Ας ξεκινήσουμε με ένα δεδομένο: το ευρωπαϊκό όραμα μέχρι και σήμερα παραμένει ανολοκλήρωτο.

Παρά το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί έναν πανίσχυρο παίχτη στη διεθνή σκακιέρα και μία εξαιρετικά εύρωστη αγορά, οι διαχρονικές επιλογές της την έχουν καταστήσει στην πράξη ανίσχυρη.

Αυτό έγινε ξεκάθαρο, από τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε η κυβέρνηση του Donald Trump να επιτεθεί στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο πως τόσο ο ίδιος όσο και το περιβάλλον του προβαίνουν σε συνεχόμενες επιθέσεις κατά της Ευρώπης.

Οι αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Για τους περισσότερους πολίτες η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ταυτισμένη με τις ελεύθερες μετακινήσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα προγράμματα ανάπτυξης και τη γραφειοκρατία.

Ενδεχομένως, τίποτα από τα παραπάνω δεν αποτελεί μειονέκτημα. Ακόμα και η γραφειοκρατία, υπό ένα πρίσμα, υποδεικνύει έναν τρόπο τυποποιημένης διοικητικής λειτουργίας που βασίζεται στη διαφάνεια. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν η εμμονή στη γραφειοκρατία και οι στρατηγικές επιλογές, εν τέλει, γίνονται ανασταλτικοί παράγοντες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Μέχρι και σήμερα, το μεγάλο αγκάθι είναι οι βραδυκίνητες αποφάσεις, λόγω των πολλαπλών γραφειοκρατικών μηχανισμών και της έλλειψης ευελιξίας. Αυτό αντανακλάται και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα εκάστοτε αναπτυξιακά προγράμματα. Ως Ελλάδα, έχουμε πλήθος περιπτώσεων από συγχρηματοδοτούμενα έργα των οποίων οι προτάσεις πληρούσαν κάθε κριτήριο, όμως το αποτέλεσμα κατά την υλοποίηση εν τέλει, ήταν απογοητευτικό ή με πλήθος ελλείψεων.

Ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε η ελεύθερη οικονομία και η απομάκρυνση από το παραγωγικό μοντέλο. Η Ευρώπη επέλεξε για πλήθος λόγων να μεταφέρει την παραγωγή της σε αναπτυσσόμενες χώρες και να εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από άλλες δυνάμεις.

Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του τριτογενή τομέα και στη δυνατότητα να μειωθεί το ανθρακικό αποτύπωμα, όμως από την άλλη πλευρά, είχε ως αποτέλεσμα να στερείται δυνατοτήτων.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο κλάδος της υψηλής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης, όπου σήμερα δεν υπάρχουν ισχυρές ευρωπαϊκές εταιρείες που να παράγουν σχετικές τεχνολογίες αιχμής, προϊόντα και υπηρεσίες. Το κενό όλα αυτά τα χρόνια αναπληρώνεται από τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ινδία.

Οι πολυκρίσεις

Η ευρωπαϊκή ευθραυστότητα είναι προϊόν ενός κόσμου γεμάτου διακινδυνεύσεις. Οι δεκαετίες της ευημερίας επέτρεπαν για χρόνια την ομαλή εναλλαγή μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών και συντηρητικών κυβερνήσεων που δεν παρέκκλιναν σημαντικά από τον ευρωπαϊκό στόχο.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, όμως, ήταν αυτή που έφερε τα πρώτα σύννεφα και έκανε pop τον ευρωσκεπτικισμό. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στης εύρωστες οικονομίες του Βορρά και τους μεγάλους ασθενείς που ονομάστηκαν «PIIGS» (Πορτογαλία, Ιρλανδίας, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία) οδήγησε στην άνοδο των εθνικιστικών κινημάτων και διέρρηξε την ιδέα της πανευρωπαϊκής αλληλεγγύης.

Η λογική της λιτότητας, σε συνδυασμό με τη μεταναστευτική κρίση ως αποτέλεσμα της Αραβικής Άνοιξης το 2010 -και των πρώτων κλιματικών μεταναστών- ενίσχυσε την ιδέα πως κάποια κράτη θα έπρεπε να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα μόνα τους, ενώ οι ισχυροί παίχτες ασκούσαν πιέσεις για τη δημιουργία «κρατών–αποθηκών ψυχών».

Το 2014 γίνεται η πρώτη επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, υποδεικνύοντας πως δεν τελείωσε μονάχα η εποχή της ευημερίας, αλλά και της ασφάλειας. Ο τελευταίος πόλεμος που είχε βιώσει η Ευρώπη ήταν στο Κοσσυφοπέδιο το 1998.

Το 2016 πραγματοποιείται η πρώτη έξοδος κράτους–μέλους της Ε.Ε, με το “Brexit“, δείχνοντας τελικά πως τίποτα δεν είναι μόνιμο. Το lockdown του 2020 και η επιτακτικότατα του εμβολιασμού έναντι της Covid-19 δημιουργούν νέα προβλήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς το πάγωμα της οικονομίας σηματοδοτεί τον κίνδυνο μίας νέας επερχόμενης ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας. Προτού γίνουν όλα αυτά αντιληπτά, το 2022 η Ρωσία εισβάλλει εκ νέου στην Ουκρανία με αποτέλεσμα την έναρξη μίας ενεργειακής κρίσης.

Οι παραπάνω είναι οι σύνθετες πολυκρίσεις με τις οποίες κλήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση να έρθει αντιμέτωπη. Αν και έχει καταφέρει να επιβιώσει, κάθε μία από αυτές τις κρίσεις δυνάμωνε τις εθνικιστικές δυνάμεις και τη διασπορά των θεωριών συνωμοσίας, όπως αυτή της μεγάλης αντικατάστασης και μείωνε την πίστη των πολιτών στις δυνατότητες της ίδιας της Ε. Ε.

Η επανεκλογή του Donald Trump και το μέλλον μας

Σήμερα, στις περισσότερες χώρες των μελών της Ε.Ε., τα ακροδεξιά κόμματα είτε συμμετέχουν στις κυβερνήσεις, είτε έχουν ισχυρή παρουσία στα εθνικά κοινοβούλια. Πρόκειται τόσο για αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας, όσο και του τρόπου διαχείρισης των εκάστοτε πολυκρίσεων, με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπες αρκετές κοινωνίες. Μέσα σε αυτό έρχεται να προστεθεί η επανεκλογή του Donald Trump και το δόγμα «MAGA», το οποίο στην πράξη έρχεται ενάντια στην ευρωπαϊκή λογική.

Τα βασικά αιτήματα της τραμπικής Αμερικής είναι η Ευρώπη: α) να αναλάβει εξολοκλήρου μόνη τις αμυντικές δαπάνες της, β) να μην έχει λόγο στον τρόπο με τον οποίο θα λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία και τις διεθνείς εξελίξεις και γ) να αποδεχτεί υψηλούς δασμούς στις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ.

Τόσο η επιθετική και απαξιωτική ρητορική του ίδιου του Donald Trump, όσο και του αντιπροέδρου του JD Vance υποδεικνύει πως οι διμερείς σχέσεις Ευρώπης–Αμερικής βρίσκονται στο ναδίρ, χωρίς οι δύο άντρες να ντρέπονται να μιλούν στην πράξη για τον βίαιο μετασχηματισμό ή ακόμη και τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όπως φάνηκε και στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές με την άμεση εμπλοκή του Elon Musk υπέρ του μετα-ναζιστικού AfD, η Αμερική από εταίρος επιδιώκει να γίνει χειραγωγός της Ευρώπης.

Η απάντηση για άλλη μία φορά δεν ήρθε ολοκληρωμένη. Μεμονωμένα ταξίδια Ευρωπαίων ηγετών στον Λευκό Οίκο, αμηχανία απέναντι στις προκλήσεις και πρωτοβουλίες δίχως τη συμμετοχή όλων των κρατών δείχνουν μία Ευρώπη, που αν και έχει ξυπνήσει, κάνει ελάχιστα για να ανταποκριθεί.

Ακόμη και το πολυδιαφημιζόμενο «ReArm Europe» που φιλοδοξεί την κοινή επένδυση 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την άμυνα, έρχεται ως μία μη οριστικοποιημένη πλήρως απάντηση που θα οδηγήσει σε πολλές παραπάνω διαβουλεύσεις, όχι στο πλαίσιο της ετοιμότητας, αλλά στη λογική του «μπαλώματος», με σημαντικό κόστος για τις κοινωνικές παροχές.

Όσο η Ευρώπη δεν τολμά να κάνει βήματα προς την ομοσπονδοποίηση για την επιτάχυνση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, την κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων και την ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγής, τόσο θα έρχεται αντιμέτωπη με τις εκάστοτε συνεχείς κρίσεις. Στην πράξη αυτό σημαίνει πολιτικό θάρρος και πολύ καλύτερη και προσεκτικότερη διαχείριση των κοινών πόρων.

Φαίνεται πως η υπαρξιακή απειλή, εν τέλει, ήταν και αυτή που κινητοποίησε τους «27», ώστε να ενισχύσουν από κοινού την ευρωπαϊκή άμυνα. Η συμφωνία που έγινε κατά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής αφορά την αύξηση των κρατικών αμυντικών δαπανών από όλα τα κράτη – μέλη, τις διακρατικές συνεργασίες σε έργα σχετιζόμενα με την άμυνα, την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας και τη δυνατότητα δανειοδότησης για αντίστοιχα έργα. Παράλληλα, ο Emmanuel Macron προτάθηκε να προσφέρει για πρώτη φορά στην ιστορία τα όπλα του γαλλικού πυρηνικού οπλοστασίου για την προστασία ολόκληρης της Ευρώπης.

Ωστόσο, η στήριξη προς την Ουκρανία βρήκε αντιστάσεις, αφού ο Ούγγρος πρωθυπουργός Viktor Orban άσκησε βέτο στο σχετικό κείμενο συμπερασμάτων. Παρά τη στάση του αυτή, οι υπόλοιποι 26 ηγέτες προχώρησαν σε ξεχωριστή δήλωση, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή τους για βοήθεια προς το Κίεβο. 

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
1
Αγαπώ
+1
1
Σοκαρίστηκα