Από την πανδημία και μετά, τα ποσοστά απασχόλησης μέσω τηλεργασίας εκτοξεύθηκαν, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες αλλά και την αίσθηση πως οφείλουμε να είμαστε συνεχώς “συνδεδεμένοι”. Μπορεί να σταματήσει η σύγχυση των ορίων επαγγελματικού και προσωπικού χρόνου;
Η τηλεργασία έχει γίνει ιδιαίτερα διαδεδομένη, ειδικά μετά την πανδημία του κορονοϊού, προσφέροντας νέες ευκαιρίες στον επαγγελματικό τομέα, αλλά και πολλές προκλήσεις. Η Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΕ καταδεικνύει ότι το ποσοστό των ατόμων που εργάζονται από το σπίτι στην ΕΕ έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια, από 11,1% το 2019 σε 20% το 2022.
Ένας από τους λόγους που ίσως εξηγεί την αύξηση αυτή είναι η ευελιξία που προσφέρει. Παράλληλα, όμως, προκύπτουν ζητήματα όπως ο σεβασμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε ένα ψηφιακό περιβάλλον.
Μια από τις ανησυχίες είναι η εξασφάλιση των καλών συνθηκών εργασίας και η προστασία της υγείας και ασφάλειας. Η αυξημένη χρήση ψηφιακών εργαλείων και η ευκολία της εξ αποστάσεως εργασίας έχουν δημιουργήσει μια κουλτούρα συνεχούς σύνδεσης. Αυτό έχει αναδείξει την ανάγκη για την καθιέρωση ενός “δικαιώματος αποσύνδεσης” ώστε να καθοριστούν σαφή όρια μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής.
Αν και τα ψηφιακά εργαλεία προσφέρουν ευελιξία και αποτελεσματικότητα, έχουν ενισχύσει τη νοοτροπία της συνεχούς διαθεσιμότητας των εργαζομένων, καθιστώντας τους προσβάσιμους οποιαδήποτε στιγμή, ακόμα και εκτός του ωραρίου τους. Η νοοτροπία αυτή αποτελεί στοιχείο που διαταράσσει την ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής.
Έρευνες δείχνουν ότι όσοι εργάζονται από το σπίτι έχουν διπλάσιες πιθανότητες να δουλεύουν υπερωρίες, ξεπερνώντας το καθορισμένο ανώτατο όριο εργασίας, σε σύγκριση με όσους εργάζονται από το γραφείο. Παράλληλα, η συνεχής σύνδεση των εργαζομένων έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία τους. Η υπερβολική χρήση οθόνης και ο μεγάλος φόρτος εργασίας επηρεάζουν την συγκέντρωση, οδηγούν σε γνωστική και συναισθηματική εξάντληση, προκαλώντας πονοκεφάλους, αϋπνία και άγχος. Επιπλέον, η κακή εργονομία κατά την εργασία από το σπίτι αυξάνει τον κίνδυνο μυοσκελετικών προβλημάτων, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για κατάλληλες συνθήκες εργασίας.
Τι έχει κάνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για το δικαίωμα αποσύνδεσης
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, επιδιώκοντας να κατοχυρώσει το δικαίωμα αποσύνδεσης στη νομοθεσία της ΕΕ, ζήτησε στις 21 Ιανουαρίου 2021 από την Επιτροπή να καταθέσει νέο νόμο που θα επιτρέπει στους εργαζομένους να αποσυνδέονται ψηφιακά μετά το τέλος του ωραρίου τους χωρίς επιπτώσεις και που θα κατοχυρώνει βασικές προϋποθέσεις για την τηλεργασία.
Το Κοινοβούλιο τόνισε ότι η διακοπή του χρόνου ανάπαυσης των εργαζομένων και η παράταση των ωρών εργασίας μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μη αμειβόμενων υπερωριών, να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία τους, στην ισορροπία εργασίας-ζωής και στην ανάπαυσή τους.
Με νομοθετική πρωτοβουλία που εγκρίθηκε με 472 ψήφους υπέρ, 126 κατά και 83 αποχές, οι ευρωβουλευτές κάλεσαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση που θα επιτρέπει σε όσους εργάζονται ψηφιακά να αποσυνδέονται μετά το πέρας του ωραρίου τους.
Αυτή η νομοθεσία θα πρέπει να καθορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την τηλεργασία και να διευκρινίζει τους όρους και τα ωράρια εργασίας, καθώς και τους χρόνους ανάπαυσης των εργαζομένων.
Τα μέτρα που ζητήθηκαν
- Οι εργοδότες να μην απαιτούν από τους εργαζομένους να είναι διαθέσιμοι εκτός ωραρίου, και οι εργαζόμενοι να αποφεύγουν επαγγελματική επικοινωνία μεταξύ τους εκτός του συμφωνημένου ωραρίου.
- Οι χώρες της ΕΕ να διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι που επικαλούνται το δικαίωμα αποσύνδεσης προστατεύονται από αντίποινα ή άλλες αρνητικές συνέπειες και ότι υπάρχουν μηχανισμοί αντιμετώπισης καταγγελιών για παραβιάσεις του δικαιώματος αποσύνδεσης.
- Η επαγγελματική εκπαίδευση εξ αποστάσεως να υπολογίζεται ως εργασία και να μην γίνεται σε υπερωρίες ή ελεύθερες ημέρες χωρίς επαρκή αποζημίωση.
Τον Απρίλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σχετικά με τη δίκαιη τηλεργασία και το δικαίωμα αποσύνδεσης, ακολουθώντας το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ζητούσε σχετική πρόταση. Σύμφωνα με τις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές της Προέδρου von der Leyen, η Επιτροπή δεσμεύτηκε να ανταποκριθεί με νομοθετική πρόταση.