Μιλά για το πολιτικοποιημένο ραπ, τον τρόπο που τον διαμόρφωσε το κίνημα, την εξουσία που δεν κρατά ούτε τα προσχήματα, ενώ απαντά στο γιατί η κουβέντα για το DIY δεν έχει λόγο ύπαρξης σήμερα.
Με τον Χρήστο (Incognito M.), βρεθήκαμε στην ταράτσα του Pineline όταν ο ήλιος έδυε και εγώ αναρωτιόμουν πού βρέθηκε τόσο κρύο μέσα στην Άνοιξη. Απ’ το στούντιό του, περνούν καθημερινά τα μεγαλύτερα ονόματα της ραπ σκηνής, με εκείνον να είναι μέλος ενός απ’ του πιο αγαπημένου μου -για όλους τους λόγους- συγκροτήματος, του 2X2X. Αν και έχω βρεθεί πολλές φορές στον χώρο αυτό, εκείνο το βράδυ, πήραμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
«Η επαφή μου με τη μουσική ξεκίνησε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Πήγαινα σε ωδείο και έπαιζα πλήκτρα. Η επαφή μου με το ραπ δεν άργησε να συμβεί, λόγω του αδερφού μου. Γκραφιτάς και μεγαλύτερος, έφερνε σπίτι ό,τι κυκλοφορούσε από τότε. Θυμάμαι όταν πρωτοέβαλε να ακούσουμε τη Γεύση του Μένους από TXC, το 1999. Ήμουν 7 χρονών, είχα τρελαθεί.
Τότε άκουγα μόνο ραπ. Βάζαμε τις κασέτες και προσπαθούσαμε να πούμε τα λόγια από πάνω, να τα πετύχουμε ίδια. Τα πρώτα μου στιχάκια τα προσπάθησα στο Δημοτικό, ενώ στο Γυμνάσιο έγραψα και ηχογράφησα ολοκληρωμένα κομμάτια με ένα αρμόνιο που είχα πάρει με λεφτά από κάλαντα.
Στην αρχή δεν έγραφα πολιτικά ή κοινωνικά. Έκανα ραπ για το ραπ. Μου άρεσε να παίζω με ομοιοκαταληξίες, ανακάλυπτα τεχνικές, κάτι που με γοήτευσε. Στην Κέρκυρα που ζούσα, υπήρχε μόνο ένα στούντιο. Εγώ ήμουν έφηβος και αυτό ήθελε πολλά λεφτά. Έπρεπε να βρω τρόπο. Ξεκίνησα να κάνω παραγωγές μόνος μου.
Τον ρωτάω για τους πρώτους ανθρώπους που έκαναν το ραπ ελκυστικό για εκείνον και πώς τους αντιλαμβάνεται τόσα χρόνια μετά.
«Όταν είσαι μικρός εξιδανικεύεις κάποιους ανθρώπους. Αυτό συνέβη και σε εμένα. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, οι άνθρωποι αυτοί σε πολλές περιπτώσεις αποδομήθηκαν, όχι απαραίτητα γιατί έκαναν εκείνοι κάτι κακό. Εκείνοι μπορεί να έμειναν ίδιοι, εγώ όμως μέσα μου εξελίχθηκα και αντιλαμβάνομαι αλλιώς πλέον τα πράγματα. Προφανώς υπάρχουν και οι περιπτώσεις που κάποιοι άλλαξαν με έναν τρόπο που δεν με εκφράζουν.
Σε προσωπικό επίπεδο με νοιάζει να μην είμαι μαλάκας έτσι κι αλλιώς, όχι μόνο στη μουσική μου. Έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνομαι την ύπαρξή μου. Δεν προσέχω τι γράφω σε ένα κομμάτι επειδή μπορεί να το ακούσει ένα παιδί, προσέχω επειδή είμαι κοινωνικό ον και με νοιάζει πώς τοποθετούμαι δημόσια».
Μιλάμε για τη ματαιοδοξία στην τέχνη και ειδικά στη ραπ σκηνή που έχει μεγαλώσει εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια.
«Στη σκηνή υπάρχει ξεκάθαρο το δίπολο του εσύ και ο κόσμος. Δεν μπορώ να σου πω ότι είναι το αγαπημένο μου, μάλλον γιατί δεν με συγκινεί ιδιαίτερα η αναγνωσιμότητα η οποία προϋποθέτει έκθεση. Εγώ κάνω τη μουσική μου. Αν υπάρχει αποδοχή είναι ένα πολύ όμορφο συναίσθημα. Αν δεν υπήρχε θα συνέχιζα να την κάνω γιατί μ’ αρέσει έτσι και αλλιώς η διαδικασία του να παράγω μουσική. Σε όλη αυτή την έκθεση, είναι σημαντικό να υπάρχει ένας κοινωνικός στενός κύκλος να σε “κρατάει”. Στη δική μου περίπτωση, υπάρχουν δύο άτομα στο μυαλό μου που ενώ ποτέ δεν μου έχουν πει κάτι, έχω πάντα τη φωνή τους στα αυτιά μου να αναρωτιέμαι τι θα έλεγαν όταν πρόκειται να κάνω κάποιο βήμα.
Παράλληλα, σημαντικό ρόλο έπαιζε και παίζει η πολιτικοποίησή μου και οι άνθρωποι που συναναστρέφομαι στον χώρο. Αντιλαμβάνομαι ότι ο χώρος κουβαλά διάφορες αγκυλώσεις που κι εγώ τις “φόρεσα” στο παρελθόν, μέσα απ’ αυτόν όμως έχω αποκτήσει εργαλεία που έπαιξαν πολύτιμο ρόλο στην ύπαρξή μου αρχικά και μετέπειτα στη μουσική, στο πώς την αντιμετωπίζω. Ασχολήθηκα με την πολιτικοποιημένη μουσική πριν οργανωθώ στο κίνημα και έκτοτε είναι το κέντρο μου. Πέρασαν χρόνια που ξέχασα τον πιο ανάλαφρο ήχο και στίχο, το σνόμπαρα, εστίαζα μόνο στη στρατευμένη τέχνη. Δεν είναι όμως μόνο αυτό και τώρα κάνω ειρήνη μέσα μου με αυτό.
Ο πολιτικός λόγος στο ραπ έχει αποδοχή τα τελευταία χρόνια, οπότε μοιραία κάποιοι το κάνουν επιτηδευμένα. Ο καθένας κάνει ό,τι νομίζει. Αν δεν νιώθει αυτό που λέει, πιθανόν να τον ξεβράσει η κατάσταση. Και να μην γίνει όμως, δεν με νευριάζει. Υπάρχει αντίβαρο, είναι όλοι εκείνοι και όλες εκείνες που παίρνουν θέση και δεν μασάνε τα λόγια τους για να είναι παντού αρεστοί-ες».

Ο Χρήστος είναι μέλος μια μπάντας με ουσιαστική πολιτική παρέμβαση, τους 2Χ2Χ.
«Δεν είμαστε απλώς μια παρέα ή μια μπάντα. Μας ενώνει βαθιά αγάπη και εκτίμηση. Έχω επιλέξει να μοιράζομαι τη ζωή μου με αυτούς τους ανθρώπους. Όσο για το καλλιτεχνικό, για εμένα, ήταν μια αποκάλυψη. Και οι τέσσερις είμαστε εντελώς διαφορετικοί, με αποτέλεσμα να παίρνουμε στοιχεία ο ένας απ’ τον άλλον και να γίνουμε όλοι ο ήχος της μπάντας».
Συζητάμε για την εξέλιξη της τεχνολογίας στη μουσική αλλά και το DIY.
«Η εξέλιξη της τεχνολογίας άλλαξε εντελώς το παιχνίδι. Παλιά, για να κανείς μουσική έπρεπε να είσαι σε δισκογραφική, γιατί για να ηχογραφήσεις έπρεπε να πας σε ένα στούντιο που λόγω της τότε τεχνολογίας ήταν πανάκριβο. Επίσης για να φτάσει η μουσική σου στον ακροατή θα έπρεπε να τυπωθεί σε φυσικό μέσο (βινύλιο, cd) και να διανεμηθεί σε φυσικά καταστήματα. Η τεχνολογία ουσιαστικά εκλαΐκευσε τόσο την παραγωγή, όσο και τη διανομή της μουσικής.
Για εμένα, η κουβέντα γύρω από DIY, σήμερα δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Ξεκίνησε από μπάντες της δεκαετίας του 70’ βλ. Crass, Black Flag και άλλες punk μπάντες που βγήκαν από πολιτικοποιημένους χώρους. Τότε, οι μεγάλες δισκογραφικές που αναλάμβαναν την παραγωγή και τη διανομή της μουσικής είχαν τον απόλυτο έλεγχο και επέβαλαν λογοκρισία και πατρονάρισμα. Έτσι, δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα. Το ένα με μπάντες όπως οι Sex Pistols ακολούθησαν τον δρόμο των μεγάλων εταιριών, ενώ κάποιες άλλες που αντιλαμβάνονταν τη μουσική τους ως μέσο κοινωνικής απεύθυνσης και πολιτικής παρέμβασης, δεν μπορούσαν να δεχθούν λογοκρισία και επέλεξαν να φτιάξουν δικές τους ανεξάρτητες δισκογραφικές (SST Records , Crass Records). Αυτές οι μπάντες επέλεξαν να βιοποριστούν από τη μουσική τους λιτά, βάζανε χαμηλό αντίτιμο στις συναυλίες τους και στους δίσκους τους και κράτησαν την πλήρη ελευθερία στους στοίχους τους και στον τρόπο που υπάρχουν.

Στην Ελλάδα, αυτό μεταφράστηκε στο ότι “απαγορεύεται να ζήσεις απ’ τη μουσική σου”, που δεν ήταν αυτό το διακύβευμα, αλλά η πλήρης ελευθερία λόγου.
Στις μέρες μας η τεχνολογία το έλυσε αυτό, τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή της μουσικής. Οι περισσότεροι από τους πιο mainstream καλλιτέχνες δεν έχουν δισκογραφικές πάνω από το κεφάλι τους να τους υποδεικνύουν τι θα πουν και που θα παίξουν, παράγουν και διανέμουν τη μουσική τους μόνοι τους, άρα κατά μια έννοια είναι DIY. Επομένως αυτό που έχει ουσία να συζητάμε , δεν είναι αν κάποιος βιοπορίζεται απ’ τη μουσική του, αλλά το αν παίρνει πολιτική θέση, αν στηρίζει τα κινηματικά live και αν είναι οργανωμένος συλλογικά για να διεκδικεί τα ταξικά του συμφέροντα. Δηλαδή αν έχει συνέπεια λόγου και πράξης στη ζωή του.
Επίσης, υπάρχει και η ταξική ανάλυση της υπόθεσης. Ο κόσμος σκέφτεται ότι θες να βγάλεις λεφτά επειδή έχει στο μυαλό του δέκα καλλιτέχνες που έχουν αποκτήσει πολλά. Δεν είναι έτσι. Το 95% των μουσικών είναι μέσα στη μαύρη εργασία και την επισφάλεια, βλέπε τις διεκδικήσεις επί covid. Εργασιακά ο μουσικός είναι αυτοαπασχολούμενος/ ελ. επαγγελματίας όπως π.χ. ένας ηλεκτρολόγος. Οι περισσότεροι ηλεκτρολόγοι δουλεύουν μεροδούλι-μεροφάι. Yπάρχει βέβαια και μια μερίδα ηλεκτρολόγων που το μαγαζάκι τους πήγε καλά και κατέληξαν να φτιάξουν τεράστιες εταιρίες που θησαυρίζουν και αντλούν υπεραξία από εργαζόμενους. Δεν είναι όμως αυτός ο κανόνας. Η μουσική, είναι ένα χείριστο επάγγελμα με τη διαφορά οτι σου δίνει το τυράκι του ονείρου, βέβαια το πόσοι το καταφέρνουν αυτό είναι άλλη υπόθεση. Το να γειώνεις με αυτόν τον τρόπο έναν εργασιακό κλάδο, δεν στέκει Μαρξικά.
Τέλος το μεγαλύτερο πρόβλημα στη λογική απαγόρευσης του βιοπορισμού από τη μουσική είναι ότι με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά παραχωρείς την πολιτικοποιημένη μουσική σε εισοδηματίες ή μεσοαστούς. Για να παράξει κάποιος-α μουσική με ποιότητα και συνέπεια χρειάζεται χρήμα (στούντιο, beats, γραφιστικά) και κυρίως πολύ χρόνο. Αυτό, για ένα προλετάριο άτομο που δουλεύει 12ωρα και δίνει ένα νεφρό για νοίκι, super market και ρεύμα είναι τεράστια πολυτέλεια. Επομένως θα τείνει με τον καιρό αυτό το προνόμιο να το έχουν άτομα τα οποία έχουν λυμένο το βιοποριστικό τους.
Δυστυχώς, ο ελλαδικός αναρχικός χώρος δεν είχε ποτέ εστιάσει ιδιαίτερα στο ταξικό, τουλάχιστον στον βαθμό που του αναλογεί. Υπήρχε μια περίοδος που δημιουργήθηκαν πρωτοβάθμια σωματεία και υπάρχουν αρκετές συλλογικότητες που έχουν κάνει πράγματα γύρω απ’ το ταξικό, θεωρώ όμως όχι στην έκταση που χρειάζεται. Ειδικά τα τελευταία χρόνια θεωρώ ότι οριακά δεν υπάρχει καν στην ατζέντα. Αναρχικοί εργάτες οργανωμένοι σε συλλογικότητες, δεν είναι γραμμένοι στο σωματείο τους. Δεν γίνεται αυτό, με ποιον τρόπο θα διεκδικήσεις;
Στην Ελλάδα, δεδομένα ζούμε το δόγμα του σοκ. Έχω χάσει το μέτρημα στις φάπες που έχουμε φάει σαν κοινωνία. Μας αφαίρεσαν το δικαίωμα του να ονειρευόμαστε, να σχεδιάσουμε το μέλλον μας. Είναι ακραία βία αυτό. Το μόνο που κάνουμε είναι να επιβιώνουμε με όρους εξάντλησης. Με διαλύει αυτή η σκέψη.
Διαβάζω την επικαιρότητα και για μέρες μετά είμαι σε ένταση. Νιώθω οργή όχι μόνο με αυτά που συμβαίνουν αλλά και με την απαξίωση που αντιμετωπίζουν την κοινωνία. Δεν είναι μόνο ότι είμαστε Κολομβία, είναι ότι καμία εξουσία δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα γιατί θεωρούν τον κόσμο χαζό, που εννοείται ότι φταίει αφού τους ξαναψηφίζει. Δεν μιλάμε για ανοχή, αλλά για στήριξη της εξαθλίωσης και αυτό είναι αβάσταχτο. Όσο κράτος και κεφάλαιο δεν έχουν κόστος για τις πράξεις τους από οργανωμένα κομμάτια της κοινωνίας, τόσο πιο χυδαίοι θα γίνονται».