέρες του δυστυχήματος μέχρι και σήμερα, αναπαράγεται το απόσπασμα του τότε υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Καραμανλή, ο οποίος σε ομιλία του στη Βουλή στις 20 Φεβρουαρίου 2023 διαβεβαίωνε για την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μετακινήσεων της χώρας και χαρακτήριζε ως «ντροπή» τις αμφιβολίες που είχαν εκφραστεί.
Αυτό το περιστατικό ήταν ο λόγος που τα Τέμπη για πολλούς δεν θεωρούνται μονάχα ένα απλό δυστύχημα, αλλά μία κρατική δολοφονία που εύκολα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν είχαν ληφθεί υπόψη οι σχετικές προειδοποιήσεις και είχαν υλοποιηθεί τα αναγκαία έργα γύρω από την ασφάλεια.
Αν και βασικός υπόλογος θεωρείται ο εν λόγω υπουργός, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως σημαντικές ευθύνες καταλογίζονται και στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, τα Τέμπη από μία εθνική τραγωδία μετασχηματίζονται σε ένα γεγονός που δημιουργεί πλήθος σύνθετων πολιτικών συναισθημάτων, με κυρίαρχη την αμφισβήτηση απέναντι στους πολιτικούς και τους θεσμούς.
Παρά το γεγονός πως η Δικαιοσύνη, διαχρονικά, καταγράφει χαμηλή εμπιστοσύνη, τα ευρήματα των πρόσφατων ερευνών είναι συντριπτικά για την εικόνα το θεσμού αν σκεφτούμε πως το 71% (Metron Analysis) και αντίστοιχα το 72% (ALCO) των πολιτών θεωρεί πως υπάρχει προσπάθεια συγκάλυψης στην υπόθεση των Τεμπών.
Αντίστοιχα, το 68% (Prorata) θεωρεί πως δεν θα αποδοθεί στο τέλος δικαιοσύνη. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, όμως, είναι πως αυτή η πεποίθηση δεν εντοπίζεται μονάχα στους ψηφοφόρους της αντιπολίτευσης, αλλά σταδιακά έχει αρχίσει να γίνεται αποδεκτή και από ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, καθώς το 43% αποδέχεται την παραπάνω θέση, ενώ μόλις το 36% θεωρεί πως δεν έχει γίνει κάποια ενέργεια συγκάλυψης από την κυβέρνηση (ALCO).
Παράλληλα, το 81% του συνόλου των ερωτηθέντων στην έρευνα της ALCΟ, θεωρεί πως παρά το δυστύχημα των Τεμπών η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να καταστήσει ασφαλή τα ταξίδια με τρένα. Αυτό, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, καθώς μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια, έχουμε δει ξανά ειδήσεις σχετικά με εκτροχιασμούς αμαξοστοιχιών, ανοιχτές μπάρες σε διαβάσεις πεζών και οχημάτων την ώρα που περνάει τρένο και παράλληλη κίνηση δύο αμαξοστοιχιών στην ίδια γραμμή, όπως και στο δυστύχημα στα Τέμπη.
Τα εν λόγω περιστατικά λειτουργούν ως συνεχείς υπενθυμίσεις του τραύματος και εντείνουν το αίσθημα ανασφάλειας. Αυτό ακριβώς εντοπίζεται και στα δύο συνθήματα «από τύχη ζούμε» και «πάμε και όπου βγει». Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το «δεν έχω οξυγόνο» από τα ηχητικά ντοκουμέντα που βγήκαν στη δημοσιότητα με τις τελευταίες στιγμές των θυμάτων πριν πεθάνουν από την πυρκαγιά.
Ο ρόλος της οργής
Τα συναισθήματα αποτελούν έναν μηχανισμό που υποδεικνύει δράση στο άτομο, ενώ οι άνθρωποι ποτέ δεν νιώθουν ένα και μοναδικό συναίσθημα. Αντιθέτως, τις περισσότερες φορές συνυπάρχουν τουλάχιστον δύο με τρία συναισθήματα, εκ των οποίων κάποια μπορεί να είναι αντικρουόμενα μεταξύ τους. Από αυτά τα συναισθήματα, θα μας απασχολήσει η οργή.
Η οργή είναι ένα αρκετά γνώριμο πολιτικό συναίσθημα τα τελευταία χρόνια. Δημιουργείται στα άτομα και στις ομάδες όταν νιώθουν την υπέρβαση των ορίων της εξουσίας μίας άλλης πλευράς. Βασικό αίτημα της οργής είναι η τιμωρία, με στόχο την επαναφορά της τάξης των πραγμάτων. Η οργή, εάν δεν περιοριστεί, οδηγεί στην εκτροπή από τους κανόνες, τη βία και σταδιακά σε διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου.
Το ενδιαφέρον με την οργή, ως πολιτικό συναίσθημα, σε ό,τι έχει να κάνει με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, είναι πως δεν βιώνεται μεμονωμένα με ένα γεγονός, αλλά αντιθέτως εκφράζεται υπό τη μορφή παλινδρόμησης. Ένα επίκαιρο γεγονός, λειτουργεί ως αφορμή και εκκινεί έναν ρεβανσισμό απέναντι στην ανεπίλυτη ιστορία.
Πρόκειται για μία επίθεση στο παρελθόν, από το οποίο ξεπροβάλλουν πλήθος αρνητικών συναισθημάτων τα οποία δεν έχουν επιλυθεί, αλλά έχουν απωθηθεί και επιστρέφουν με την κάθε ευκαιρία για να υπενθυμίσουν τις διεκδικήσεις, από τις οποίες το άτομο δεν έχει παραιτηθεί.
Συλλογικά τραύματα σε καταστολή
Η οργή των Τεμπών είναι παρόμοια με αυτή για το Μάτι, καθώς οι πολίτες νιώθουν πως το κράτος αμελεί για την ασφάλειά τους και δεν λειτουργεί σωστά. Αν εξετάσουμε, όμως τα γλωσσικά σχήματα που χρησιμοποιούνται από πολίτες, πολιτικούς και δημοσιογράφους, τότε θα δούμε πως αυτή η οργή, είναι αρκετά παρόμοια με την οργή του Δημοψηφίσματος, την οργή των Αγανακτισμένων, την οργή της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου και την οργή του Εμφυλίου.
Όλα αυτά τα τραυματικά γεγονότα δεν έχουν μείνει πίσω μας, αντιθέτως έχουν καταγραφεί ως συλλογικά τραύματα που βρίσκονται σε καταστολή. Η απουσία ενεργειών για επίλυση και ειρήνη, οδηγούν σε αυτή τη συνεχόμενη διχαστική αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των πολιτικών ταυτοτήτων μας.
Ποιο είναι το πραγματικό αίτημα των Τεμπών;
Αν και είναι κυρίαρχο το αίτημα για δικαιοσύνη, στην πραγματικότητα τα Τέμπη είναι μία ακόμη στιγμή που η πλειοψηφία των πολιτών ζητά αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και των θεσμών.
Ζητούμενο δεν είναι ένα νέο μοντέλο, αλλά η ορθή λειτουργία του σημερινού. Αυτό προκύπτει ως συμπέρασμα από το γεγονός πως το σενάριο της συγκάλυψης γίνεται ευρέως αποδεκτό από την πλειοψηφία των πολιτών.
Η οργή που γεννήθηκε δεν είναι αποτέλεσμα ενεργειών της αντιπολίτευσης ή του ίδιου του γεγονότος. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός πως η Νέα Δημοκρατία, λίγους μήνες μετά το δυστύχημα των Τεμπών, επανεξελέγη με 41% και μάλιστα ανάμεσα στους βουλευτές της ήταν και ο παραιτηθείς υπουργός Κώστας Αχ. Καραμανλής. Ο σχηματισμός της οργής επιτελέστηκε σταδιακά, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έγινε η διαχείριση του δυστυχήματος.
Η μη αποδοχή της ευθύνης, το ταχύτατο μπάζωμα του σημείου, η προχειρότητα με την οποία συλλέγονται μέχρι και σήμερα τα δεδομένα, οι επιθέσεις στους γονείς των θυμάτων, οι ελάχιστες ενέργειες για να καταστούν ασφαλείς οι μετακινήσεις και πλήθος άλλων αμελειών. Μέσα σε αυτά θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τη συναισθηματική αστυνόμευση ως διαχείριση κρίσης.
Αν και είναι δυνατόν να χειραγωγηθούν τα συλλογικά συναισθήματα σε βάθος χρόνου, η επιλογή να υποδειχθεί τόσο ξεκάθαρα στο σύνολο των πολιτών τι πρέπει να αισθάνεται, σε τι ένταση και με ποιον τρόπο, δείχνει πως τελικά ζητούμενο δεν είναι να γίνουν όλα όσα πρέπει ώστε να επέλθει άμεση επίλυση στο συλλογικό τραύμα που δημιούργησαν τα Τέμπη, αλλά από όλο αυτό να αποφευχθεί μία ευρύτερη κρίση για την εικόνα της κυβέρνησης.
Τέλος, η επιστροφή του συνωμοσιολογικού σχήματος της πολιτικής αποσταθεροποίησης που διακινεί πλήθος κυβερνητικών στελεχών, θυμίζει αρκετά τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση Καραμανλή είχε διαχειριστεί τις πυρκαγιές στην Ηλεία το 2007, κατά τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 49 άνθρωποι.
Όσο οι κυβερνήσεις δεν δουλεύουν με στόχο την ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων, τόσο αυτά τα συλλογικά τραύματα που συζητήσαμε παραπάνω θα επιστρέφουν και θα μας οδηγούν σε μία αναπόδραστη συγκινησιακή περιδίνηση που θα διακατέχεται από την οργή.