Η πιο στενόμυαλη μερίδα του κοινού, αν τυχόν βρεθεί στην αίθουσα, θα δυσκολευτεί να παραδεχτεί πόσο πολύ της άρεσε η διασκεδαστική κομεντί του Ζαχαρία Μαυροειδή και πόσο ταυτίστηκε με τους gay πρωταγωνιστές της.
Αν έπρεπε με τη βοήθεια ενός φίλου μας να βάλουμε κάτω τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν ένα κομβικής σημασίας καλοκαίρι, για να τα μετατρέψουμε σε κινηματογραφικό σενάριο, θα βρίσκαμε κοινό τόπο; Ή έκπληκτοι θα συνειδητοποιούσαμε ότι η εντύπωση της πραγματικότητας είναι κάτι βαθιά προσωπικό; Αυτό είναι ένα από τα βασικά ερωτήματα που θέτει ο σκηνοθέτης Ζαχαρίας Μαυροειδής στην ταινία που σηματοδότησε την επιστροφή μας στα θερινά σινεμά για φέτος, «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», μια περήφανα «ξεδιάντροπη», out and proud κωμωδία με θέμα την πολυεπίπεδη φιλία μεταξύ δύο γκέι ανδρών.
Σε ένα ολοήμερο μπάνιο στο cruising κομμάτι στα Λιμανάκια της Βάρκιζας, ο Δημοσθένης (Γιώργος Τσιαντούλας) και ο Νικήτας (Ανδρέας Λαμπρόπουλος), λίγο μετά και λίγο πριν τα 30 αντίστοιχα, αποφασίζουν να ανακαλέσουν το πρόσφατο παρελθόν τους, στο οποίο ένα σκυλί, ονόματι Κάρμεν, υπήρξε συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε νυν και πρώην γκόμενους, με την προοπτική να πουλήσουν το σενάριο σε ένα Γάλλο παραγωγό και ο Νικήτας να σκηνοθετήσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία.
Το φιλμ σε σενάριο του Μαυροειδή και του Ξενοφώντα Χαλάτση είναι μια αναπολογητικά queer, αστεία και σέξι ταινία, όπως το σενάριο που προσπαθούν να συνθέσουν οι δύο κεντρικοί ήρωες. Με φόντο τα Λιμανάκια, οι βραχύβιοι εραστές, οι ηδονοβλεψίες, οι drag queens, τα λευκά βράχια, η γυμνή αντρική σάρκα, ο καυτός ήλιος και η νωχέλεια του ελληνικού καλοκαιριού στροβιλίζονται γύρω από την ιστορία των δύο πρωταγωνιστών και δίνουν τον τόνο. Συνθέτουν την όψη του κόσμου στον οποίο «κατοικούν» οι ήρωες, ο οποίος, όμως, δεν στερείται περιεχομένου, αληθινών αντιφάσεων και πολλαπλών απολήξεων.
Στον ίδιο τόνο, το soundtrack της ταινίας δια χειρός Θοδωρή Ρέγκλη έχει τη δική του σημειολογία και προσθέτει άλλο ένα σημαντικό στρώμα στην αφήγηση, αφού παντρεύει δύο φαινομενικά αντίθετους κόσμους: το ρεμπέτικο και την μπαρόκ μουσική, σχολιάζοντας τόσο τον «τοξικά αρρενωπό» χαρακτήρα του πρώτου, όσο και την μπουρζουά διάθεση της δεύτερης. Αυτός ο ανορθόδοξος συνδυασμός αντικατοπτρίζει τον μικρόκοσμο της παραλίας του φιλμ, όπου διασταυρώνονται άτομα από ολόκληρο το ταξικό φάσμα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και γυμνά απεκδύονται των συμβόλων κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας.
Σε αυτό το ευκρινώς σχηματισμένο πλαίσιο, η ιστορία του Δημοσθένη, του κεντρικού ήρωα, δεν είναι προσχηματική για να προχωρήσει η ταινία μέσα στην ταινία. Η αφήγηση είναι στιβαρή, παίζει με τους κανόνες της σεναριογραφίας και της μυθοπλασίας εν γένει και χρησιμοποιεί υπέρ της όλα τα κλισέ της κομεντί και του queer σινεμά. Ευτυχώς, κατά τη διάρκεια αυτής της απολαυστικής διαδρομής, όσο απουσιάζουν η ντροπή και οι αναστολές, άλλο τόσο απουσιάζει ο διδακτισμός.
H queer ταυτότητα είναι ορατή και απροσποίητη, αλλά ο πυρήνας της ταινίας δεν έχει να κάνει με αμιγώς ταυτοτικά ζητήματα. Η προσκόλληση σε ερωτικές ιστορίες που ολοφάνερα δεν τραβάνε, η περιπλοκότητα της αληθινής φιλίας, η αληθινή ενηλικίωση, το αδιέξοδο της επαγγελματικής ζωής, ο «πόλεμος» της τέχνης, οι ακυρωμένες φιλοδοξίες και η σχέση με τους γονείς μας είναι ζητήματα ιδωμένα με τρυφερή ειλικρίνεια.
Η ευαλωτότητα και η τρισδιάστατη απεικόνιση των ηρώων μάς κάνει να ταυτιζόμαστε μαζί τους αβίαστα και να γελάμε με το relatability των σκηνών.
Όλοι, όλες, όλα στο ίδιο καζάνι βράζουμε και «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν» –καλώς– θέλει να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό. Παρακολουθώντας την ταινία, σκεφτόμουν ότι έτσι θα έπρεπε να είναι το καλό mainstream ελληνικό σινεμά: σύγχρονο, αστείο, θαρραλέο, με στιβαρό σενάριο και τεχνική αρτιότητα, χωρίς καμία σοβαροφάνεια. Ίσως τότε, το mainstream αποκτήσει και στην Ελλάδα τη σημασία που έχει στο εξωτερικό και πάψει να ταυτίζεται με χαμηλής ποιότητας προϊόντα που απευθύνονται στα κατώτερα ένστικτα του κοινού.
Από την άλλη, όσο αξιόλογα και να είναι ορισμένα δείγματα λ.χ. του greek weird wave, οι ταινίες αυτές, από τη «φύση» τους δεν θα μπορέσουν να βρουν το μεγάλο κοινό. «Το Καλοκαίρι της Κάρμεν» έχει όλα τα αφηγηματικά εχέγγυα να το κατορθώσει και να ταράξει την πιο στενόμυαλη μερίδα του straight κοινού, η οποία αν τυχόν βρεθεί στην αίθουσα για να δει ένα καλοκαιρινό φιλμ, θα δυσκολευτεί να παραδεχτεί πόσο πολύ της άρεσε μια queer ταινία και πόσο ταυτίστηκε με τους δύο gay πρωταγωνιστές της.