Οι Demi Moore και Margaret Qualley πρωταγωνιστούν στο “The Substance” της Coralie Fargeat, που βραβεύθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών.
Υπήρξε η μεγάλη έκπληξη του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, ενώ τα εισιτήρια για την προβολή του στις «δικές μας» Νύχτες Πρεμιέρας έκαναν φτερά σε λίγα μόλις λεπτά. Ο λόγος για το πολυσυζητημένο The Substance, το εξωφρενικό body horror της Coralie Fargeat, το οποίο προσγειώνεται και επίσημα στις εγχώριες αίθουσες, δίνοντας στο σινεφίλ κοινό την ευκαιρία να διαπιστώσει επιτέλους αν η απροσδόκητη επιτυχία της δεύτερης κινηματογραφικής απόπειρας της Γαλλίδας σκηνοθέτιδας αξίζει το hype.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στο Substance η Demi Moore μεταμορφώνεται στην εντυπωσιακή Elisabeth Sparkle, μια πάλαι ποτέ αστέρα του Hollywood, η οποία διατηρεί την καριέρα και τη φόρμα της ως μεσήλικη γυναίκα, παρουσιάζοντας ένα τηλεοπτικό workout show σαν άλλη Jane Fonda των ‘80s. Όλα θα αλλάξουν όταν την ημέρα των 50ών γενεθλίων της, ο μισογύνης και άξεστος executive της εκπομπής, Harvey, τον οποίο ερμηνεύει ένας ιδανικός για τον ρόλο-καρικατούρα Dennis Quaid, της ανακοινώνει την απόλυσή της. Ο λόγος είναι απλός: είναι πλέον πολύ μεγάλη σε ηλικία για να έχει τα φώτα της δημοσιότητας πάνω της.
Όμως την ίδια μέρα, η Elisabeth θα βρεθεί στον θάλαμο ενός νοσοκομείου έπειτα από ένα ελαφρύ τροχαίο, το οποίο θα της αλλάξει τελικά τη ζωή. Σε εκείνον τον θάλαμο, ένας νεαρός νοσηλευτής θα βρει τον τρόπο να την ενημερώσει για μια ανεπίσημη και σκιώδη ιατρική διαδικασία εν ονόματι “The Substance”.
Με τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αυτής, κάθε άτομο υποβάλει τον εαυτό του σε ένα καινοτόμο πείραμα, γεννώντας κυριολεκτικά από τον ίδιο του τον εαυτό μια νεότερη, ομορφότερη και πιο σφριγηλή εκδοχή του, που βγαίνει μέσα από τη σπονδυλική του στήλη και από την άνεση του σπιτιού του. Σύντομα η συντετριμμένη μπροστά στην απώλεια της καριέρας της Elisabeth θα πειστεί να δοκιμάσει την τύχη της, γεννώντας μια εκρηκτική νεαρή εκδοχή του εαυτού της, τη Sue, στον ρόλο της οποίας βλέπουμε την Margaret Qualley.
Υπάρχει βέβαια μια μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια ως προς τον νέο εαυτό της Elisabeth: αυτός είναι στην πραγματικότητα ένα με τη δική της ύπαρξη και προϋπόθεση για να λειτουργήσει το πρόγραμμα σωστά είναι να ζει τη μία εβδομάδα η original εκδοχή της και την άλλη αυτή της Sue, με την ισορροπία να μη χωρά καμία απολύτως διατάραξη ή κατάχρηση εξουσίας από κάποια πλευρά. Κάτι που φυσικά δεν θα λειτουργήσει και πολύ καλά, όταν η εκθαμβωτική νεαρή περάσει την audition για τη δουλειά που η Elisabeth άφησε πίσω, κατακτώντας σύντομα τη φήμη της νέας μεγάλης αστέρα στον κόσμο του θεάματος. Οι συνέπειες τότε θα είναι φρικτές και για τις δύο πλευρές.
Άφθονο gore θέαμα που παντρεύει την παράδοση του «μπαμπά» David Cronenberg με τη φιλμογραφία της Julia Ducournau (Raw, Titane), αρρωστημένη ατμόσφαιρα ήδη από τις πρώτες σεκάνς και σημαντικό μέρος του διεθνούς κοινού της ταινίας να αποχωρεί από τις αίθουσες προβολής, μην αντέχοντας τη σκληρότητα των splatter σκηνών της ταινίας. Ποια είναι όμως η πραγματικά ζόρικη πτυχή του φιλμ, όταν ξεπεράσει κανείς το σοκ του όλο και πιο σηψαιμικού σώματος της Elisabeth κάθε φορά που η Sue καταχράζεται τον χρόνο και το γενετικό υλικό της στο The Substance;
Στα βάθη της γυναικείας ψυχοσύνθεσης
Μέσα από το Substance, η Fargeat επιτυγχάνει τη σκληρή αναπαράσταση όχι μόνο της αρρωστημένης εμμονής της κοινωνίας με τη νεότητα των γυναικών, αλλά βυθίζεται στα βάθη της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, όταν η ίδια δεν στρέφεται μόνο ενάντια στις άλλες γυναίκες για την επιβίωσή της εσωτευρικεύοντας τον μισογυνισμό, αλλά τελικά στον ίδιο της τον εαυτό. Έναν εαυτό που μισείται κάθε μέρα περισσότερο, όσο εκείνος βιώνει την κατά τα άλλα προνομιακή συνθήκη του να παραμένει ζωντανός και να μετρά περισσότερες στροφές γύρω από τον Ήλιο.
Villain της ταινίας δεν είναι μόνο ο αηδιαστικός executive Harvey – το όνομα του οποίου δεν ταυτίζεται μάλλον τυχαία με αυτό του Harvey Weinstein. Η ίδια η Elisabeth μισεί τον εαυτό της που μεγαλώνει, με τις φωτογραφίες της νεότητάς της να στοιχειώνουν το σπίτι της και τελικά να δηλητηριάζουν το μυαλό της, οδηγώντας την να δοκιμάσει την «ουσία» και να καταστραφεί.
Οι Moore και Qualley σηκώνουν όλο το βάρος της εκδήλωσης των παραπάνω μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες τους, με το σενάριο να βρίθει κενών και να παραμένει απλοϊκό καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, αλλά με τον καταιγιστικό ρυθμό, τη μουσική και το άρτιο set design της να καθηλώνουν τους θεατές.
Αν σε κάτι υπερβάλει όμως η Fargeat, αυτό δεν είναι άλλο από τη διάρκεια της ταινίας όσο και το gore crescendo αυτής στο τέλος, όχι επειδή δεν αντέχεται η splatter διάστασή της, όσο επειδή η οπτική υπερβολή της ενδεχομένως αποδυναμώνει τον πραγματικό τρόμο των γυναικών και το μήνυμα της ταινίας. Είναι λες και οι δυόμιση περίπου ώρες προβολής να αποτελούσαν ένα ρηχό τελικά σχόλιο ως προς την εγγενώς ageist και μισογυνιστική κοινωνία μας, για να υπάρξει μια καλή αφορμή για pulp εικόνες.
Σε κάθε περίπτωση, το homage της τελευταίας σκηνής στο εμβληματικό Carrie του Brian De Palma, όπως και οι έκδηλες αναφορές σε φιλμ όπως το Possession του Andrzej Zulawski είναι απολαυστικά campy στοχεία ενός δυστοπικού παραμυθιού άξιου θέασης για όσες και όσους διαθέτουν το απαραίτητο στομάχι. Μια Dorian Gray-inspired μυθοπλασία που ίσως μάλιστα αποφέρει και μια οσκαρική υποψηφιότητα σε μια φανταστική Demi Moore.
Δείτε το trailer της ταινίας: