Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Almodóvar είναι μια χρωματιστή ελεγεία για τη ζωή και τον θάνατο, στον οποίο πρέπει να έχουμε δικαίωμα επιλογής, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη. Οι Tilda Swinton και Julianne Moore χορεύουν άψογα πάνω στην παρτιτούρα της ταινίας.

«Αν χάσεις τη μάχη, μάλλον δεν πάλεψες αρκετά σκληρά», λέει κάποια στιγμή η Μάρθα, ο χαρακτήρας που υποδύεται η Tilda Swinton, για τον καρκίνο (της) και τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε πολλές φορές οι άνθρωποι αναφερόμενοι σ’ αυτόν, βάζοντας άθελά μας έναν τόνο πίεση στον/στην ασθενή. Η φράση αυτή είναι μία από τις πολλές της πρώτης αγγλόφωνης μεγάλου μήκους ταινίας του Pedro Almodóvar, «Το Διπλανό Δωμάτιο» που χτυπάνε κατευθείαν καρδιά.

Το βραβευμένο με Χρυσό Λέοντα στη Βενετία φιλμ επικεντρώνεται ακριβώς στο δικαίωμα ενός ανθρώπου να σταματήσει να προσπαθεί, να επιλέξει με ψυχραιμία και ομορφιά τον τρόπο που θα φύγει από τη ζωή. «Νομίζω ότι αξίζω έναν καλό θάνατο», λέει η Μάρθα αφού η επώδυνη πειραματική θεραπεία στην οποία υπεβλήθη (η αναπτέρωση των ελπίδων της, ίσως, ήταν ακόμη πιο επώδυνη), δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.

Αυτή η τόσο ενοχοποιημένη κοινωνικά «παραίτηση», η απόφαση να εγκαταλείψουμε το παιχνίδι όταν δεν έχει πια νόημα για εμάς, στην ταινία του Almodóvar, βρίσκει ιδανικό καταφύγιο και απόλυτη κατανόηση για καθετί ανθρώπινο.    

Ο Ισπανός σκηνοθέτης εκφράστηκε ανοιχτά στο Φεστιβάλ της Βενετίας: «Αυτή η ταινία είναι υπέρ της ευθανασίας. Θα έπρεπε να υπάρχει η επιλογή αυτή σε όλο τον κόσμο. Θα έπρεπε να υπάρχουν ρυθμίσεις και ένας γιατρός να μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή του», τονίζει.

Η Ισπανία είναι μία από τις μόλις 11 χώρες που έχουν νομιμοποιήσει την ευθανασία. «Πρέπει να συμπεριφέρονται λες και είναι εγκληματίες», λέει ο Almodóvar για τις ηρωίδες του, αλλά και για όποιον άνθρωπο αποφασίζει ότι θέλει να τελειώσει τη ζωή του, στις περισσότερες χώρες του κόσμου, πριν τον προλάβει μία θανατηφόρα, εκφυλιστική ασθένεια.      

Η Μάρθα λοιπόν, πρώην πολεμική ανταποκρίτρια που πεθαίνει από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας βρίσκει την Ίνγκριντ (Julianne Moore), παλιά της φίλη και συνάδελφο από τα περιοδικά, πολύ επιτυχημένη συγγραφέα autofiction πια, στην παρουσίαση του νέου της βιβλίου.

Οι δύο γυναίκες έχουν χρόνια να μιλήσουν και η Ίνγκριντ δεν έχει ιδέα για την ασθένεια της Μάρθα. Όπως συμβαίνει συχνά με τις παλιές φιλίες, η αναθέρμανση της σχέσης τους γίνεται γρήγορα, αλλά αμήχανα. Ο χρόνος στη δική τους περίπτωση, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι με το μέρος τους.   

Αφίσα της ταινίας «Το Διπλανό Δωμάτιο», El Deseo

Το σύμπαν της ταινίας αλλάζει ρυθμό, όταν η Tilda Swinton προτείνει στην Julianne Moore να τη βοηθήσει στην υλοποίηση της ήδη ειλημμένης απόφασής της. Η Μάρθα έχει εξασφαλίσει ένα χάπι ευθανασίας στο dark web κι έχει σκεφτεί με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο που θέλει να αποχαιρετήσει τη ζωή: χωρίς άλλες εξουθενωτικές απόπειρες θεραπείας, μέσα στα δέντρα της αμερικανικής εξοχής, σε μια μοντέρνα εξοχική κατοικία μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής, κοντά στο Woodstock.

Φυσικά και η ελευθερία της επιλογής κοστίζει πολλά χρήματα και πάρα πολλοί άνθρωποι θα ήταν απόλυτα αποκλεισμένοι από μια τέτοιου είδους απόφαση για τον εαυτό τους. Ωστόσο, η Μάρθα έχει το οικονομικό περιθώριο να σκηνοθετήσει το αντίο της, υπό την προϋπόθεση ότι πρώτον, θα παραβεί την αμερικανική νομοθεσία και δεύτερον, θα βρει έναν άνθρωπο να μείνει μαζί της στο διπλανό δωμάτιο, όσο διάστημα χρειαστεί, μέχρι να αποχαιρετήσει τη ζωή.

Παρακολουθούμε μια ακόμα επώδυνα ειλικρινή σκηνή, όταν η Swinton προτείνει στη Moore να παίξει αυτόν τον ρόλο και εκείνη αποσβολωμένη της απαντάει: «Δεν θα ήθελες να έχεις κάποιον πιο κοντινό σου;» για να λάβει την ευθεία απάντηση ότι εκείνη δεν ήταν η πρώτη της επιλογή, αλλά αυτή τη στιγμή είναι η μοναδική.

Η Μάρθα δεν έχει αποφασίσει πότε θα πάρει το χάπι, αλλά η Ίνγκριντ θα καταλάβει ότι η φίλη της είναι νεκρή, το πρωινό που θα δει την πόρτα του υπνοδωματίου της κλειστή, για πρώτη φορά. Από τη στιγμή που οι δύο γυναίκες μεταβαίνουν στο εξοχικό, το συγκεκριμένο σεναριακό εύρημα προσθέτει ένα καλοδεχούμενο σασπένς και οι θεατές μπαίνουν ακόμα πιο βαθιά στις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι δύο γυναίκες –η καθεμία για διαφορετικούς λόγους, αφού καλούνται να παίξουν μέχρι τέλους, στην κυριολεξία, τους ρόλους τους.

Ο διάλογος, ίσως, μπορεί να χαρακτηριστεί από κάποιους ξύλινος σε στιγμές, κυρίως στο πρώτο μισό της ταινίας, αλλά η συναισθηματική ταύτιση με τις ηρωίδες και ο οξυδερκής σχολιασμός της ανθρώπινης κατάστασης στην ταινία, εν γένει, κάνει αυτό το θέμα να φαντάζει αμελητέο.

Επίσης, η οπτική απόλαυση είναι πανταχού παρούσα και πώς θα μπορούσε να μην είναι, όταν μιλάμε για Almodóvar.  Ο τόνος της ταινίας είναι απολαυστικά μελαγχολικός, σαν τα φύλλα που πέφτουν και προσφέρουν ένα εξαίσιο θέαμα. Τα χρώματα που κυριαρχούν στα πλάνα, σκηνογραφικά και ενδυματολογικά, είναι σαν να συμπρωταγωνιστούν με τις Moore και Swinton. Σε στιγμές, οι σκηνές της ταινίας θυμίζουν κινούμενους πίνακες του Edward Hopper.

Καθόλου τυχαίο ότι στο χολ του νοικιασμένου εξοχικού τους, βλέπουμε ένα αντίγραφο του πίνακά του, Άνθρωποι στον ήλιο. «Το Διπλανό Δωμάτιο» βρίθει αναφορών, καθώς οι δύο γυναίκες συζητούν συνεχώς για τέχνη, βιβλία και ταινίες. Η Μάρθα αναφέρει συχνά τις τελευταίες αράδες από το βιβλίο του James Joyce «Οι νεκροί».

Στιγμιότυπο από «Το Διπλανό Δωμάτιο», El Deseo

Στα (προσωπικά) τεράστια συν της ταινίας, το υπόγειο χιούμορ της, το οποίο όμως ποτέ δεν καταφεύγει στην εύκολη λύση της μαύρης κωμωδίας, ούτε στον συνεχή αυτοσαρκασμό της ασθενούς, πράγμα που έχουμε δει κατά κόρον σε σύγχρονες ταινίες με αντίστοιχη θεματική. Εδώ το αστείο προκύπτει από την επώδυνη ειλικρίνεια και το καθρέφτισμα των ατελείωτων ανθρώπινων ατελειών μας στην οθόνη. Σε πολλά σημεία γελούσα, και την ίδια ώρα ένιωθα άσχημα για αυτό, πράγμα παραδόξως απολαυστικό.

Σε μια από τις πιο δυνατές και ταυτόχρονα αστείες σκηνές της ταινίας που φλερτάρει με την περιοχή της screwball comedy, η Μάρθα συνειδητοποιεί, αφού έχουν φτάσει στο εξοχικό, ότι έχει ξεχάσει το χάπι ευθανασίας στη Νέα Υόρκη. Οι δύο γυναίκες επιστρέφουν για να το πάρουν στο ίδιο σπίτι που η Μάρθα, πριν από λίγο, είχε αποχαιρετήσει με επισημότητα. Η Ίνγκριντ κρύβει την ενόχλησή της για το παράλογο του πράγματος με διάθεση «αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε». Η Swinton πριν πεθάνει στοιχειώνει το ίδιο της το σπίτι -κι αυτό είναι σεναριακή μαεστρία.

Η φθορά του σώματος σε αντιδιαστολή με τον πυρήνα των ανθρώπων που μένει αναλλοίωτος, η ομορφιά του κόσμου και η πανταχού παρούσα ηθική της αισθητικής, η γονεϊκότητα και η παραδοχή των αδυναμιών, η ανιδιοτέλεια της πράξης της Ίνγκριντ, η σχετικότητα του χρόνου, η πατριαρχική «εμμονή» με τη μάχη μέχρις εσχάτων, η απενοχοποίηση, η ευθανασία (και) ως πολιτική επιλογή και η ελευθερία να διαλέξεις τη ζωή και τον θάνατό σου, όλα βρίσκουν τον χώρο τους στο «Διπλανό Δωμάτο».

Πάνω από όλα όμως, η ταινία είναι ένα στοχαστικό ταξίδι στη θνητότητα, όπως μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια ο Almodóvar. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το Pain and Glory (2019), με πρωταγωνιστή τον Antonio Banderas, ως alter ego του ίδιου του σκηνοθέτη; 

Η σάρκα μάς προδίδει κι ο χρόνος τρέχει. Αυτό είναι το υπόγειο σκοτεινό ρεύμα που διατρέχει τις τελευταίες ταινίες του Almodóvar. Ωστόσο, η αισιοδοξία δεν απουσιάζει, αφού εμείς, οι τόσο ευάλωτοι άνθρωποι είμαστε περιτριγυρισμένοι από την ομορφιά του κόσμου.

«Το Διπλανό Δωμάτιο» λειτουργεί ως memento mori, τόσο σε σχέση με τη σωματική φθορά και την ασθένεια, όσο και με την καλπάζουσα κλιματική κρίση, η οποία μας απειλεί πιο άμεσα απ΄ όσο νομίζουμε, πράγμα που ο Ισπανός σκηνοθέτης μας υπενθυμίζει με όχημα τον χαρακτήρα του Ντάμιαν, σύντροφο που μοιράστηκαν στα νιάτα τους, Μάρθα και Ίνγκριντ, που υποδύεται ο John Torturo.

Καταληκτικά, είναι βαθιά η συναισθηματική σύνδεση που αποκτάει κανείς με αυτήν την ταινία, όπως και με πολλές άλλες της φιλμογραφίας του Almodóvar. Την είδα ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα, στις Νύχτες Πρεμιέρας, και ακόμα σκέφτομαι τις ηρωίδες της σαν υπαρκτά πρόσωπα· μία από τις δύο γυναίκες έχει περάσει πια στο επέκεινα, με τον δικό της τρόπο. Αυτή που έμεινε, αν ποτέ υπήρχε sequel, μοιάζει βέβαιο ότι θα κατέγραφε την ιστορία της φίλη της, στις πολεμικές συρράξεις που κάλυψε, αλλά και στο τελευταίο μέτωπο της ζωής της, αυτό της παράνομης (ακόμα) ευθανασίας.  

Γνωμούλα;
+1
0
Έκλαψα
+1
0
Βαριέμαι
+1
0
Νευρίασα
+1
0
Αγαπώ
+1
0
Σοκαρίστηκα